Μπομπ Κούζι: Ο... Χουντίνι των παρκέ με το μυθικό ρεκόρ σε ασίστ

Αν και ελάχιστα γνωστός σήμερα, ο Μπομπ Κούζι ήταν ένας από τους πρώτους σούπερ σταρ του ΝΒΑ. Το καλύτερο, ίσως, παιχνίδι του με τη φανέλα των Μπόστον Σέλτικς το έκανε στις 27 Φεβρουαρίου 1959, όταν μοίρασε 28 ασίστ στους συμπαίκτες του.

Ένα απ’ τα καλά που έχει κάνει το διαδίκτυο, είναι ότι παρέχει στον καθένα από μας τη δυνατότητα να πάρει μια γεύση απ’ το ταλέντο αθλητών που είχαν διαπρέψει πριν από πολλά χρόνια – αν βεβαίως έχει όρεξη να μάθει πέντε πράγματα παραπάνω απ’ τα συνηθισμένα.

Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει για τους λάτρεις του μπάσκετ ο Μπομπ Κούζι, ο χαρισματικός γκαρντ των Μπόστον Σέλτικς που μνημονεύεται πλέον ως ένας από τους πρώτους σούπερ σταρ του ΝΒΑ. Αφορμή για να ασχοληθούμε μαζί του είναι ότι σαν σήμερα, στις 27 Φεβρουαρίου 1959, σημείωσε ένα εντυπωσιακό ρεκόρ. Μοίρασε 28 ασίστ στους συμπαίκτες του, στην επιβλητική νίκη της ομάδας του επί των Μινεάπολις Λέικερς με 173-139.

Και μιλάμε για κανονικές ασίστ, έτσι; Όχι όπως τώρα, που πιστώνονται ως τέτοιες σχεδόν όλες οι πάσες προς τον παίκτη που πετυχαίνει το καλάθι, είτε τον φέρνουν σε εξαιρετικά ευνοϊκή θέση είτε όχι. Ο Κούζι ήταν ένας πλέι μέικερ μπροστά απ’ την εποχή του, με εκπληκτικές επινοήσεις και απίστευτη αντίληψη του χώρου και των κινήσεων των συμπαικτών του. Ήταν εξαιρετικός χειριστής της μπάλας και μπορούσε να την πασάρει ακόμα και… χωρίς να βλέπει, γεγονός που υποχρέωσε τους τηλεσχολιαστές της εποχής να αναρωτιούνται αν είχε μάτια στην πλάτη!

Δεν είναι υπερβολή. Θα το διαπιστώσετε αν αφιερώσετε λίγα λεπτά απ’ τον χρόνο σας, για να παρακολουθήσετε το βίντεο με κάποια highlights απ’ την πλούσια καριέρα του Κούζι. Ενός παίκτη που δεν ήταν μόνο σόουμαν, αλλά συνδύαζε το θέαμα και με την ουσία. Δεν θα τον εμπιστευόταν αλλιώς ο Ρεντ Άουερμπαχ για να στηρίξει πάνω του τη δυναστεία των Σέλτικς με τους εννιά τίτλους πρωταθλητή από το 1957 έως και το 1966 (τους ξέφυγε μόνο εκείνος του 1958).

Ο Κούζι είχε συμβολή στους έξι από αυτούς, μια και αποχώρησε το 1963 λίγο προτού κλείσει τα 35 του χρόνια. Πρόλαβε όμως και με το παραπάνω να αφήσει το αποτύπωμά του στον κόσμο του ΝΒΑ, που χαρακτηρίστηκε «μαγικός» από παίκτες σαν του λόγου του. Το γνωστότερο παρατσούκλι του, άλλωστε, ήταν «ο Χουντίνι των παρκέ», αφού με τις απρόβλεπτες επινοήσεις του έκρυβε την μπάλα και την εμφάνιζε στα χέρια των συμπαικτών, συνήθως κοντά στο καλάθι. Και η παρουσία του αποτελούσε πόλο έλξης για τους φιλάθλους, όπου κι αν αγωνίζονταν η ομάδα της Βοστώνης.

