Νίκος Σαρίδης: Οι εθνικές δεν είναι για όλους

Ασχετος δεν ήταν ούτε ο Κλαούντιο Ρανιέρι, όταν χάναμε στο Καραϊσκάκη απ’ τα Νησιά Φερόε και τη Βόρεια Ιρλανδία.

Για να βάζουμε τα πράγματα σε μια σειρά: ο κορυφαίος ποδοσφαιρικός θεσμός του πλανήτη είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το Euro, όσο και αν παραμένουν ανεξίτηλες οι εικόνες του 2004 με τους κορυβαντιώντες Ελληνες, δεν είναι της ίδιας αίγλης, έχει σαφώς μικρότερη αντιπροσώπευση και συνακόλουθα χαμηλότερη εμβέλεια. Είναι ενδεικτικό ότι τον τελευταίο μουντιαλικό τελικό, μεταξύ της Αργεντινής και της Γαλλίας στο Κατάρ, παρακολούθησαν -σύμφωνα μ’ ανάρτηση της ΦΙΦΑ- περίπου 1,5 δισ. τηλεθεατές, την ώρα που ο πληθυσμός της Γηραιάς Ηπείρου ήταν το ήμισυ αυτού του αριθμού.

Αν προκρινόταν, δηλαδή, η Εθνική στη διοργάνωση της Αμερικής, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς θα είχε ελπίδες για «άριστα» στον έλεγχό του (εφόσον το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα διακρινόταν) ή έστω «λίαν καλώς» (μόνο και μόνο για την παρουσία στο λαμπερό ραντεβού στα γήπεδα των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού). Κατά συνέπεια, η πρόκριση στο Euro του 2028, άντε να εξασφαλίσει στον ομοσπονδιακό  τεχνικό τη… βάση, ή το πολύ ένα σκέτο «καλώς», κι αυτό σε περίπτωση που η ομάδα διαγράψει  επιτυχημένη πορεία στην τελική φάση.

Για να το πούμε πιο ωμά, δεν νοείται ο Σέρβος να πάρει τον ίδιο υψηλό βαθμό με τον Φερνάντο Σάντος, ο οποίος οδήγησε τη «γαλανόλευκη» ομάδα και σε Μουντιάλ και σε Ευρωπαϊκό, πόσω μάλλον με τον Οτο Ρεχάγκελ που, εκτός του ότι (μας) πήγε σε Παγκόσμιο Κύπελλο, σήκωσε κι ευρω-κούπα.

Το γεγονός, πάντως, ότι ο Γιοβάνοβιτς έμεινε… ανεξεταστέος στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, με την Εθνική να τερματίζει στην 3η θέση ενός ομίλου τεσσάρων ομάδων, έχοντας 7 βαθμούς έναντι 13 πόντων της πρώτης κι 11 της δεύτερης, δεν σημαίνει ότι είναι άσχετος. Οπως δεν θα είναι άσχετος ακόμη κι αν αποτύχει παταγωδώς στα προκριματικά του Euro. Εξάλλου, άσχετος δεν ήταν ούτε ο Κλαούντιο Ρανιέρι, όταν χάναμε στο Καραϊσκάκη απ’ τα Νησιά Φερόε και τη Βόρεια Ιρλανδία σ’ εκείνα τα προ δεκαετίας (και βάλε) προκριματικά. Απλώς, είναι προπονητές που μπορεί να μην έχουν… γεννηθεί για εθνικές ομάδες. Θα φανεί αν ο Γιοβάνοβιτς ανήκει σε αυτούς. Στην πρώτη του απόπειρα, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τον έπιασε η πανδημία με τον κορωνοϊό και δεν έκατσε ούτε σ’ένα παιχνίδι στον πάγκο. Στη δεύτερη, με την Εθνική Ελλάδας, τα πρώτα δείγματα (Nations League) ήταν θετικά, αλλά η συνέχεια δεν υπήρξε ανάλογη. Θα παίξει τα… ρέστα του στα προκριματικά του Euro.

Καλός προπονητής, επίσης, ήταν και είναι κι ο Κάρλο Αντσελότι· «βουνό» στη συλλογή του τα βαρύτιμα κύπελλα και τα μετάλλια. Να τον δούμε, όμως, τώρα που επωμίζεται να εκτοξεύσει τη Βραζιλία του Βινίσιους και του Μιλιτάο στην κορυφή του κόσμου. Ισοπαλία έφερε προχθές, σε φιλικό με την Τυνησία, στο τέταρτο παιχνίδι του με τη «Σελεσάο». Στα υπόλοιπα τρία ματς (όλα φιλικά) έχει καταγράψει μία ήττα απ’ την Ιαπωνία, μία πεντάρα επί της Νότιας Κορέας κι ένα 2-0 σε βάρος της Σενεγάλης. Iσχύει και το αντίστροφο, πάντως, έστω και σε μικρότερη κλίμακα: προπονητές που δεν… γεννήθηκαν για συλλόγους.

Κλασικό παράδειγμα ο Μπόρα Μιλουτίνοβιτς, που κοούτσαρε το 1987 για εννέα ματς την Ουντινέζε, σε  μια εποχή που το ιταλικό ήταν το κορυφαίο πρωτάθλημα της Υφηλίου. Ελάχιστοι, όμως, το θυμούνται, καθώς ο Σέρβος σταδιοδρόμησε ως ομοσπονδιακός προπονητής, αναλαμβάνοντας ένα σωρό εθνικές ομάδες (Μεξικό, Κόστα Ρίκα ΗΠΑ, Νιγηρία, Κίνα, Ονδούρα,Τζαμάικα, Ιράκ) -μερικές εξ αυτών κι από δύο φορές.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News