Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός: Τα γιατάκια, οι βαρκάρηδες και ένα ταξικό χάσμα που χρησιμεύει ως παραβολή

Πριν το ντέρμπι του Σαββάτου (20:30), για την 24η αγωνιστική της Super League, στο Καραϊσκάκη, οι «αιώνιοι» γυρίζουν στο σημείο που δημιουργήθηκε η κόντρα.

Το πιο μεγάλο ψέμα ήταν ότι κάποτε ο χουλιγκανισμός ήταν εξευγενισμένος. Αν μη τι άλλο, δεν θα γινόταν κοινωνικά να προκύπτει αυτό σε μια Ελλάδα που είχε δεχθεί 1,5 εκατομμύριο μετανάστες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, που προερχόταν από την κόντρα του βασιλιά με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και που πάντα μύριζε εμφυλιακό μπαρούτι.

Ειδικά τότε, στις παρυφές της δεκαετίας του ’30, τα όπλα, εργαλεία που στόχευαν να πληγώσουν τον αντίπαλο άμεσα και όχι να του ασκήσουν ψυχολογική βία ή να αμφισβητήσουν, μόνο, τον ανδρισμό του, έβγαιναν δι’ ασήμαντον αφορμή. Οι Παναθηναϊκοί φώναζαν τους Ολυμπιακούς «βαρκάρηδες». Οι Ολυμπιακοί, απαντούσαν με τη λέξη «γιατάκια». Δηλαδή, το στρώμα, το κρεβάτι.

Ακόμα και στο λεκτικό επίπεδο, οι ομοιότητες είναι καθοριστικές. Το όνομα «Ολυμπιακός», δεν θα αφεθεί η πραγματικότητα να απαγορεύσει μια φαντασιακή ανθυπολεπτομέρεια, ενδεχομένως δεν ήταν «Ολύμπιος» επειδή η κατάληξη υπήρχε στη σπουδαία ομάδα της Αθήνας.

Ήταν καθοριστική η δεκαετία του ’30 για την κόντρα και ό,τι ακολούθησε. Δεν έμοιαζε ποτέ παράταιρη με το πολιτικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Οι Ολυμπιακοί της εποχής, πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρούσαν ότι η διακυβέρνηση Μεταξά τους είχε «σταμπάρει» ως αντιδραστικά, ου μην και κακοποιά, στοιχεία.

Πριν το Γουέμπλεϊ ακόμα και φίλοι του Ολυμπιακού χαιρέτισαν τις πιθανότητες του «τριφυλλιού», αν και όχι όλοι

Το ντέρμπι έπαιξε χαρακτήρα ο οποίος ξέφευγε από το γήπεδο. Ακριβώς εκείνοι οι άνθρωποι, που μεταλαμπάδευσαν σε επιγόνους την έχθρα και το μίσος, ήταν που έφτιαξαν τη διάρκεια, το διηνεκές, το οποίο δεν είναι ακριβώς χρόνος, αλλά απλώς κάτι που σαν φυσικό φαινόμενο ρέει ασταμάτητα.

Για το στίγμα που φορτώθηκε η εργατική τάξη του Πειραιά, μίας πόλης δίχως ιδιαίτερες προοπτικές, την οποία, επιπροσθέτως, ανατίναξαν οι τελευταίοι Γερμανοί φεύγοντας από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944, και αφού ο φταίχτης ήταν ασαφής, έπρεπε να ευθύνεται εκείνος που απολάμβανε το προνόμιο.

Και αφού ο κοινός παρονομαστής σε πάσης φύσεως ανταγωνισμό ήταν το προνόμιο, διότι η πρωτεύουσα και το λιμάνι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να συγκριθούν, έπρεπε να ευθύνεται ο Παναθηναϊκός.

Ο συμβολισμός, όμως, δεν ήταν αρκετός, χρειαζόταν per mare per terram μορφή, ώστε να προσωποποιηθεί. Η προσωποποίηση, αναπόφευκτα, φέρνει ανακούφιση, αν και όχι διαμέσου του εξευμενισμού: ίσα ίσα, που η ενέργεια της οργής συμπιέζεται σε όποιον φαινομενικά φταίει, προκειμένου να εκκριθεί.

