Ματίας Ζίντελαρ: Ο εκπρόσωπος του «ποδοσφαίρου των καφέ» ήταν ένας γνήσιος αντιστασιακός

Ο θάνατος του Ματίας Ζίντελαρ στην προσαρτημένη Αυστρία, στις 23 Ιανουαρίου 1939, παρουσιάστηκε ως αυτοκτονία. Ουδείς το πιστεύει.

Ατύχημα, αυτοκτονία ή δολοφονία; Από τις 23 Ιανουαρίου του 1939, ημερομηνία κατά την οποία ο Ματίας Ζίντελαρ βρέθηκε νεκρός στο σπίτι της Καμίλα Καστανιόλα, Ιταλίδας φίλης του, στη Βιέννη, έχουν παρέλθει πια 83 χρόνια. Είναι ανέλπιδο να υπολογίζεται ότι κάποια στιγμή θα βρεθούν στοιχεία τα οποία θα αναδεικνύουν ακριβώς αυτό που συνέβη.

Ένα από τα επουσιώδη κεφάλαια στην Ιστορία του αυστριακού ποδοσφαίρου, ο Ζίντελαρ ψηφίστηκε, 65 χρόνια μετά το θάνατό του, το 2004, ο κορυφαίος Αυστριακός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.

Ίσως είναι ο μόνος προπολεμικός που λογίζεται ακόμη ως τέτοιος σε μία χώρα. Κι αυτό, ενδεχομένως επειδή οι συμπατριώτες του εκτίμησαν το ποδόσφαιρο ως φιλοσοφικό ατέρμονο, ως στάση ζωής η οποία δεν επιδεχόταν πλαίσια προκειμένου να σταθεί σε μια συζήτηση υψηλής διάνοιας.

Επρόκειτο για έναν επιθετικό που το σουλούπι του άλλαξε την κοσμοθεωρία για το πώς πρέπει να είναι ο φορ. Της έδωσε μια υπόσταση η οποία έπρεπε, πριν και πέρα από όλα, να έχει πάνω της τη σφραγίδα του Ηνωμένου Βασιλείου, τη βρετανική αποδοχή.

Κι αυτή ήρθε στο λυκαυγές της τέταρτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Μιας εποχής τόσο ευαίσθητης και εύθραυστης, ακόμη συμπλεγματικής από έναν πόλεμο ο οποίος καινοφανώς χαρακτηρίστηκε Παγκόσμιος, που θα χρειαζόταν ελάχιστα, όπως αποδείχθηκε, για να της δημιουργήσει ρωγμές.

Ο Ματίας Σίντελαρ θεωρείται ο πρώτος φορ που τραβήχθηκε έξω από την περιοχή προκειμένου να δημιουργήσει χώρους για τους συμπαίκτες του

Η 16η Μαΐου θεωρείται ημερομηνία παλιγγενεσίας για το ποδόσφαιρο συνολικά. Ήταν το 1931 και στη Βιέννη, η Αυστρία αντιμετώπιζε τη Σκωτία σε φιλικό. Οι Σκωτσέζοι θεωρούνταν μία από τις υπερδυνάμεις του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Είχε γίνει το πρώτο παιχνίδι εθνικών ομάδων εκεί και είχαν ένα ισχυρό αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.

Στην Αυστρία, όμως, όπως έγραψε ο Τζόναθαν Γουίλσον στο βιβλίο του «αντιστρέφοντας την πυραμίδα», το ποδόσφαιρο άνθιζε στα καφέ. Στο «Ρινγκ» καφέ, στα μέσα της δεκαετίας του ’20, οι συζητήσεις έφεραν τη «Βούντερτιμ». Εκεί ήταν που αναλύθηκε, έως ότου πάρει μυθικές διαστάσεις, η περίπτωση του Ματίας Ζίντελαρ.