Στα 96 χρόνια του σήμερα, ο Κούζι παραμένει ένας ζωντανός θρύλος του αμερικάνικου μπάσκετ. Από το 1971 εισήχθη στο Hall of Fame, ενώ την ίδια χρονιά οι Σέλτικς απέσυραν τη φανέλα με το «14» που είχε τιμήσει επί δεκατρείς ολόκληρες σεζόν. Ενδεικτικό της διαχρονικής αναγνώρισής του είναι ότι συμπεριλήφθηκε και στις τέσσερις λίστες των κορυφαίων παικτών που έχει συντάξει το ΝΒΑ, για να γιορτάσει τις επετείους των 25, των 35, των 50 και των 75 χρόνων του.

Όσο για το ρεκόρ των 28 ασίστ σε ένα ματς; Άντεξε για δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια. Αν και το είχε ισοφαρίσει από το 1963 ο Γκάι Ρότζερς των Σαν Φρανσίσκο Γουόριορς, δεν καταρρίφθηκε μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 1978, όταν ο Κέβιν Πόρτερ των Νιου Τζέρσι Νετς έδωσε 29 τελικές πάσες στη νίκη με 126-112 επί των Χιούστον Ρόκετς. Στις 30 Δεκεμβρίου 1990 το βελτίωσε κι άλλο ο γνωστός μας απ’ το πέρασμά του από τον ΠΑΟΚ, Σκοτ Σκάιλς, με τις 30 ασίστ που μοίρασε στη νίκη των Ορλάντο Μάτζικ επί των Ντένβερ Νάγκετς με 155-116. Αυτό είναι το ρεκόρ έως και σήμερα.

Ακόμα και ο σπουδαίος Τζον Στόκτον της αυθεντικής Dream Team είχε κορυφαία επίδοση τις 28 ασίστ σε ένα ματς των Γιούτα Τζαζ στο ΝΒΑ. Έτσι… συγκατοικεί στην τρίτη θέση της λίστας όλων των εποχών με τον Ρότζερς και τον Κούζι, ο οποίος στις 27 Φεβρουαρίου 1959 ξεπέρασε τον εαυτό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι άσος των Σέλτικς είχε πετύχει και 31 πόντους σ’ εκείνο το ιστορικό παιχνίδι με τους Λέικερς. Το ότι ήταν καλός πασέρ, δεν σήμαινε ότι υστερούσε στο σκοράρισμα.

Οι Σέλτικς τον είχαν πάρει με το ζόρι

Μοναχοπαίδι Γάλλων που μόλις είχαν μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη, ο Κούζι γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1928. Όχι και στην καλύτερη περίοδο για να μεγαλώσει ένα παιδί, αφού λίγους μήνες αργότερα ξέσπασε η Μεγάλη Ύφεση που περιόρισε δραματικά τις θέσεις εργασίας και προκάλεσε κύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς τα Δυτικά.

Οι Κούζι έμειναν στη Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στην Αστόρια, όπου ο μικρός Μπομπ άρχισε να δείχνει την κλίση του στον αθλητισμό. Αρχικά έπαιζε  στίκμπολ (παραλλαγή του μπέιζμπολ) με τους φίλους του στα σοκάκια της γειτονιάς του και «ερωτεύτηκε» το μπάσκετ στα 13 του, την εποχή που πήγαινε γυμνάσιο στο Κουίνς, όπου στο μεταξύ είχε μετακομίσει η οικογένειά του.

Γρήγορα ξεχώρισε με το ταλέντο του, αλλά και την ικανότητά του να αξιοποιεί προς όφελός του ακόμα και τις ατυχίες. Όταν έσπασε το δεξί του χέρι σε ηλικία 15 ετών, συνήθισε στο διάστημα της αποθεραπείας του να παίζει μπάσκετ με το αριστερό, κάτι που τον βοήθησε να γίνει αμφιδέξιος – σπάνιο προσόν για έναν μπασκετμπολίστα και δη πλέι μέικερ.

Το ένα έφερε το άλλο και ο Κούζι συνδύασε τα πανεπιστημιακά του χρόνια με το μπάσκετ, κερδίζοντας υποτροφία στο Κολέγιο του Ιερού Σταυρού (Holy Cross) στο Γουόρσεστερ της Μασαχουσέτης. Αν και πρωτοετής, κέρδισε αμέσως θέση στην πρώτη ομάδα και είχε συμβολή στην κατάκτηση του τίτλου του NCAA το 1947.  Μέχρι το 1950 είχε «φτιάξει» τόσο καλό όνομα, που θεωρούταν δεδομένο ότι θα επιλεγόταν στο ντραφτ του ΝΒΑ.

