ΣΟΧΕΪ ΟΧΤΑΝΙ: Η υπόσχεση στο σημειωματάριο
Ο MVP της Major Baseball League έκανε αυτό που ήθελε, όταν το ήθελε
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα ως παιδί, να λέει στην κάμερα ότι «θέλω να κερδίσω το Παγκόσμιο Κύπελλο», είναι μια σκηνή που προσθέτει μερικούς κόκκους αστερόσκονη στο θρύλο του Αργεντινού. Ο «Πελούσα», ήταν δεν ήταν 10 ετών, ήξερε τη μοίρα και το ριζικό του εντός αγωνιστικού χώρου, διότι εκτός δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα γινόταν. Επρόκειτο για μία υπόσχεση που τηρήθηκε πάνω στην ώρα. Ο Μαραντόνα δεν είχε κλείσει καν τα 26 το καλοκαίρι του 1986, όταν η Αργεντινή νίκησε στο Μεξικό τη Δυτική Γερμανία 3-2.
Προφανώς, όμως, στη στατιστική αυτή η εικόνα της υπόσχεσης είναι ένα σπάνιο φαινόμενο όσο σπάνιος είναι και ο πομπός. Ο Μαραντόνα δεν είναι ο μόνος που έχει πει ότι θα κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο σε τόσο νεαρή ηλικία, οι μεγαλοστομίες είναι ίδιον εκείνου του διαστήματος της ζωής. Ο κόσμος είναι ακόμη ένας πλανήτης παιχνιδιών, δεν έχει καν αρχίσει, που λέει ο λόγος, η απορρόφηση ενέργειας. Η συντριπτική πλειονότητα εκείνων που το έχουν πει, δεν το έχουν κανει. Ο Μαραντόνα ανήκει σε μια σπάνια κατηγορία.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Σοχέι Οχτάνι. Ο Ιάπωνας έγραψε στο σημειωματάριό του, πριν από αρκετά χρόνια και ενώ είχε ξεκινήσει την ενασχόλησή του με το μπέιζμπολ, ότι στα 27 του θα γίνει ο MVP της λίγκας. Το έκανε ομόφωνα, ο πέμπτος παίκτης μετά το 2000 που το καταφέρνει. Ο μόλις πέμπτος, όπως σημείωσε το CNN, με το επίρρημα να δείχνει ότι σε σχέση με το ΝΒΑ, που έχει γίνει μία φορά όλη κι όλη, με τον Στεφ Κάρι -κι άλλη μία, το 2001, ο Σακίλ Ο’ Νιλ έχασε για μία ψήφο, η οποία πήγε στον Άλεν Άιβερσον, το ομόφωνο- ο βαθμός δυσκολίας είναι κατά πολύ μικρότερος.
Ο Οχτάνι είναι 27 και μόλις (να το πάλι) ξεκινάει.
Ποπ κορν και άλλες ιστορίες αγάπης
Το χαλαρό τρέξιμο μετά το home run
Αυτή δεν είναι η στήλη που θα οικτίρει το μπέιζμπολ. Τουναντίον, πρόκειται να μοιραστεί μια διαστροφή με τον αναγνώστη, εκείνη της βαθιάς ικανοποίησης όταν βλέπει τον hitter να τρέχει μετά το χτύπημα που φέρνει το home run.Το μπαλάκι φεύγει με δύναμη από το ρόπαλο και ταξιδευεί προς την κερκίδα, στην οποία οι φίλαθλοι… σκοτώνονται για το ποιος θα πάρει την καλύτερη θέση για να το πιάσει. Την ίδια στιγμή, ο μόρτης που εξαπέλυσε το ιδανικό χτύπημα, αφήνει το ρόπαλο να κυλήσει από το χέρι του, σαν finger roll στο μπάσκετ, και φεύγει από την πρώτη βάση για να κάνει το γύρο εν μέσω πανζουρλισμού.