Μέχρι τότε, τόποι συζήτησης ήταν οι αγγλικές παμπ. Ήταν και χωροταξικό ζήτημα. Η ιδέα ήταν το ίδιο το παιχνίδι -και οι υπόλοιποι που το έπαιζαν το έκαναν χωρίς να πολυμιλάνε για αυτό. Για κάποιο λόγο, ήταν σημαντικό να μην αναλύεται στα όρθια.

Αλλά στην κεντρική Ευρώπη, στο κομμάτι της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, το ποδόσφαιρο βρισκόταν στην ευάερη και ευήλια, όχι ακριβώς ασορτί με τον καιρό, θέση να γίνεται ζήτημα της μεσαίας τάξης. Για να συμβεί αυτό, έπρεπε να αποτυπωθεί ως πνευματικό ζήτημα, που θα απασχολούσε τα μεγάλα μυαλά της χώρας.

Η θρυλική Wundertim του Ούγκο Μάισλ

Ο συγχρωτισμός στα καφέ, τα οποία μοιράζονταν και καταλαμβάνονταν από τους φίλους των αυστριακών ομάδων, ήταν μία κοινωνία του μέλλοντος. Όπως, άλλωστε, και η εθνική ομάδα της χώρας, που έπαιξε το ποδόσφαιρο του μέλλοντος, το οποίο μπορεί ποτέ να μην της έδωσε έναν παγκόσμιο τίτλο, αλλά αναγκάζει τον ιστορικό να ασχολείται μαζί της.

 

Ο κλέφτης της ποδοσφαιρικής μπάλας

 

Ορφανό το πιτσιρίκι, ο πατέρας του σκοτώθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτρεχε για να ξεφύγει από τους αστυνομικούς, πειναλέο και έρημο, καλάμι, με μια κίνηση βγαλμένη από σχολή μπαλέτου. Ένα αλητάκι που δυνητικά φορούσε πουέντ.

Δεν ήταν μόνο οι αστυνομικοί που προσπαθούσαν να το αρπάξουν: στο κατόπι τον έπαιρναν έμποροι, όταν έκπληκτοι αντίκριζαν έναν πιτσιρικά που έμοιαζε με τον Φρεντ Αστέρ πριν καν ο Αμερικανός χορευτής γίνει διάσημος, να τους κλέβει τις ποδοσφαιρικές μπάλες.

Ο Ματίας Ζίντελαρ γεννήθηκε σε τσεχικό έδαφος, το Κοζλόφ στη Μοράβια (ευχαριστούμε για την τονισμένη προπαραλήγουσα, Νίκο Καββαδία). Στη Βιέννη βρέθηκε ως πρόσφυγας, όπως και πολλοί άλλη από τη Μοραβία, κυρίως εβραϊκών ριζών.

Από οικογένεια προσφύγων, αλλά γεννημένος σε προάστιο της αυστριακής πρωτεύουσας 8 χρόνια πριν ο Ζίντελαρ δει το πρώτο φως, ήταν ο Γιόζεφ Ουριντίλ. Ο τελευταίος, λελογισμένος ως πρώτος μεγάλος επιθετικός στην ιστορία του έθνους, ήταν η αδυναμία ενός προπονητή ο οποίος άφησε το στίγμα του στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και μπαίνει στην κατηγορία των σπουδαίων προπολεμικών: του Ούγκο Μάισλ.

Ο «άνθρωπος που άλλαξε το παιχνίδι», Τζίμι Χόγκαν

Ήταν εκείνος που έμοιαζε με τον αντίστοιχο των Ρέιντζερς, της σκωτσεζικής ομάδας που είχε κάνει τουρ στην Αυστρία για να μεταλαμπαδεύσει τα ποδοσφαιρικά φώτα της το 1905. Ο Πέπι, ο πρώτος Ευρωπαίος ποδοσφαιρικός σταρ που έκανε διαφημίσεις και συμμετείχε σε ταινία -ενώ έγινε το όνομά του και τραγούδι, το «Σήμερα παίζει ο Ουριντίλ», του Χέρμαν Λεοπόλντι, είχε το προσωνύμιο «Το τανκ».