Όλοι περίμεναν ότι λόγω εντοπιότητας θα κατέληγε στους Μπόστον Σέλτικς, οι οποίοι μάλιστα είχαν δικαίωμα να επιλέξουν πρώτοι στα ντραφτ λόγω της κακής πορείας που είχαν πραγματοποιήσει την προηγούμενη σεζόν. Ο Ρεντ Άουερμπαχ, όμως, προτίμησε τον σέντερ Τσάρλι Σέαρ απ’ το Οχάιο και μίλησε υποτιμητικά για τον 22χρονο γκαρντ: «Σκοπός μου είναι να πετύχω ή να ικανοποιήσω τους ντόπιους χωριάτες;», είχε πει. Δεν ήταν ο μόνος που δεν τρελαινόταν με το θεαματικό παιχνίδι του Κούζι. Πέρα από πολλούς θαυμαστές, ο νεαρός πλέι μέικερ είχε και αρκετούς επικριτές, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι δεν θα ήταν εξίσου αποδοτικός κόντρα στα «θηρία» του ΝΒΑ.

Όταν, όμως, πρόκειται να γραφτεί μια ιστορία, όλο το σύμπαν θα συνωμοτήσει. Ο Κούζι τα έσπασε με την ομάδα που τον είχε επιλέξει, τους Τρι-σίτις Μπλάκχοκς («πρόγονος» των Ατλάντα Χοκς) και μεταπήδησε στους Σικάγο Σταγκς, οι οποίοι όμως διαλύθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1950. Το ΝΒΑ αποφάσισε να μοιράσει τους παίκτες τους σε άλλα σωματεία και παρότι ο Κούζι δεν ήταν αρεστός ούτε στο αφεντικό των Σέλτικς, Γουόλτερ Μπράουν, κατέληξε στη Βοστώνη.

Μέσα σε λίγους μήνες ο χαρισματικός γκαρντ απέδειξε ότι όχι μόνο ήταν ικανός να σταθεί στο κορυφαίο πρωτάθλημα μπάσκετ του κόσμου, αλλά να φτάσει και στην κορυφή. Με μέσο όρο 15,6 πόντους και 4,9 ασίστ παρότι δεν είχε εισαχθεί ακόμα το χρονόμετρο των 24 δευτερολέπτων (κάτι που είχε ως συνέπεια να εκδηλώνονται λιγότερες επιθέσεις), ο Κούζι καθιερώθηκε στους Σέλτικς και συμπεριλήφθηκε στη βασική πεντάδα της Ανατολής για το πρώτο All Star Game της ιστορίας, που διεξήχθη στις 2 Μαρτίου 1951 στην Μπόστον Γκάρντεν Αρίνα.

Από σεζόν σε σεζόν τα στατιστικά του βελτιώνονταν και η εισαγωγή του χρονομέτρου για την εκδήλωση επίθεσης, το 1954, τον βοήθησε να ξεχωρίσει ακόμα περισσότερο απ’ τους υπόλοιπους πόιντ γκαρντ του πρωταθλήματος. Οι Σέλτικς, βέβαια, δεν κατάφεραν να φτάσουν στον τίτλο πριν από την περίοδο 1956-57, όταν απέκτησαν τον πάουερ φόργουορντ, Τιμ Χέινσον (που προερχόταν κι εκείνος από τους Holy Cross Crusaders, όπως ο Κούζι) και τον σέντερ, Μπιλ Ράσελ.

Αντιρατσιστής και πιστός σύζυγος

Συμπαίκτης του Κούζι στην ομάδα που κατέκτησε το πρώτο «δαχτυλίδι» ήταν και ο ελληνικής καταγωγής, Λου Τσιωρόπουλος, αλλά και ο Τσακ Κούπερ, ο πρώτος μαύρος μπασκετμπολίστας που αγωνίστηκε στο ΝΒΑ. Είχε επιλεγεί κι εκείνος στο ντραφτ του 1950 και συχνά έπεφτε θύμα ρατσιστικών επιθέσεων, ιδίως στις πολιτείες όπου ίσχυε ακόμα ο φυλετικός διαχωρισμός.

