ΤΟ ΔΕΚΑ: Τα πρώτα γενέθλια του Ντιέγκο... χωρίς τον Ντιέγκο!

Ο μυθολογικός θεός γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1960. Mία μυθιστορηματική νουβέλα για τα γενέθλιά του

Ο Ρομάν έτριψε τα μάτια του. Τα γενέθλιά του πλησίαζαν και στο Σαν Φερνάντο είχαν ξεκινήσει να μιλούν για τον πιτσιρικά που είχε ιδιαίτερη σχέση με την μπάλα. Παρά το τρίψιμο, το βλέμμα του απέπνεε τη γνώριμη μελαγχολία. Η μεσημεριανή σιέστα είχε τελειώσει. Ο πατέρας του, Χόρχε, σκέφτηκε ότι η λέξη σιέστα ήταν ακριβής και το λογοπαίγνιο καθησυχαστικό. Ο Ρομάν πήγε στην μπάλα χωρίς να έχει οποιαδήποτε συνείδηση για την πράξη του. Ο Χόρχε τον εξέτασε προσεκτικά και αναρωτήθηκε φευγαλέα από πότε είχε να δει το γιο του να την πιάνει με τα χέρια. Η φέτα του ψωμιού με το βούτυρο και το μέλι, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, μπορούσε να περιμένει. Όλοι στην οικογένεια ήξεραν ότι θα το φάει. Όταν η μητέρα του θα τον πλησίαζε, ο μικρός θα παρατούσε την μπάλα και θα έτρεχε στην αγκαλιά της. Εκείνη, με ζαβολιά, θα τον οδηγούσε στο τραπέζι της κουζίνας. Θα έπιανε το ψωμί και θα του έδινε μια μπουκιά. Θα προσπαθούσε να φύγει τρέχοντας, ώστε να ξαναβρεί την αγαπημένη του. Τότε, η μάνα θα τον συγκρατούσε. «Ρομάν!» θα του φώναζε αυστηρά. Εκείνος θα κοντοστεκόταν, θα το σκεφτόταν για λίγο, θα κοίταζε πότε εκείνη και πότε τη φέτα και στο τέλος θα την άρπαζε και σχεδόν θα την κατάπινε χωρίς καν να την μασήσει, προκειμένου να επιστρέψει στο αγαπημένο του παιχνίδι.

Η φέτα με το ψωμί, το βούτυρο και το μέλι δεν ήταν εύκολη υπόθεση σε αυτό το διαμέρισμα του Σαν Φερνάντο.

***

Αυτήν τη φορά, όμως, η εξέλιξη ήταν διαφορετική. Ο Ρομάν πήγε πειθήνια προς βρώση, χωρίς να του το ζητήσει οποιοσδήποτε. Οι μπουκιές ήταν αργές. Έμοιαζε να θέλει να κάνει οτιδήποτε για να ξεχαστεί. Σε μία ώρα ο Χόρχε θα τον έπιανε από το αριστερό χέρι, στο δεξιό θα κρατούσε την μπάλα, και θα πήγαιναν στο σπίτι του φίλου του, Φερνάντο. Λίγη ώρα αργότερα, μέχρι να βολευτούν, θα άρχιζε ο προημιτελικός του Παγκόσμιου Κυπέλλου, με την Αγγλία. Η κάμερα θα έκοβε πάνω στον Ντιέγκο Μαραντόνα και ο Χόρχε θα ένιωθε δέος με το πρόσωπό του. Είχε την ισχυρή πεποίθηση ότι εκεί που κοίταζε -έμοιαζε να κοιτάζει μακριά- βρισκόταν μόνο ο Θεός.