Ο Ζίντελαρ, από την άλλη, ένας λιπόσαρκος 175 εκατοστών, ήταν σαν σπίνος. Λίπος αναζητείτο. Το παρατσούκλι του ήρθε κάπως φυσικά. Τον ονόμασαν ‘Ο χάρτινος’.

Η παρέα του Ζίντελαρ, παιδιά που από την αρχή της γέννησής τους ήταν καταδικασμένα να ζουν σε τόσο άθλιες συνθήκες που το μέλλον τους λογιζόταν τουλάχιστον ως ερεβώδες, ανά τακτά χρονικά διαστήματα εκδήλωνε το θάμπωμα και το δέος της για το ταλέντο του φίλου.

Ο ίδιος, είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα, αντιλαμβανόταν πως χρειαζόταν μια ικανότητα ώστε να μπορέσει να γίνει κοινωνικά αποδεκτός: στα 15 του βρέθηκε στη Χέρτα Βιέννης και το 1924, όταν ήταν πια 21, μεταγράφηκε στην Αούστρια, που ήταν τότε η ομάδα Ερασιτεχνών Βιέννης και η ομάδα των Εβραίων αστών.

Ο Ζίντελαρ σκοράρει ένα από τα γκολ που πέτυχε με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του

Θα έμενε μέχρι το θάνατό του και θα έβαζε 240 γκολ σε 312 παιχνίδια. Στο θρήσκευμα, όμως, ήταν Καθολικός. Μπορεί να ήταν τυχαίο, αλλά εκείνη τη χρονιά, της μεταγραφής του στην Αούστρια, έγινε το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Σε μια Αυστρία που είχε ήδη απενοχοποιήσει σε μεγάλο βαθμό το παιχνίδι από την ταξικότητά του, το πρωτάθλημα ήταν μείζον γεγονός.

Όμως ήταν οι εμφανίσεις του Ζίντελαρ που θα τον έκαναν αγαπητό στους καλλιτέχνες της εποχής, σε μια πρωτεύουσα που μοσχομύριζε (ή βρομούσε, εξαρτάται από το δέκτη) τέχνη.

 

Η προφύλαξη του Μάισλ και η κίνηση

 

Ο ρομαντισμός των νιάτων μετατρέπεται σιγά σιγά, μέσω της τραυματικής εμπειρίας που λέγεται ζωή, σε συντηρητισμό. Προφύλαξη. Στο 2-3-5 του, ένα σχήμα που ανταγωνιζόταν το WM εκείνη την εποχή, ο Ούγκο Μάισλ προτιμούσε τον Ουριντίλ. Ο Ζίντελαρ, βεβαίως, κέρδιζε συνεχώς έδαφος, ενώ ο Πέπι μεγάλωνε.

Στο «Παρσιφάλ», το καφέ της Αούστρια που, ω της ειρωνείας, είχε πάρει το όνομά του από την όπερα του Γερμανού Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο Ζίντελαρ ήταν το μεγάλο αστέρι. Στο «Ρινγκ» προτιμούσαν τον Ουριντίλ.

Ο Ούγκο Μάισλ (δεξιά μπροστά) πείστηκε να χρησιμοποιήσει τον Ζίντελαρ την καταλληλότερη στιγμή

Ο Μάισλ, που είχε μάθει από τους Σκωτσέζους ότι ο φορ πρέπει να είναι θωρηκτό, είχε γίνει σχεδόν 20 χρόνια πριν ο μαθητής ενός Άγγλου: ο Τζίμι Χόγκαν, ο πρώτος πραγματικά σπουδαίος και επιδραστικός προπονητής στο ποδόσφαιρο, έψαχνε για δουλειά και, ύστερα από ένα ισόπαλο φιλικό της Αυστρίας με την Ουγγαρία, το 1912, ο Μάισλ ρώτησε τον επίσης Άγγλο διαιτητή Χάουκροφτ τι δεν πήγε καλά.