Ο Κούζι είχε αναπτύξει από μικρός αντιρατσιστικά ένστικτα, μια και οι περισσότεροι φίλοι του ήταν παιδιά μαύρων, Εβραίων ή μεταναστών απ’ την Ευρώπη (όπως κι ο ίδιος) και βοήθησε πολύ τον Κούπερ να σταθεί στα πόδια του και να αποδώσει αγωνιστικά.

Στενή φιλία ανέπτυξε και με τον Ράσελ, ο οποίος επίσης είχε μπει στο στόχαστρο των ρατσιστών πριν εξελιχθεί σε έναν από τους κορυφαίους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών. Το ίδιο όμως συνέβη και με τον Άουερμπαχ, ο οποίος μετά την αρχική απαξίωση εκτίμησε απεριόριστα τις ικανότητες του Κούζι και στήριξε γύρω του το οικοδόμημα των Σέλτικς.

Τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία και από την πλευρά του «Χουντίνι των παρκέ», ο οποίος διατήρησε στενή σχέση με τον προπονητή του μέχρι που εκείνος πέθανε, το 2006 και τον είχε πρότυπο στο σύντομο διάστημα που εργάστηκε κι ο ίδιος ως προπονητής.

Όλα αυτά τα χρόνια της καριέρας του στο ΝΒΑ, ο Κούζι είχε για στήριγμα τη σύζυγό του, Μίσι, με την οποία ήταν συμφοιτητές στο κολέγιο. Παντρεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 1950, σχεδόν αμέσως μετά τη μεταγραφή του στους Σέλτικς και απέκτησαν δύο κόρες. Η Μίσι πέθανε το 2013 ύστερα από μακροχρόνια μάχη με την άνοια, ο Μπομπ όμως δεν έφυγε ποτέ απ’ το πλευρό της, παρά τις δυσκολίες που κι ο ίδιος αντιμετώπιζε λόγω του γήρατος.

Η ρουτίνα της προσφοράς προς την αγαπημένη του ήταν και το πρώτο πράγμα που του έλειπε από εκείνη. Όταν τον είχαν ρωτήσει, λίγο καιρό μετά τον θάνατό της, τι του έλειπε περισσότερο από εκείνη, η απάντηση που έδωσε έφερε δάκρυα στα μάτια όσων την άκουσαν. «Δεν μπορώ πλέον να της δίνω τα χάπια της κάθε πρωί. Ούτε μπορώ πια να τη φροντίζω», είχε πει.

Το όνομα του Κούζι «ακούστηκε» ξανά πέρυσι το καλοκαίρι, όταν οι Μπόστον Σέλτικς ανακοίνωσαν την απόφασή τους να του δώσουν τιμής ένεκεν το δαχτυλίδι του πρωταθλητή του 2024 μαζί με τους παίκτες της ομάδας που είχαν κατακτήσει τον τίτλο. Το 2019, εξάλλου, ο τότε (και νυν) πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, του είχε απονείμει το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, την ανώτατη τιμητική διάκριση για κάθε Αμερικανό πολίτη.

 

Άλλα γεγονότα στην Ελλάδα και τον κόσμο στις 27 Φεβρουαρίου

2023: Πεθαίνει σε ηλικία 89 ετών στο Χονγκ Κονγκ ο πρώην μεγαλομέτοχος της ΠΑΕ Καλαμάτα, Σταύρος Παπαδόπουλος, επί των ημερών του οποίου η μεσσηνιακή ομάδα σημείωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ιστορίας της.

2009: Πεθαίνει στα 84 του ο επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Πετοσφαίρισης, Μιχάλης Μαστρανδρέας. Διατέλεσε και πρόεδρος της ΕΟΠΕ από το 1975 έως και το 1993, οπότε μεταπήδησε για τα δύο χρόνια που ακολούθησαν στη θέση του προέδρου της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας βόλεϊ (CEV).

2003: Η ΑΕΚ ηττάται με 1-0 από τη Μάλαγα στη Νέα Φιλαδέλφεια και αποκλείεται από τη συνέχεια του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Αυτός θα αποδειχθεί και ο τελευταίος αγώνας της Ένωσης στο παλιό της γήπεδο, το οποίο θα κατεδαφιστεί τον Μάιο του ίδιου έτους.

