ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ: Ο Πέδρο Μαρτίνς και ο Ρούμπεν Αμορίμ
Ο Σπύρος Γρομητσάρης γράφει για την γελοία ελληνική αντιμετώπιση των Πορτογάλων και του ποδοσφαίρου τους
Έχω προ πολλού πάψει να θεωρώ παιχταρά ή «βόμβα» έναν ποδοσφαιριστή που αποκτάται και κοστίζει (με αγορά / δανεισμό αλλά και επειδή έχει υψηλό ετήσιο συμβόλαιο) με πολλά χρήματα. Παράλληλα ισχύει και το αντίστροφο, δεν είναι παικτάκι κάποιος που σε ανάγκασε να βγάλεις… ψιλά για το περίπτερο από την τσέπη για να τον κάνεις δικό σου.
Θυμήθηκα τη συγκεκριμένη οπτική / γνώμη μου διαβάζοντας μια ανάλυση για τη φετινή πρωταθλήτρια Πορτογαλίας, Σπόρτινγκ. Η ομάδα της Λισσαβόνας κατέκτησε το πρώτο της πρωτάθλημα μετά από 19 χρόνια. Και το κατάφερε έχοντας γεμίσει το ρόστερ με παιδιά από την ακαδημία της γι’ αυτό και είχε τον 4ο μικρότερο μέσο όρο (24,9) ηλικίας. Α, είχε και τον πιο μικρό σε ηλικία τεχνικό όλης της Λίγκας Nos, 36 ετών είναι ο Ρούμπεν Αμορίμ.
Η φημισμένη ακαδημία της Σπόρτινγκ (επαν)ενεργοποιήθηκε ξανά μετά το φιάσκο του 2018, όταν η ομάδα έχοντας έναν πανάκριβο και γενικώς πολύ πετυχημένο τεχνικό, τον Ζόρζε Ζεσούς, αλλά και αρκετά καλό ρόστερ απέτυχε να πάρει ένα από τα εισιτήρια για το επόμενο Τσάμπιονς Λιγκ που οδήγησε σε εισβολή και ξύλο οπαδών της στο προπονητικό κέντρο. Γεγονότα που είχαν οδηγήσει αρκετούς παίκτες στη φυγή. Ένας απ’ αυτούς που έφυγαν και ήταν προϊόν της Ακαδημίας της Σπόρτινγκ ήταν ο Ντανιέλ Ποντένσε που μετακόμισε στον Ολυμπιακό. Παίκτης της ακαδημίας της Σπόρτινγκ είναι και ο Ρούμπεν Σεμέδο αλλά και ο Μπρούμα. Στη μακρά λίστα των… διαμαντιών της βρίσκεις τους Αντριέν Σίλβα, Ρούι Πατρίτσιο, Σέντρικ Σοάρες, Γουΐλιαμ Καρβάλιο, Ζέλσον Μαρτίνς, Ραφαέλ Λεάο, Έρικ Ντάιερ. Αν πάμε πιο πίσω συναντάμε παίκτες-θρύλους, τον Λουΐς Φίγκο, τον Κριστιάνο Ρονάλντο, τον Σιμάο Σαμπρόσα και τον Ζοάο Μουτίνιο.
Στην Ελλάδα αποκαλούνται συχνά – πυκνά, «καρπουζάδες» οι Πορτογάλοι προπονητές. Δεν ξέρω πως ξεκίνησε αλλά ξέρω ότι είναι τουλάχιστον γελοίο που κάποιοι το συνεχίζουν.
Κατά βάση τα προϊόντα αυτής της ακαδημίας προτίμησε ο 36χρονος Ρούμπεν Αμορίμ και έφτασε φέτος στον απόλυτο θρίαμβο κόντρα σε Πόρτο και Μπενφίκα. Στην Ελλάδα αποκαλούνται, συχνά – πυκνά, «καρπουζάδες» οι Πορτογάλοι προπονητές. Δεν ξέρω πως ξεκίνησε αλλά ξέρω ότι είναι τουλάχιστον γελοίο που κάποιοι το συνεχίζουν.
Οι Πορτογάλοι αποτελούν εδώ και χρόνια μια ΣΠΟΥΔΑΙΑ σχολή ποδοσφαίρου. Και δεν μιλάμε μόνο για προπονητές ή παίκτες. Μιλάμε γενικώς για τον τρόπο που βλέπουν και διαχείριζονται αυτό το σπορ που συνιστά μια τέραστια μπίζνα. Η Liga NOS, δηλαδή η πρώτη κατηγορία της Πορτογαλίας, έχει χρηματιστηριακή αξία 1,2 δισ. ευρώ ενώ την ίδια στιγμή η ελληνική Σούπερ Λιγκ κοστολογείται με 315 εκατ. κι αυτά κυρίως λόγω Ολυμπιακού.
Έναν σπουδαίο εκπρόσωπό τους έφερε στην Ελλάδα πριν από τρία χρόνια ο Ολυμπιακός, τον Πέδρο Μαρτίνς. Έναν άνθρωπο που έχτισε σχεδόν από το απόλυτο μηδέν και δημιούργησε μια ομάδα-κόσμημα την οποία απολαμβάνουν οι φίλοι των ερυθρολεύκων επί μία 3ετία. Κι αυτή η επιλογή πιστώνεται στον άνθρωπο που έχει τα… γένια και τα… χτένια, τον Βαγγέλη Μαρινάκη. Και την πιστώνεται διπλά, αφενός για την αρχική επιλογή και αφετέρου για τη στήριξη μετά τον πρώτο δύσκολο χρόνο.
Στο διά ταύτα, υπάρχουν σίγουρα ποδοσφαιρικοί «καρπουζάδες» εκεί έξω αλλά αντί να τους ψάξουμε στην Πορτογαλία ας κοιτάξουμε και σε κανένα καθρέφτη…