Ο τελευταίος τού είπε τη γνώμη του, θεωρούσε ότι οι παίκτες του έπρεπε να φτιάξουν την ατομική τεχνική τους. Χρειάζονταν έναν άνθρωπο για να τους μάθει και ο Χόγκαν ήταν ο κατάλληλος.Ο Μάισλ, που είχε μπει στην αυστριακή ομοσπονδία ποδοσφαίρου ενώ ήταν τραπεζικός υπάλληλος και πια ήταν το αφεντικό της, τον προσέλαβε με ένα συμβόλαιο 6 εβδομάδων.

Απεριόριστες οι ώρες συζητήσεων, δύο τα συμπεράσματα. Εξακολουθούσε το 2-3-5 να είναι το επιβάλλον σύστημα, το πρώτο. Ήταν αναγκαία περισσότερη κίνηση από τους ποδοσφαιριστές, το δεύτερο.

Υπέρμαχος της κίνησης ο Μάισλ, μόλα ταύτα αντιστεκόταν με σθένος στην ιδέα να δώσει θέση στην ενδεκάδα στον Ζίντελαρ, τον οποίο είχε χρίσει διεθνή στα 23 του.

Η απάντηση στο ερώτημα βρισκόταν στα 19 χρόνια που είχαν περάσει από το διάλογο με τον Χάουκροφτ και τα 16, που ήταν η απόσταση που ο Χόγκαν έφυγε κακήν κακώς από τη Βιέννη, συλλαμβανόμενος επειδή είχε αρχίσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Σκίτσο από το γκολ του στο παιχνίδι με τη Γερμανία, που λένε ότι του κόστισε τη ζωή

Ο ίδιος υπήρξε τυχερός, αφού έφυγε με προορισμό την πατρίδα του μία μέρα πριν σταλεί σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Γερμανία. Αλλά τα σχέδια με τον Αυστριακό ομόλογό του έμειναν ασκήσεις επί χάρτου.

 

Ο θρίαμβος επί των «Wembley Wizards»

 

Στο «Hohe Warte» της Βιέννης, απέναντι στη Σκωτία, ο Μάισλ δίνει έναν πόλεμο, την πρώτη μάχη του οποίου έχει χάσει: λύγισε από την πίεση των καλλιτεχνών και έδωσε θέση βασικού στον Ζίντελαρ.

Διάστημα 14 μηνών παρήλθε από την τελευταία φορά που έβαλε τη φανέλα με το εθνόσημο, δηλαδή σε ένα φιλικό με την Τσεχοσλοβακία, 2-2, που είναι καταγεγραμμένο ότι έγινε στις 23 Μαρτίου του 1930.

Οι Σκωτσέζοι είναι εκείνοι που χρωστούν οι Αυστριακοί το «ευ ζην». Δυόμισι χρόνια πριν, στις 31 Μαρτίου 1928, η ομάδα που ονομάστηκε Wembley Wizards συνέτριψε την Αγγλία 5-1 στο Γουέμπλεϊ.

Δεν είναι όμως ίδια. Λείπουν οι διεθνείς των Ρέιντζερς και Σέλτικ, εφτά παίκτες είναι πρωτοεμφανιζόμενοι, ενώ έχασαν από τραυματισμό δύο από τους πιο σημαντικούς παίκτες της ομάδας, τον Ντάνιελ Λιντλ και τον Κόλιν ΜακΝάμπ, ο οποίος μπορεί να μη βγήκε από τον αγωνιστικό χώρο, αλλά ήταν σαν να μην έπαιζε.

Στιγμιότυπο από παιχνίδι της εθνικής Αυστρίας τη δεκαετία του ’30

Το 5-0 για την Αυστρία ήταν ένας θρίαμβος. Η εορταστική ατμόσφαιρα καλύπτει σαν πέπλο το μήκος και το πλάτος της χώρας. Οι νότες των «Γάμων του Φίγκαρο» μοιάζουν να προσγειώνονται με το πενταγραμμικό αλεξίπτωτό τους από τον ουρανό.

