LONGFORM: Ο Γιούργκεν Κλοπ αγαπάει το ποδόσφαιρο

Ο προπονητής της Λίβερπουλ έχει μια άδολη και ανιδιοτελή σχέση με την μπάλα και αυτό φαίνεται σε κάθε κίνησή του.

Ένα ξεκάθαρα μπεργκμανικό γκρο πλαν: ο Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ να περπατά τη γραμμή του πλαγίου άουτ πηγαίνοντας προς τα αποδυτήρια της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μετά τη λήξη του πρώτου ημιχρόνου στο παιχνίδι με τη Λίβερπουλ. Είχε κάτι από την αριστουργηματική «Περσόνα», άφηνε να αιωρείται και η αίσθηση του δηκτικού -όχι πως η Λιβ Ούλμαν, η πλατωνική ερωμένη του Σουηδού δημιουργού, είχε θάψει το τσεκούρι του πολέμου. Μόνο λίγο πριν χαθεί στη φυσούνα, ο Νορβηγός έβαλε το δεξιό χέρι του στον αντίστοιχο ώμο του Μέισον Γκρίνγουντ. Το ταμπλό στο «Ολντ Τράφορντ», για αυτό το παιχνίδι της Premier League, έγραφε 0-4 και έμενε ακόμα ένα ημίχρονο.

Όσος είναι ο καιρός, αν υπάρχει, που ο Σόλσκιερ θα μείνει στον πάγκο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, το οφείλει στον Γιούργκεν Κλοπ. Πλέον, πεποίθηση είναι ότι παιχνίδι-σταθμός, εφόσον η Γιουνάιτεντ αποφύγει την κακοτοπιά στο Λονδίνο με την Τότεναμ το προσεχές Σάββατο και στο Μπέργκαμο με την Αταλάντα για την 4η αγωνιστική των ομίλων του Champions League, αποτελεί το μεσημεριανό ματς του επόμενου Σαββάτου, 6 Νοεμβρίου, απέναντι στη Μάντσεστερ Σίτι στο «Ολντ Τράφορντ».

 Η Λίβερπουλ έκανε, με το σκορ στο 5-0, κατοχή 81% σε δεκάλεπτο, από το 60’ ως το 70’. Θα μπορούσε εύκολα να είναι η μακράν πιο εξευτελιστική νύχτα στην ιστορία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αν οι παίκτες του Γερμανού ή ο ίδιος ο προπονητής τους είχαν κακές προθέσεις. Αλλά ο Γιούργκεν Κλοπ αγαπάει το ποδόσφαιρο τόσο, που ο θρίαμβος δεν συνεπάγεται εστίες ντροπής για τον αντίπαλο. Πράγματι, το 5-0 τιμά τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Υπήρχε κάτι από το Γερμανία-Βραζιλία στο Μπέλο Οριζόντε, στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2014, όταν, μετά το 5-0 στο 30’, οι παίκτες του Γιόακιμ Λεβ σταμάτησαν να παίζουν. Έπρεπε να μπουν μέσα ο Μάριο Γκέτσε και ο Αντρέ Σούρλε, στο δεύτερο ημίχρονο, για να βρουν οι Γερμανοί τα δύο γκολ που έφεραν το δείκτη του σκορ στο αστρονομικό επίπεδο του 7-1. Ο Κλοπ, μέσα στο «Θέατρο των ονείρων», δεν το άφησε να γίνει. Όταν ο Σόλσκιερ σήκωσε το χέρι του σε ορθή γωνία για να κάνει την πυγμαχική χειραψία με τον Γερμανό, αυτός ήταν κατά βάση ο λόγος.

Η ψυχή του αλτρουιστή

Ούτε δόλος ούτε ιδιοτέλεια

Για τον προπονητή που έχουν περάσει 9 χρόνια από τη συνέντευξη Τύπου, πριν τον πρώτο ημιτελικό του Champions League απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης, δηλαδή το σχεδόν πρώτο, σε… διαγαλαξιακό επίπεδο γνωστό, σόου του Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι, στην οποία έδωσε τη μεταγραφή του Γκέτσε στην Μπάγερν Μονάχου, στην πρόταση «αγαπάει το ποδόσφαιρο», στυλιζαρισμένη από φριχτά κλισέ σε συνάρτηση με τα χρήματα που έχει το παιχνίδι, αποφεύγεται η κοινοτοπία. Στον ίδιο αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά από τους υπόλοιπους προπονητές του επιπέδου του: αυτή η αγάπη έχει την αθωώτητα και τη φιλειρηνική πώρωση που εμφανίζεται σε ένα μικρό παιδί.