Ο Ρομάν δεν το ένιωθε, ήταν σίγουρος για αυτό. Δεν το είχε βάλει ακόμη σε λέξεις, δεν χρειαζόταν να λέει πολλά. Οι προτάσεις του ήταν μικρές, αλλά η γλώσσα του ήταν μεγάλη. Ο Χόρχε ήθελε να μεγαλώσει την οικογένειά του, όμως δεν ήξερε πώς να συντηρήσει το μοναχοπαίδι του. Αυτήν τη στιγμή, όμως, το μυαλό του είχε συγχρονιστεί με εκείνο του γιου του. Βρισκόταν ήδη στη φυσούνα του «Αζτέκα», τριγυρνούσε ανάμεσα στους τοίχους και βρισκόταν δίπλα στον Κάρλος Μπιλάρδο. Τι να τους έλεγε άραγε; Δώστε την μπάλα στον Μαραντόνα και φύγετε από τη μέση; Τσακίστε τους μπάσταρδους; Ο Χόρχε δεν ήταν από τους θαυμαστές του Μπιλάρδο, αλλά ένιωθε μια ένοχη απόλαυση στη σκέψη ότι όλος ο κόσμος είχε μια αντιπάθεια για τον τρόπο που έπαιζε η Αργεντινή. «Όλοι έχουν γίνει πια ιεραπόστολοι των τεχνών και νοιάζονται για τα υψηλά ιδανικά», σκεφτόταν ενώ ξεφύλλιζε την «Ole». Ο Ρομάν, πάντως, δεν νοιαζόταν για κάτι τέτοιο. Τα μάτια του κλείδωναν στον τύπο με το νούμερο 10, που ακουμπούσε την μπάλα με μια χάρη που ακόμα και εδώ, στη χώρα της ποίησης και του τάνγκο, δεν θα μπορούσες να βρεις εύκολα. Ο μικρός δεν νοιαζόταν, πάντως να καταλάβει για ποιο λόγο ένιωθε αυτόν το θαυμασμό, που άγγιζε τη λατρεία, για τον βραχύσωμο βασιλιά της Αργεντινής. Αυτό που τον ένοιαζε και το δοκίμαζε για ώρες με τον Φερνάντο στην αυλή του σπιτιού του, ήταν να διπλώνει το δεξί πόδι του πίσω, να του έρχεται η μπάλα από ψηλά και να την σταματάει με το τακούνι. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν καταστροφικό και η επανάληψη τέτοια, που ο πατέρας του ανησυχούσε για το τι θα μπορούσε να αφήσει στον ψυχισμό του παιδιού. Ο Ρομάν αντιλαμβανόταν την αγωνία του και, στο ποσοστό που τον ενδιέφερε, του εξηγούσε, δίχως καν να αρθρώσει λέξη, μόνο με τους αμφιβληστροειδείς, ότι δεν υπήρχε κίνδυνος.

***

«Θα νικήσουμε, το ξέρω», φώναξε τραγουδιστά ο Κάρλος με το που άκουσε την εξώπορτα να ανοίγει. «Πώς θα σταματήσουν οι Άγγλοι το δέκα; Το δέκα θα τους λιώσει, το δέκα θα τους συντρίψει», φώναζε τραγουδιστά, λες και βρισκόταν στο «Μονουμεντάλ» και αφιέρωνε καντάδες αγάπης στον Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες.

Ο Χόρχε, όλο αυτόν τον Ιούνιο, παρατηρούσε με ενδιαφέρον τον Κάρλος να μην προφέρει τη λέξη Μαραντόνα. Ο φίλος του δεν χρειάστηκε να του εξηγήσει. Όπως συνέβαινε με τους γιους τους, ήταν από παιδιά μαζί και ο άγραφος νόμος των μακρόχρονων γνωριμιών είναι ότι οι περισσότερες απορίες δεν προφέρονται. Σε αυτήν την περίπτωση, τον καταλάβαινε. Υπήρχε ένα θρησκευτικό δέος στο πρόσωπό του, που βέβαια έμοιαζε με εκείνο το ασφυκτικό μίσος που παρομοίως κάνει τους ανθρώπους να μην λένε ονόματα. Για τον Κάρλος, ακόμα και η εκφορά του ονόματος θα έμοιαζε με ύβρη. «Τι θα γίνει αν πάρουμε το Παγκόσμιο Κύπελλο;» αναρωτήθηκε ο Χόρχε.

