ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΡΑΪΝΔΡΟΣ: Ναι, αλλά τον Φαν' τ Σχιπ ποιος τον έφερε;
Η πρόκριση δεν χάθηκε χθες βράδυ απέναντι στην Ισπανία. Οι προκρίσεις χάνονται όσο οι επικεφαλής δεν αποφασίζουν το όραμά τους για την Εθνική
Αλήθεια, ποιος θα αναλώσει το χρόνο του για να αναλύσει το χθεσινό παιχνίδι με τους Ισπανούς. Η κακή μας η μοίρα μας έφερε να παίζουμε “τελικό” με μία ομάδα, ποιοτικά κλάσεις ανώτερη από εμάς, που και η ίδια “καιγόταν” για τη νίκη για να μη μπει σε μπελάδες.
Οι εποχές Κώστα Πρέκα, ελάτε να τα πάρετε, τελείωσαν. Ομάδες σαν την Ισπανία τις κερδίζεις, ή έστω είσαι αξιοπρεπής απέναντί τους, με υπερβατικές εμφανίσεις. Τέτοια ήταν της Εθνικής στο πρώτο μέρος του αγώνα με τη Σουηδία την προηγούμενη αγωνιστική, τέτοια ήταν στο πρώτο ματς με τους Ισπανούς στην πορεία των προκριματικών.
Συνολικά η ελληνική ομάδα είχε μία εικόνα “κρύο-ζέστη”. Ανταγωνιστική με τους μεγάλους, απρόβλεπτη με τους λεγόμενους μικρούς. Σοβαρή και πειθαρχημένη όταν ήθελε, προβληματική όταν δεν μπορούσε. Οχι, η πρόκριση δεν χάθηκε χθες βράδυ απέναντι στην Ισπανία. Η πρόκριση χάθηκε όταν η Εθνική μπήκε σε αυτό τον “μαραθώνιο” της προκριματικής φάσης με το λεγόμενο “πλάνο Κατάρ” χωρίς να ξέρει τι θέλει, κυρίως αυτός που ήταν στην άκρη του πάγκου.
Ο Τζον Φαν’ τ Σχιπ ή φαν Σιπ ή όπως λέγεται τέλος πάντων (έχουμε προπονητή που ακόμα δεν ξέρουμε πώς προφέρεται) δεν αξίζει να πάρει όλο το ανάθεμα για τον αποκλεισμό από ακόμα μία τελική φάση. Αλλά τουλάχιστον να μας εξηγήσει, είτε μείνει είτε αποχωρήσει, τι ακριβώς είχε στο μυαλό του όταν άρχιζαν τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ήθελε να παρουσιάσει ένα ανταγωνιστικό γκρουπ κι ας έμενε εκτός τελικών; Ήθελε να “χτίσει” μία ομάδα για το μέλλον; Ήθελε να περάσει στα τελικά; Ή απλώς ήθελε μία αξιοπρεπή πορεία χωρίς διασυρμούς και φιάσκο; Ο,τι και αν ήθελε, πάντως, τίποτε από αυτά δεν κατάφερε.
Και είναι κρίμα γιατί παίκτες έχουμε. Δεν είμαι από τους ισοπεδωτικούς ούτε από τους ρομαντικούς του στιλ “πού ‘σαι ρε Ρεχάγκελ ή πού είναι η ομάδα του 2004”. Αν τα βάλετε κάτω, ατομική ποιότητα έχει μεγαλύτερη αυτή η Εθνική από εκείνη του θριάμβου στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Και ναι αυτό το γράφω με γεμάτο στομάχι, καθαρό μυαλό και απόλυτη συναίσθηση. Τι να το κάνεις, όμως, αν ο Τσιμίκας, για παράδειγμα, είναι καλύτερος του Φύσσα ή αν ο Μασούρας είναι καλύτερος του Γιαννακόπουλου όταν δεν ξέρεις πώς να τους διαχειριστείς;
Ας πάρουμε, επιτέλους, ως παράδειγμα την Εθνική του ’04. Όχι για ό,τι κατάφερε, αλλά για τη διαδρομή που ακολούθησε για να το καταφέρει. Σταθερότητα, συνέπεια, διάρκεια, προσήλωση και “κορμός”. Το τελευταίο να το έχετε στο μυαλό σας αν ποτέ κάνετε τη σούμα για να δείτε πόσοι έχουν παίξει τα τελευταία χρόνια στην Εθνική ομάδα.
Όλα τα παραπάνω, όμως, είναι “λόγια του αέρα” αν δεν μας πει η “κεφαλή” τι θέλει από την Εθνική ομάδα και πώς ακριβώς την έχει στο μυαλό της. Γιατί και ο Γκαγκάτσης κάποτε έλεγε πως δεν πάμε πουθενά με τον Ρεχάγκελ, αλλά όταν έπρεπε τον πίστεψε γιατί υπήρχε ένα πλάνο. Αν, λοιπόν, στηρίξουν τον φαν Σιπ οφείλουν να μας εξηγήσουν το γιατί και ποιο είναι το σχέδιο για το περιβόητο restart που χάνεται στα βάθη των χρόνων. Εκεί, το 2014, στην αρχή του τέλους. Στις κλειστές βαλίτσες του Φερνάντο Σάντος κατά την αποχώρησή του που είχαν μέσα και τα τελευταία καλά χρόνια του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Και ιταλικά δοκιμάσαμε, από τότε, και κάτι από το παρελθόν και την πίστη μας στο Θεό επιλέξαμε ως… τακτική προσέγγιση και ολλανδικό μοντέλο ακολουθήσαμε, αλλά προκοπή δεν είδαμε. Το ψάρι, λοιπόν, βρωμάει από το κεφάλι όπως λέει ο θυμόσοφος λαός.