Η σκωτσεζική «Daily Record» τιτλοφόρησε «Ήταν ανώτεροι!» και συμπλήρωσε: «Και δεν είχαμε καμία δικαιολογία». Αλλά για τους Αυστριακούς, που τα μεγάλα δεινά και οι καταστροφές ήταν μπροστά, το ποδόσφαιρο που έπαιξαν οι παίκτες της ομάδας ήταν περισσότερο μια μεταφορά. Αυτό που συνέβη στον αγωνιστικό χώρο ήταν το πρόσωπο της Αυστρίας.

«Αν υπήρχε μια θλιβερή στιγμή στην κατάρρευση του ιδεώδους που αντιπροσώπευαν για εμάς οι Σκωτσέζοι, ακόμα και χθες, αυτή ισοφαριζόταν από την ανανεωτική αίσθηση που προσέφερε η παρακολούθηση ενός θριάμβου που ξεπηδούσε από την αληθινή τέχνη. (…) Έντεκα ποδοσφαιριστές, οι έντεκα επαγγελματίες αυτής της ομάδας, αν και υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα στη ζωή, με την απόδοσή τους πραγματοποίησαν, σε τελική ανάλυση, μια συνεισφορά στη βιεννέζικη άποψη για την αισθητική, τη φαντασία και το πάθος», έγραψε η «Arbeiter Zeitung» της 17ης Μαΐου 1931.

Ο Ζίντελαρ ήταν ο χρυσοποίκιλτος πρωταγωνιστής. Το ένα γκολ που σημείωσε ήταν λίγο μπροστά στη συνεισφορά του στην κίνηση και τον τρόπο με τον οποίο παγίδευε τους αντιπάλους του. Έπαιξε και στα 11 παιχνίδια που η Αυστρία κράτησε το αήττητο -και μαζί τόνωσε το ηθικό της κοινωνίας της, που, επιτέλους, μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι η εθνική ομάδα της χώρας ήταν καλή σε κάτι που άρεσε σε όλο τον κόσμο- μέχρι το 4-3 της Αγγλίας στις 7 Δεκεμβρίου του 1932 στο Γουέμπλεϊ.

Το ευάλωτο της φύσης του και η ανορθοδοξότητα της κίνησής του, η απόσπαση από το χώρο στον οποίο θα έπρεπε να βρίσκεται, δεν τον κατέστησαν απλώς ξεχωριστό, αλλά δημιούργησαν αυτό το μοτίβο παιχνιδιού που ονομάστηκε «Ο στροβιλισμός του Δούναβη».

Ο τάφος του Ματίας Ζίντελαρ, που πέθανε 18 μέρες πριν κλείσει τα 36 του, στη Βιέννη

Ο Ζίντελαρ έπαιξε σε τρία παιχνίδια στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, στη Ρώμη. Το σύστημα ήταν απλό: 16 ομάδες, νοκ άουτ όλες οι αναμετρήσεις. Σκόραρε με τους Γάλλους, σε παιχνίδι πρώτου γύρου που κρίθηκε στην παράταση, 3-2, το ένα από τα 26 γκολ του στα 43 παιχνίδια με την Εθνική.

Έπαιξε στο 2-1 επί της Ουγγαρίας και στον ημιτελικό, το 1-0 της Ιταλίας στο Μιλάνο, στις 3 Ιουνίου, που το μαρκάρισμα του Αργεντινού Λουιζίτο Μόντι, ενός υπέρβαρου (τόσο που είχε λάβει το προσωνύμιο «διπλόφαρδος») κόφτη τον έβγαλε εκτός τροχιάς.