Είναι αναγκαστικό να ειπωθεί ότι παρά τα φάουλ της διοίκησης της Λίβερπουλ, με πλέον εξόφθαλμο τη συμμετοχή της στους 12 που ήθελαν να φτιάξουν την κλειστή λίγκα, το ίδιο το κλαμπ, το φιζίκ του, κάνει τον Γερμανό να είναι ο εαυτός του. Ακόμα περισσότερο, αναζωογονεί τα κύτταρά του και μοιάζει να τον διατηρεί στην έκσταση της πρώτιστης ανακάλυψης για τον τρόπο που λειτουργεί το κλαμπ. Ακόμα προγενέστερα, για το πώς γίνεται να παιχθεί το παιχνίδι. Ο άνθρωπος που δεν είδε το γκολ του Ντίβοκ Ορίγκι στο μυθικό ημιτελικό του Champions League το 2019 με την Μπαρτσελόνα, το ξεγυριστό 4-0 που έστειλε τους Καταλανούς σπίτι περισσότερο απορημένους παρά απελπισμένους, ταιριάζει στον πάγκο της ομάδας όπως το μουστάκι στο πρόσωπο του Νίτσε. Επ’ ουδενί στην παρομοίωση, όμως, υφίσταται υπαινιγμός ότι προσομοιάζει τον Υπεράνθρωπο, άλλωστε από την πρώτη συνέντευξη Τύπου του ως τεχνικού της Λίβερπουλ προσδιόρισε τον εαυτό του ως «Ο φυσιολογικός». Πρόκειται, βεβαίως, για μία δήλωση που έχει τη μισή αλήθεια, πάντως σίγουρα είναι ο άνθρωπος της πόλης.

 

Οι ακριβές μεταγραφές

Έγιναν παικταράδες μαζί του

Βέβαια, αυτές τις εποχές δεν παίρνει ο προπονητής τις στράτες, όπως έκανε ο θρυλικός Μπιλ Σάνκλι, για να μοιράζει εισιτήρια στα βενζινάδικα. Ούτε, φυσικά, δουλεύει στο μυθικό δωματιάκι, ό,τι έκανε κατά κύριο λόγο ο πιο επιτυχημένος προπονητής στην ιστορία της Λίβερπουλ, Μπομπ Πέισλι, με το βοηθό του, Τζο Φάγκαν. Αν μη τι άλλο, δεν επιτρέπεται πια το… τσίτι τσατ με τα τεχνολογικά μέσα που διατίθενται, πάντως το σημείο που είναι κρίσιμο είναι ότι θα μπορούσε να τον φανταστείς να το κάνει.

Ο Κλοπ, βέβαια, δεν πάει με… σφεντόνες στον πόλεμο. Μεταγραφές μπορεί την τελευταία διετία να μην έχουν γίνει, όμως από τις 10 ακριβότερες στην Ιστορία της Λίβερπουλ, οι εφτά έχουν γίνει κατά τη διάρκεια της θητείας του: μόνο οι Ρομπέρτο Φιρμίνιο, Κρίστιαν Μπεντέκε, που έφτασαν το καλοκαίρι του 2018, λίγους μήνες πριν πιάσει στασίδι ο Γερμανός, και Άντι Κάρολ χωρούν στη δεκάδα, ενώ οι Βίρτζιλ φαν Ντάικ, Άλισον Μπέκερ, Ναμπί Κεϊτά, Φαμπίνιο, Ντιόγο Ζότα, Μοχάμεντ Σαλάχ, Σαντιό Μανέ είναι επιλογές του. Πάντως, αν και δεν αποτελεί ολότελα μυστήριο, οι τέσσερις πρώτοι είναι ένας καθαρός στόπερ, ένας τερματοφύλακας και δύο αμυντικοί μέσοι, με τον Βραζιλιάνο που έφτασε στο «Άνφιλντ» από τη Μονακό το 2018, να έχει τη δυνατότητα (και να το έχει κάνει λόγω της… αβύσσου των τραυματισμών των κεντρικών αμυντικών την περυσινή σεζόν) να παίξει κεντρικός αμυντικός.

Από την άλλη μεριά, δεν «έκλεψε» αυτούς τους ποδοσφαιριστές από μεγάλα κλαμπ που τους επιθυμούσαν διακαώς. Το καλοκαίρι του 2016, όταν όλοι νόμιζαν ότι η Λίβερπουλ θα προβεί σε μια μεταγραφική παλιγγενεσία, ο Κλοπ απέδειξε ότι σέβεται την οικονομική πολιτική του κλαμπ. Από τα ρεπορτάζ δεν προέκυψε ότι άσκησε πίεση με κάποιον τρόπο, μόνο που εκείνο το καλοκαίρι οι «κόκκινοι» πήραν στο Λιμάνι τον Σαντιό Μανέ από τη Σαουθάμπτον. Ήταν αθόρυβο και δεν δημιούργησε αίσθηση. Το επόμενο καλοκαίρι απέκτησαν τον Μοχάμεντ Σαλάχ, η θητεία του οποίου στην Τσέλσι δεν κρινόταν επιτυχημένη, ενώ, ναι, οι κεντρικοί αμυντικοί είναι περιζήτητοι, αλλά ουδείς κοστολογούσε 76,2 εκατομμύρια λίρες τον Βίρτζιλ φαν Ντάικ, όταν αποκτήθηκε επίσης από τους «Αγίους». Και ο λόγος δεν γίνεται καν για τον Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ, που βγήκε από τα σπλάχνα του συλλόγου, ή τον Άντι Ρόμπερτσον, που η ιστορία της απογείωσής του είναι η τυπική για ένα παιδί της εργατικής τάξης στη Βρετανία.