Ο Κάρλος συνέχιζε να ψήνει τις ντροπιαστικά μεγάλες μπριζόλες που πήρε από το χασάπικο του Πάμπλο. Όλο το Σαν Φερνάντο περνούσε από το κρεοπωλείο και ο ιδιοκτήτης τούς αποκαλούσε όλους με τα μικρά ονόματα. Εκείνη τη μέρα, ο Κάρλος πρόλαβε οριακά να αγοράσει το κρέας και τις πατάτες από το μανάβικο της Ραμόνα, δέκα μέτρα πιο πέρα, για να ταΐσει τους καλεσμένους του. Τα φύλλα παρέμεναν κίτρινα και ο αρχιτέκτονας από τη Σάντα Φε συνειδητοποιούσε πως ερχόταν η άνοιξη όταν ο Φερνάντο έμπαινε στο σπίτι και φώναζε εκστασιασμένος «πρασίνισαν». Ο γιος του παρατηρούσε τα πάντα. Την πρώτη φορά που ο Χόρχε άκουσε αυτήν την πληροφορία, αντέδρασε σαν να του μιλούσε εξωγήινος, με μια απορία που δεν μπορούσε να κρύψει από το πρόσωπό του. Ο δικός του γιος ασχολούνταν μόνο με την μπάλα. Τον ρωτούσε το πρωί για τα παιχνίδια που είχε χάσει τη νύχτα. Ήταν, ουσιαστικά, η μόνη τρυφερή στιγμή που είχαν οι δυο τους κατά τη διάρκεια της μέρας. «Σκόραρε ο Μποτσίνι;», ήταν η μόνιμη ερώτηση όταν έπαιζε αργά η Ιντεπεντιέντε, διατυπωμένη χωρίς αγωνία ή συναισθηματισμό. Αν ήταν στενοχωρημένος που ένας από τους ήρωές του δεν είχε παίξει ακόμη στο Παγκόσμιο Κύπελλο, μαζί με τον απόλυτο ηγέτη της ομάδας, δεν το έδειχνε. Ή, μάλλον, μειδίασε ο Χόρχε, έδειχνε πάντα στενοχωρημένος, αν και το χαμόγελό του έκανε το χώρο να λάμπει και του έδινε στ’ αλήθεια, χρώματα. Η αντιστοιχία του μελαγχολικού προσώπου με τη χαμογελαστή προέκτασή του τρόμαζε τον πατέρα του. Ήταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι.

***

Ο Κάρλος δεν παράτησε ποτέ τον Χόρχε. Παρά τους αντίθετους δρόμους και τις δυσκολίες του τελευταίου, παρά το ταλέντο του πρώτου στα σχήματα και την επαγγελματική άνθισή του για τα έργα που ανατίθεντο από όλη τη Λατινική Αμερική, η φιλία τους έμεινε δυνατή στο πέρασμα του χρόνου. Για κάποιο λόγο, ο Κάρλος ήθελε να τον βλέπει σχεδόν καθημερινά και ο Χόρχε παρέβλεπε να του μιλά για τη δική του ρουτίνα, μια ζωή που δεν είχε άνεση και που πολύ συχνά τα προβλήματα έμοιαζαν με αδιέξοδο. Ο Κάρλος τον πίεζε και ο Χόρχε έσπαζε με πολύ κόπο, ακριβώς επειδή ένιωθε ευγνωμοσύνη για το απλούστατο γεγονός ότι τον είχε επιλέξει. Ήταν βέβαιος πως επρόκειτο για επιλογή, η οποία, μάλιστα, δεν υπαγόταν στη συνήθεια της μακρόχρονης γνωριμίας.

Ο Χόρχε τον ευχαριστούσε για αυτό, αν και ο Κάρλος από πολύ νωρίς τού το είχε ξεκόψει. Ο πατέρας του Ρομάν θυμόταν πάντα ότι με το παιδί μία μέρα νεογέννητο και τον ίδιο στο νοσοκομείο, δίπλα στη γυναίκα του, ο Κάρλος έφτασε αποφασισμένος να δει μαζί του τον τελικό στο «Μονουμεντάλ», απέναντι στην Ολλανδία. Ο Χόρχε αναρωτιόταν αν εκείνο που του είχε πει ο Χαβιέρ, ότι ο Κάρλος είχε εισιτήρια για τον τελικό, τα οποία χάρισε για να είναι μαζί του, ίσχυε. Προσπαθούσε να του το φέρει εμμέσως ή ενδεχομένως να περίμενε ότι θα του το χτυπούσε όταν αρπάζονταν, αλλά αυτό δεν συνέβη. Αντιθέτως, μετά τα δύο γκολ του Κέμπες και το ένα του Μπερτόνι, το δοκάρι του Ρένζεμπρικ και το σφύριγμα του Γκονέλα, κατέβηκαν στο προαύλιο και ήπιαν ένα μάτε, ενώ κάπνιζαν ένα τσιγάρο. Πού και πού, ο ένας κοιτούσε τον άλλον και χαμογελούσαν με το ηλίθιο χαμόγελο που έχουν οι ονειροπόλοι, εκείνο που πρέπει να είναι σε πλήρη παράθεση για να μην είναι εκνευριστικό. Ο Κάρλος έφυγε και ο Χόρχε ήξερε ότι ήθελε να το κάνει πολλή ώρα πριν, ήθελε να ουρλιάξει, αλλά συγκρατήθηκε. Τι έκανε εκείνο το βράδυ, επίσης ο Χόρχε δεν έμαθε. Η πορεία στο Μπουένος Άιρες συγκέντρωσε χιλιάδες ανθρώπους.