Επρόκειτο για ένα από εκείνα τα παιχνίδια που ακόμη συζητούνται για την πίεση που άσκησε το καθεστώς ώστε η Ιταλία να γίνει πρωταθλήτρια κόσμου. Ήταν η τελευταία ευκαιρία της «Βούντερτιμ» να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο.

Το 1938 δεν θα βρισκόταν ως Αυστρία, αφού μετά το «Άνσλους» των Ναζί, που προσήρτησαν τη χώρα στα γερμανικά εδάφη, οι ποδοσφαιριστές του Μάισλ θα βρίσκονταν υπό τη γερμανική αιγίδα και θα βίωναν έναν αποκαρδιωτικό αποκλεισμό στη Γαλλία, το 4-2 της Ελβετίας, στην οποία προπονητής ήταν άλλος ένας τεράστιος οραματιστής, ο Καρλ Ράπαν, από τον πρώτο γύρο.

Ο Ζίντελαρ, όμως, δεν βρισκόταν εκεί, αφού είχε προκαλέσει τη φυγή του. Το τελευταίο αριστούργημά του ήρθε πέντε χρόνια μετά τη συντριβή της Σκωτίας, στις 6 Μαΐου του 1936, με τη νίκη 2-1 επί των Άγγλων.

Ο «Χάρτινος», παίζοντας μονίμως εκτός θέσης, τραβούσε μαζί του τον κόφτη Τζον Μπάρκερ. Ακριβώς το ίδιο θα έκανε ο Νάντορ Χιντεγκούτι όταν θα ερχόταν η δική του η ώρα και σε ένα παιχνίδι που θα συμβόλιζε, αν όχι τα νάματα τότε, το μεγαλείο της περίφημης «Αρανιτσαπάτ»: το 6-3 της Ουγγαρίας στο Γουέμπλεϊ, στις 25 Νοεμβρίου του 1953. Τότε ήταν ο Χάρι Τζόνστον που του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι.

 

Μυαλό στα πόδια

 

Μαζί του δεν ασχολήθηκαν μόνο οι ποδοσφαιρόφιλοι, αλλά συγγραφείς, κριτικοί θεάτρου και βιολόγοι.

Ο Άλφρεντ Πόλγκαρ, που αρθρογραφούσε για  παραστάσεις στο παλκοσένικο, έγραψε «με κάποιον τρόπο ήταν σαν να έχουν μυαλό τα πόδια του και έκανε με αυτά πάρα πολλά απίστευτα και απρόβλεπτα πράγματα την ώρα που έτρεχε. Το σουτ του Ζίντελαρ, που κατέληγε στο πίσω μέρος των διχτυών, ήταν η κορύφωση που μας έδινε τη δυνατότητα να αντιληφθούμε όλο το σχεδιασμό που είχε κάνει, ήταν το επιστέγασμα όλης του της προσπάθειας, η προσπάθεια που λύνει το γρίφο», έγραψε στην εφημερίδα «Pariser Tageszeitung», μετά το θάνατό του.

Ο Πόλγκαρ έκανε και μία μεταφορά με το σκάκι στο συγκεκριμένο κείμενο, ένα παιχνίδι που χρησιμοποιείται ανά τακτά διαστήματα για να αναδείξει την τακτική διάσταση του ποδοσφαίρου.

Ακριβώς τι έγινε στις 23 Ιανουαρίου του 1939 στο διαμέρισμα της Καμίλα Καστανιόλα, δεν είναι γνωστό. Ο Ζίντελαρ, που είχε ουσιαστικά παρατήσει το ποδόσφαιρο, είχε αγοράσει με 20.000 μάρκα ένα καφέ από έναν Εβραίο και απέρριψε το ενδεχόμενο να βάλει αφίσες με ναζιστικό περιεχόμενο μέσα.

Είχε προηγηθεί ένα «θανατηφόρο» φιλικό: λιγότερο από ένα χρόνο πριν, στις 3 Απριλίου του 1938, στη Βιέννη, είχε παίξει ένα παιχνίδι συμφιλίωσης, ως μέλος μίας εντεκάδας Αυστριακών, απέναντι σε μία ομάδα που απαρτιζόταν από Γερμανούς.