2000: Η Κατερίνα Θάνου κατακτά το χρυσό μετάλλιο στα 60 μέτρα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου της Γάνδης, αφού με χρόνο 7.05 τερματίζει μπροστά από τη Βουλγάρα Πέτια Πεντάρεβα και την Ουκρανή Ιρίνα Πούχα. Την ίδια μέρα, ανεβαίνουν στο βάθρο των 60 μέτρων ανδρών δύο Έλληνες σπρίντερ. Ο Γιώργος Θεοδωρίδης κατακτά το ασημένιο μετάλλιο (6.51) και ο Άγγελος Παυλακάκης το χάλκινο (6.54).

1999: Πεθαίνει σε ηλικία 76 ετών ο Γιάννης Μαλακατές, ιστορικός παράγοντας του Παναθηναϊκού που είχε διατελέσει και πρόεδρος του Ερασιτέχνη.

1988: Αποκαλύπτεται η συμφωνία του προέδρου της ΠΑΕ Ολυμπιακός, Γιώργου Κοσκωτά, με τον προπονητή της πρωτοπόρου ΑΕΛ, Γιάτσεκ Γκμοχ, για την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας των «ερυθρόλευκων» απ’ την επόμενη σεζόν.

1972: Με γκολ του Σπύρου Πομώνη και του Κώστα Νικολαΐδη η ΑΕΚ νικά 2-1 τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και τον πλησιάζει στη βαθμολογία.

1966: Ο Άρης σημειώνει την ευρύτερη νίκη της ιστορίας του επί του ΠΑΟΚ στην Α’ Εθνική. Τον συντρίβει με 5-1 στο γήπεδο Χαριλάου, με δύο γκολ του Συρόπουλου κι από ένα των Αλεξιάδη, Ψηφείδη και Χατζηκώστα. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι ο «Δικέφαλος» αγωνίζεται με δέκα παίκτες από το 5ο λεπτό λόγω τραυματισμού του τερματοφύλακα Μουσελεμίδη, τη θέση του οποίου παίρνει ο αμυντικός Τάτσης (δεν επιτρέπονται ακόμα οι αλλαγές).

1961: Πεθαίνει σε ηλικία 75 ετών ο Πλατ Άνταμς, ένας από τους δύο Αμερικανούς αδελφούς που μαζί με τον Κωστή Τσικλητήρα είχαν ανέβει στο βάθρο του μήκους άνευ φοράς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912 στη Στοκχόλμη.

1943: Πεθαίνει στο σπίτι του στην Πλάκα σε ηλικία 84 ετών ο ποιητής, Κωστής Παλαμάς, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με τον αθλητισμό μια και το 1896 συνέγραψε τους στίχους του Ολυμπιακού Ύμνου που ακούγεται έκτοτε σε κάθε Τελετή Έναρξης και Λήξης των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Η κηδεία του Παλαμά το επόμενο πρωί θα εξελιχθεί στην κορυφαία διαδήλωση του λαού της Αθήνας κατά των Γερμανών κατακτητών. Τον τόνο δίνει με τον επικήδειό του ο Άγγελος Σικελιανός: «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα. Οι σημαίες οι φοβερές της λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!».

1936: Η Ολλανδή κολυμβήτρια Βίλι ντεν Άουντεν σημειώνει παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μέτρα ελεύθερο με 1:04.6. Η επίδοση θα αντέξει μέχρι τον Φεβρουάριο του 1956, όταν θα την καταρρίψει η Αυστραλή, Ντον Φρέιζερ (1:04.5).

1900: Οι έντεκα ποδοσφαιριστές του γυμναστικού συλλόγου του Μονάχου, MTV 1879, αποχωρούν από τις τάξεις του μόλις πληροφορούνται την άρνηση του διοικητικού συμβουλίου να εγγράψει το τμήμα στη νεοσύστατη γερμανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Την ίδια κιόλας μέρα ιδρύουν ένα νέο, αμιγώς ποδοσφαιρικό σωματείο. Πρόκειται για την Μπάγερν Μονάχου, η οποία θα εξελιχθεί στη μεγαλύτερη ομάδα της χώρας και μία από τις πιο επιτυχημένες όλου του κόσμου.

1890: Οι πυγμάχοι Ντάνι Νίνταμ και Πάτσι Κέριγκαν μάχονται επί εξίσιμι ώρες σε έναν αγώνα 100 γύρων στο Σαν Φρανσίσκο, ο οποίος τελικά κηρύσσεται ισόπαλος.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News