Επιπλέον, δεν ίδρωσε το αυτί του με τις αποδοκιμασίες για τον Τζόρνταν Χέντερσον, κράτησε τον Ορίγκι, ήθελε να παραμείνει ο Τζίνι Βαϊνάλντουμ, περίμενε μέχρι τελευταία στιγμή να μετανιώσει ο Φιλίπε Κουτίνιο: πλην του Ολλανδού, βρήκε στο κλαμπ τους υπόλοιπους, παρ’ όλα αυτά δεν δημιούργησε το λόγο για να «χτίσει» τη δική του ομάδα εξαρχής.

Αυτό που μάλλον γίνεται κατανοητό, είναι ότι οι ποδοσφαιριστές που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του Γερμανού, έφτασαν στο επίπεδο που βρίσκονται τώρα, σε ό,τι αφορά το κόστος, επειδή έγιναν τέτοιοι ποδοσφαιριστές μέσα από τη δουλειά τους με τον προπονητή τους και το τεχνικό επιτελείο του.

 

Αυτό σημαίνει περισσότερα

Ένας υπέροχος αφηγητής

Είναι έως και βέβαιον ότι, αν το διεκδικούσε, ο Κλοπ θα μπορούσε να κάθεται στον πάγκο της Μπάγερν Μονάχου ή της Ρεάλ Μαδρίτης. Ο ίδιος, ειδικά με τη θητεία του στην Ντόρτμουντ, έβαλε ηθελημένα ταφόπλακα στις πιθανότητες να τον διαλέξουν οι Βαυαροί και δεν θα μπορούσε να δει ποτέ τον εαυτό του να καταπιέζεται σε ένα σύλλογο που η ποδοσφαιρική ομάδα του έχει το παρατσούκλι «βασίλισσα». Φυσικά, δεν αυταπατάται, αλλά πιθανότατα οι διάλογοι με τη διοίκηση αρκούνται σε προσθήκες που πρέπει να γίνουν, επειδή έτσι θα καλυφθούν κάποια κενά, και όχι στην καθημερινή τριβή και την τάση για πολυτέλεια.

Εν ολίγοις, ναι, πρόκειται για ένα σύλλογο με αξία δισεκατομμυρίων στο χρηματιστήριο, είναι, όχι απλώς πειθήνιος αλλά, προσδιοριστικός για το σύστημα, αλλά ο Γερμανός έχει αποδείξει ότι για εκείνον το ποδόσφαιρο είναι το παιχνίδι του λαού -και είναι περιττό να ειπωθεί ότι στη Λίβερπουλ το έχει βρει.

Στο υπέροχο βίντεο «Αυτό σημαίνει περισσότερα», σε κάθε εκδήλωση πάθους και λαχτάρας, το δικό του αφήγημα αφορά εκείνους που επιστρέφουν από τη δουλειά και η χαρά τους είναι το «Άνφιλντ». Είναι σχεδόν συγκινητικός ο τρόπος που προσεγγίζει τις καρδιές τους, οι πανηγυρισμοί του φανατισμένου με τις διαρκώς ανορθούμενες γροθιές μπροστά στην κερκίδα των φιλοξενούμενων που βρίσκονται σε κατάσταση παραληρήματος για πάνω από 1,5 ώρα, είναι ένα ισχυρό επιχείρημα.

Και μπορεί να μοιάζει κάπως μελαγχολικό ότι μετά τη λήξη αυτής της σεζόν θα απομένουν μόλις δύο χρόνια για τη λήξη της θητείας του στον πάγκο της Λίβερπουλ, αλλά μόνο και μόνο αυτή η φράση προσδιορίζει το μέγεθος: δεν μοιάζει πιθανό να υπάρξει κάποιος που θα σκεφτεί να τον απολύσει. Επιπλέον, για αυτόν το λαμπερό οραματιστή με τις χρωματιστές προσδοκίες, το μεγαλύτερο ανδραγάθημα ως τώρα στη θητεία του δεν είναι η κατάκτηση του πρωταθλήματος ύστερα από 30 χρόνια, το Champions League του 2019, ο τρόπος που παίζει το ψευτοεννιάρι ο Φιρμίνο και το περίφημο gegenpressing. Είναι ότι, την εποχή των Σαουδαράβων και των Αμερικανών επενδυτών, του #againstmodernfootball και των χυδαίων χρηματικών ποσών -τα οποία, όμως, η αγορά σηκώνει και από τα οποία η Λίβερπουλ επωφελείται- δίνει το παιχνίδι εκεί που ανήκει: στον κόσμο.

Μια ψευδαίσθηση. Αλλά μία ωραία ψευδαίσθηση.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News