Αυτή δεν είναι η πιο δραστήρια στιγμή ενός παιχνιδιού μπέιζμπολ, αλλά από τις πιο δραστήριες. Το σπορ δεν έγινε τυχαία ένα από τα αγαπημένα, ενδεχομένως το αγαπημένο, των ΗΠΑ και γενικώς της Αμερικής, όπως, άλλωστε, αναδεικνύεται από την αδυναμία που του είχε ο Φιντέλ Κάστρο. Είναι ένα οικογενειακό σπορ, που απεικονίζει μια κουλτούρα η οποία, ακόμα κι αν οι συντηρητικοί άρπαγες έχουν οικειοποιηθεί, έχει ζεστασιά.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι το παιχνίδι με το οποίο μπορεί όλη η οικογένεια να τρώει στον καναπέ φαγητά που μαγειρεύονται την ώρα που γίνεται. Επειδή η δράση είναι σπάνια και οι στιγμές που κάποιος θα σηκωθεί από την καρέκλα του λίγες, ένα παιχνίδι είναι ωραίο να το παρακολουθείς κυρίως εθιμοτυπικά. Τα διαλείμματα είναι πολλά, για να διακόπτεται η ροή, ώστε οι φίλαθλοι να μπορούν να… φρεσκάρονται και να περιμένουν.
Εξάλλου, ο κύριος λόγος που στις ΗΠΑ δεν έγινε ποτέ πιασάρικο το ποδόσφαιρο είναι ότι πρόκειται για ένα σπορ που έχει ένα διάλειμμα 15 λεπτών και δύο μέρη τουλάχιστον 45 λεπτών, κατά τα οποία πάντα χάνεις κάτι αν σηκωθείς από την καρέκλα σου. Κι αν τείνει κάποιος στο να οικτίρει τη ραθυμία, θα πρέπει να αναλογιστεί ότι συνολικά ο αθλητικός κόσμος έχει ροπή προς το μπέιζμπολ περισσότερο, παρά στο ποδόσφαιρο όπως το γνωρίζαμε. Ακόμα και τα τάιμ άουτ στον αγωνιστικό χώρο στις μεγάλες διοργανώσεις προς την ξεκούραση του οπαδού συντείνουν. Επιπροσθέτως, τα τεχνολογικά μέσα εδώ και χρόνια προδίδουν, τουλάχιστον στα σπορ, ότι ο θεατής δεν θα δει ποτέ ένα παιχνίδι ολόκληρο. Εν ολίγοις, το θέαμα που προσφέρεται πρέπει να είναι συγκεντρωμένο σε μικρά διαστήματα -ή γρήγορο.
Η κατηγορία των Ιαπώνων
Το παράδειγμα του Ιτσίρο Σουζούκι
Στο πλαίσιο της προσοχής ενός αντικειμένου που έρχεται κατά πάνω σου, οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες είναι άφταστοι. Η αυτοκρατορία της Κίνας στην επιτραπέζια αντισφαίριση και ο ανταγωνισμός της Ιαπωνίας αποδεικνύουν του λόγου το ασφαλές. Σε τέτοια σπορ, η πλειονότητα των αθλητών μοιάζει να βλέπει το μπαλάκι να κινείται σε πιο χαμηλή ταχύτητα από την πραγματική.
Οι Ιάπωνες έχουν, με τη σειρά τους, αγάπη στο μπέιζμπολ, είναι, άλλωστε, «χρυσοί» ολυμπιονίκες σε Άντρες, αν και ο Οχτάνι δεν έπαιξε λόγω MLB, και Γυναίκες (έστω και ως σόφτμπολ) την οποία οι Κινέζοι προφανώς δεν ασπάζονται, αφού πρόκειται για μια χώρα με κομουνιστικό πολίτευμα, η οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να ασχοληθεί με αυτό το ιμπεριαλιστικό σπορ. Σε επαγγελματικό επίπεδο, είναι αρκετοί οι Ιάπωνες που έχουν βρει τη θέση τους στη λίγκα. Μέχρι ο Οχτάνι των 193 εκατοστών και των 95 κιλών κερδίσει το MVP και αναγκάσει τους κυβερνήτες του Τόκιο να φωταγωγήσουν το κέντρο της πρωτεύουσας με τα χρώματα των Έιντζελς, την Παρασκευή 19 Νοεμβρίου, ο Ιτσίρο Σουζούκι ήταν ο μόνος Ιάπωνας που είχε κερδίσει το βραβείο του MVP, παίζοντας για τους Σιάτλ Μάρινερς.