Στιγμιότυπο από το παιχνίδι με τους ναζιστικούς Γερμανούς, που ο Ζίντελαρ χλεύαζε καθ’ όλη τη διάρκειά του

Αν δεν ήταν αρκετή η αντίρρηση που είχε δείξει για να ενσωματωθεί σε μία κοινή ομάδα, εκείνο το φιλικό ήταν η απόδειξη: λέγεται ότι έχασε μια ντουζίνα ευκαιρίες σουτάροντας άουτ και υπήρξε η σπέκουλα ότι το έκανε με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνει κατανοητό ότι τους κορόιδευε.

Στο δεύτερο ημίχρονο, ο Σάστι Σιέστα, φίλος του, σκόραρε ένα φάουλ και ο ίδιος πανηγύρισε προκλητικά μπροστά στους Ναζί αξιωματούχους. Τελικά έβαλε και το δικό του γκολ, το τελευταίο, και το παιχνίδι έληξε 2-0.

Ένας γείτονας είπε, λίγες μέρες μετά το θάνατό του, ότι είχε δει ένα περίεργο υλικό στην καμινάδα του διαμερίσματός του. Είχαν ήδη διαμαρτυρηθεί για τη θέρμανση και τη μυρωδιά που αναδιδόταν από κάποιο σπίτι, αρκετές μέρες νωρίτερα. Η αιτία του θανάτου τόσο του Ζίντελαρ (ακαριαία) όσο και της Καστανιόλα (στο νοσοκομείο) ήταν δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα, εξαιτίας ελαττώματος στο σύστημα θέρμανσης. Τον βρήκε νεκρό ένας φίλος του, ο Γκούσταβ Χάρτμαν.

Οι φήμες και οι αντίθετες γνώμες εξαπλώθηκαν σαν χιονοστιβάδα: η Αστυνομία ολοκλήρωσε την έρευνά της μέσα σε δύο μέρες και ο εισαγγελέας έκλεισε την υπόθεση σε έξι μήνες, έπειτα από διαταγές των Ναζί.

Η «Kronen Zeitung» έγραψε ότι «όλα συνηγορούν στο ότι ο σπουδαίος αυτός άντρας έπεσε θύμα δολοφονικής ενέργειας με δηλητήριο. Ο Φρίντριχ Τόρμπεργκ, που έγραψε το ποίημα «Η μπαλάντα για έναν ποδοσφαιριστή», προέταξε το σενάριο της δολοφονίας, ενώ έγινε λόγος ακόμα και για ατύχημα.

Ο Έγκον Ούλμπριχ, επίσης οικείος του Ζίντελαρ, είπε το 2000, σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC, ότι ο τοπικός αξιωματικός της αστυνομίας κατέγραψε το περιστατικό ως ατυχές κατόπιν δωροδοκίας, αφού για να μην εξαγριωθούν οι Αυστριακοί έπρεπε να γίνει κηδεία δημοσία δαπάνη, κάτι που δεν επέτρεπαν οι Ναζί να συμβαίνει με τα θύματά τους.

Για τον Πόλγκαρ, ο θάνατος του Ζίντελαρ ήταν το τέλος του ρομαντικού κόσμου, της Βιέννης των καφέ: «O Ζίντελαρ ακολούθησε στο θάνατο την πόλη, της οποίας ήταν παιδί και καμάρι. Το να ζει και να παίζει ποδόσφαιρο σε μια καταπιεσμένη, κατεστραμμένη και χωρισμένη πόλη, θα σήμαινε ότι εξαπατούσε τη Βιέννη… Πώς θα μπορούσε κάποιος σαν αυτόν να παίζει ποδόσφαιρο σε τέτοιες συνθήκες; Να ζει, όταν η ζωή χωρίς ποδόσφαιρο ήταν ένα άδειο πουκάμισο».

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News