Κι από την άλλη μεριά, καθώς η ανθρωπότητα είχε ξεπεράσει κατά χιλιάδες χρόνια τα ομηρικά έπη ως ιδίωμά της, δηλαδή ως μέτρο εκτίμησης της ίδιας της ύπαρξης, αφού ο πλατωνικός λυρισμός, εν μέσω του απόλυτου φιλοσόφου, του Σωκράτη, είχε επικρατήσει, είχε φροντίσει για την ύπαρξη της οντότητας αλλά δεν μπορούσε να φτάσει στην ομαδικότητα και, βέβαια, δεν θα μπορούσε να ξέρει πόσο σημαντικά θα ήταν τα φαλλικά σύμβολα για τον άνθρωπο που εν πάση περιπτώσει θέλει να ονομάζεται σύγχρονος, αλλά δεν μπορεί να ξεφορτωθεί την αρρενωπότητα ως στοιχείο επιβολής και επικράτησης.

Ακόμα κι αν οι Παναθηναϊκοί απολάμβαναν τα προνόμια της πρωτεύουσας της χώρας, ενός άλλου κόσμου σε σχέση με το λιμάνι, δεν θα μπορούσαν με κάποιον τρόπο να αποδεχθούν το έλλειμμα τεστοστερόνης σε σχέση με τους Ολυμπιακούς.

Τα νάματα της κόντρας

Η επιβολή του ανδρισμού γινόταν μια υπόθεση που προσέγγιζε εντυπωσιακά τη λαχτάρα και, βέβαια, με παρόμοιο τρόπο με εκείνον που χρησιμοποιούσαν οι φίλοι του Ολυμπιακού για να δείξουν πόσο αδικημένοι αισθάνονταν, βρήκαν το φταίχτη στη δική τους υπαρξιακή αναζήτηση σε εκείνον που τους την προκαλούσε, απαιτώντας να του συμπεριφέρονται ως το ανώτερο στοιχείο της ζούγκλας.

Ενώ η κόντρα των δύο ομάδων με τις άλλες μεγάλες, την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ, καθορίστηκε από την ανάγκη και μερικά συμβάντα που έφεραν το απαιτούμενο μίσος για τους αντιπάλους, εκείνη του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό υπήρξε θεμελιώδης, διότι αφορούσε στα στρώματα της κοινωνίας. Οι ομάδες γίνονταν οι τόποι τους -και δεν καταλάμβαναν τους τόπους για να δημιουργήσουν μικρές κοινωνίες.

Όσο σημαντική και συγκινητική κι αν είναι, στη διάσταση της ανθρωπιάς, η ιστορία της προσφυγιάς, ο τρόπος μέτρησής της είναι καταπώς διαφορετικός σε σχέση με την ταξική μέτρηση.

Γι’ αυτό, κιόλας, αφού πλέον ξεπεράστηκε αυτό το κομμάτι, η κόντρα παρέμεινε επειδή μεταλαμπαδεύτηκε. Τώρα πια δεν υπάρχουν μέρη: ο Ολυμπιακός, που έγινε ο Θρύλος της Ελλάδας την περίοδο 1954-59, δεν «γέννησε» μόνο δικούς του φίλους, αλλά και οπαδούς του αντιπάλου, που ήθελαν απλώς να τεθούν απέναντι. Ο Παναθηναϊκός του 1971 έκανε ακριβώς το ίδιο.

Και μπορεί η διαφοροποίηση να εξαφανίστηκε, αλλά ο χαρακτηρισμός «αιώνιοι», δύο χρόνια πριν ο Ολυμπιακός συμπληρώσει το δικό του αιώνα, σημαίνει ένα μεταφερόμενο κληροδότημα, που, παρά το μπούγιο, παρά το γεγονός ότι πια δεν έχει τόπο, κρατάει την αξία του με τρόπο ο οποίος δεν είναι πολύ λογικός.

Δεν θα γινόταν να έχει λογική η τοξικότητα, όταν υπάρχει η έλλειψη του κεφαλαιώδους, δηλαδή του λόγου που η κόντρα δημιουργήθηκε.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News