Ο Οχτάνι, με το νούμερο 17 στην πλάτη, έχει αποτίνει τα δέοντα στον πρόδρομό του, μάλιστα πιθανολογείται ότι από τότε ξεκίνησε να υφαίνει τον ιστό του για να κάνει αυτήν την ιστορική χρονιά. Το 1 στο λήγοντα του έτους μοιάζει καρμικό: το 2001 κέρδισε ο γεννημένος στο Νισικασουγκάι παίκτης το βραβείο, το 2021 ο Οχτάνι, το 1921 ο Μπέιμπ Ρουθ ήταν ο τελευταίος που, με την εμβληματική φανέλα (παραβλέποντας ότι μοιάζει με πιτζάμα) των Νιου Γιορκ Γιάνκις ξεκίνησε σε βασικό σχήμα ως hitter και ως pitcher (δηλαδή εκείνος που ρίχνει το μπαλάκι). Ο Ιάπωνας το έκανε ξανά τώρα και, αν απορεί κάποιος για ποιο λόγο έπρεπε να περάσει ένας αιώνας για να γίνει αυτό, μάλλον συνέβη επειδή το τεχνικό τιμ των Έιντζελς, των οποίων το πλήρες όνομα είναι Λος Άντζελες Έιντζελς του Άναχαϊμ, επειδή έδρευαν στο τελευταίο από το 1997 έως το 2004 και η πόλη τους… παραχώρησε στην Καλιφόρνια με τη συμφωνία να βρίσκεται κάποιος το όνομά του, είναι μάλλον παράδοση.
Ο «σχεδιασμένος νόμος» του hitter
Αν δεν χτυπάς, ξεκουράσου
Σε κάποια, σχεδόν αδιόρατη, φάση, οι Τζάιαντς αποφάσισαν ότι ο Ρουθ θα χρησίμευε περισσότερο ως hitter… σκέτο, παρά ως pitcher. Έτσι, ενώ έπαιζε σε κάθε παιχνίδι, οι Τζάιαντς τον χρησιμοποιούσαν με την τελευταία ιδιότητα σε κάθε τέταρτο παιχνίδι -και σε αυτό δεν ήταν hitter. Ο νόμος σχεδιάστηκε πάνω σε αυτήν την απόφαση και έδωσε την ευκαιρία στις ομάδες να μη χρησιμοποιούν με άλλη ιδιότητα τα παιδιά με το ρόπαλο, εφ’ όσον δεν επιθυμούσαν. Υπήρξαν αρκετοί θρύλοι του μπέιζμπολ που λογίζονταν ως εξαιρετικοί pitchers και αυτό δεν έγινε το επίνειο των διακρίσεών τους, επειδή ήταν ακόμα καλύτεροι hitters.
Ο Οχτάνι, που μοιάζει ακούραστος, ήρθε να το αλλάξει αυτό. Μείζον πλάνο στα αφιερώματα που έχουν γίνει για τη σπουδαία χρονιά που έχει κάνει, με τα 46 home runs, είναι να ρίχνει το μπαλάκι και να γίνεται ο αποδέκτης του. Από μικρός, ο Οχτάνι ήταν πάντα ο καλύτερος παίκτης της ομάδας του, είτε επρόκειτο για το λύκειο του Χαναμάκι-Χιγκάσι είτε για τους Χοκάιντο Νίπον-Χαμ Φάιτερς, που έπαιζαν στη λίγκα του Ειρηνικού, είτε από το 2018 για τους Έιντζελς. Ο τελευταίος της ομάδας που κέρδισε το MVP και μάλιστα τρις (2014, 2016, 2019), Μάικ Τράουτ, αποθέωσε τον Οχτάνι λέγοντας ότι «το να βλέπεις έναν παίκτη να χτυπά ρίχνει οκτώ innings, να κάνει home run, να κλέβει βάση και να παίζει δεξιά στο γήπεδο ήταν απίστευτο». Σε 155 παιχνίδια, ο Οχτάνι είχε 46 home runs και 26 κλεμμένες βάσεις, με άλλα τόσα διπλά και οκτώ τριπλά.
Ποιος ξέρει, τώρα, τι σημαίνουν όλα αυτά… Σημασία έχει να πραγματοποιείς αυτά που γράφεις στο σημειωματάριό σου ότι θέλεις να καταφέρεις μελλοντικά -κι αν αυτό συμβαίνει τι στιγμή που το προβλέπεις, συγχαρητήρια: είσαι ένας θρύλος στην κατηγορία σου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Γιουρτσεβέν: «Στην έδρα μας θα τους κάνουμε ένα κατάλληλο καλωσόρισμα»
- Τζίμας: Σκόραρε και πάλι με πανέμορφο τελείωμα (video)
- Ολυμπιακός: Κορυφαίος στον πλανήτη ο Χρήστος Μουζακίτης!
- Ολυμπιακός: Η απίθανη στιχομυθία του Ρόντινεϊ με τον Φορτούνη!
- Καλλιθέα-Πανσερραϊκός 1-2: Ο Μπετανκόρ ξέρανε τους γηπεδούχους στο 92'