***

Ο Φερνάντο και ο Ρομάν κάθονταν αμίλητοι στον ευρύχωρο καναπέ. Η συνεννόηση είχε επιτευχθεί, χωρίς κάποιο από τα τέσσερα αγόρια να έχει αναγκαστεί να κάνει παρατήρηση. Ο Ρομάν καθόταν στην αριστερή γωνία, με το αριστερό χέρι του, στο μέρος του μπράτσου, να αγγίζει το κράτημα και την παλάμη του στο πρόσωπό του. Ο Φερνάντο καθόταν δίπλα του, αλλά κάπως αποστασιοποιημένα και με ροπή του σώματός του προς τα δεξιά, σαν να μην ήθελε να ενοχλεί το φίλο του, σαν να προσπαθούσε να γίνει αόρατος. Ο Κάρλος καθόταν δίπλα του και ο Χόρχε βρισκόταν στη δεξιά γωνία. Το κρέας και οι πατάτες μοσχομύριζαν και όπως κάθε φορά, ο Κάρλος είχε ψήσει για 20 άτομα. Στο τραπέζι υπήρχαν οι δύο πιατέλες και ένα μικρό πιατάκι. Ο Ρομάν έτρωγε μόνος του, οι υπόλοιποι έτρωγαν από μέσα. Οι μπριζόλες ήταν κομμένες, εκτός από μία. Όταν γινόταν το πρώτο πλάγιο την αναμέτρησης ή η μπάλα έφευγε άουτ, ο Ρομάν έπαιρνε την μπριζόλα και μερικές πατάτες και συνέχιζε να κάθεται στη γωνία του. Μερικές φορές ξεχνιόταν και το φαΐ του μπορεί να έμενε άθικτο μέχρι το 70’. Με την Ιταλία, στο 1-1, έφαγε την τελευταία μπουκιά του μετά τη λήξη του ματς. Με την Παραγουάη, από την άλλη, στο 3-0 για τη φάση των «16», είχε τελειώσει από το 20’.

Ο Κάρλος άνοιγε την τηλεόραση πάντα 3 λεπτά πριν αρχίσει το παιχνίδι. Δεν ήθελε να μεταδώσει την παράνοιά του, οπότε κοίταζε το ρολόι του δύο φορές, για να μη δημιουργεί άγχος στους καλεσμένους του. Σήμερα έπιασαν, με περίπου 10 λεπτά να απομένουν, με τον Χόρχε την κουβέντα, μιλώντας με περισσότερη ένταση και μεγαλύτερο στόμφο από ό,τι συνήθως -και όχι για ποδόσφαιρο. Ο Κάρλος τού έλεγε για τον παλιό συμμαθητή τους, τον Γκαμπριέλ, που άνοιξε μαγαζί με πλαστικά είδη στην Αβεγιανέδα. Ο Χόρχε υποκρινόταν ότι τον παρακολουθούσε με προσοχή, όμως ο στόχος και των δύο ήταν να κρύψουν το αγκομαχητό και το ξεφύσημα. Δεν το έκαναν. Ο Ρομάν τούς κοίταζε με απάθεια, ίσα ίσα για να τους υπενθυμίσει ότι καταλάβαινε πώς ένιωθαν.

Η πρώτη σύνδεση με το «Αζτέκα» έγινε τρία λεπτά πριν αρχίσει το ματς. Οι κουβέντες κόπηκαν και τώρα ακούγονταν μόνο οι ανάσες. Ο Χόρχε το ήξερε ότι δεν θα είχαν να πουν πολλά. Σταύρωσε τα δάχτυλά του και σκέφτηκε το βλέμμα του Μαραντόνα στο υπερπέραν. Ο Τυνήσιος Αλί μπιν Νασέρ έβαλε τη σφυρίχτρα στο στόμα και ο ήχος που ακούστηκε έμοιαζε με το υπερεπείγον ασθενοφόρου.

Το παιχνίδι άρχισε.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News