Αντώνης Καρπετόπουλος: Ο Γκάλης είχε πολλούς λόγους να κλάψει

Τι ήταν άραγε αυτά τα δάκρια; Σχολιάζει ο Αντώνης Καρπετόπουλος.

Η στιγμή που στο ΟΑΚΑ δάκρυσε ο Νίκος Γκάλης ήταν η πιο σημαντική χθες στο ΟΑΚΑ. Ακμαίος και χαμογελαστός, αλλά με τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπό του, ο Γκάλης θέλησε αρχικά να αντιμετωπίσει την βράβευση του ως μια ακόμα απλή διαδικασία: ήθελε να φανεί στα μάτια μας ότι παραμένει ο ψυχρός εκτελεστής, ο «γκάνγκστερ», ο άνθρωπος με το κρύο αίμα, ο απόλυτος επαγγελματίας. Είχε δακρύσει και χρόνια πριν στην ανάλογη γιορτή της βράβευσής του από τον Αρη, αλλά εκεί ήταν λογικό να λυγίσει συναισθηματικά γιατί η αποθέωση που του χάρισαν οι οπαδοί του Αρη ήταν κάτι χωρίς προηγούμενο. Στο ΟΑΚΑ το κοινό τον χειροκρότησε από την καρδιά του πλην όμως δεν υπήρχε η συγκινησιακή φόρτιση της βραδιάς του αντίο από τον κόσμο του Αρη: η διαφορά των δυο εκδηλώσεων ήταν ότι στην προηγούμενη ο έρωτας του κόσμου ήταν πρωταγωνιστής κι ο Γκάλης από αυτόν παρασύρθηκε, ενώ χθες αυτός ήταν στο κέντρο της προσοχής κι ο κόσμος η όμορφη κορνίζα της βράβευσης. Κι όμως ο Γκάλης λύγισε, συγκινήθηκε, έκλαψε.

Αν απλά θυμόταν

Τι ήταν άραγε αυτά τα δάκρια; Κι από πού προκύπτει η συγκίνηση του Νικ για μια βράβευση συμβολική που μάλιστα άργησε κιόλας; Θα είχε πολλούς λόγους να κλάψει δικαιωμένος ο Γκάλης αν έκανε στα ελάχιστα δευτερόλεπτα τον απολογισμό, όχι όσων πέτυχε στο γήπεδο (και για τα οποία είναι πάντα υπερήφανος), αλλά για όσα έζησε κυρίως έξω από αυτά. Θα δάκρυζε αν θυμόταν τις ξεχασμένες υποσχέσεις, που του έδιναν όλα σχεδόν τα χρόνια που πρωταγωνιστούσε. Θα δάκρυζε αν θυμόταν πως κάποτε οδήγησαν την καριέρας του στο τέλος της με το έτσι θέλω, και του έκοψαν το μπάσκετ χωρίς κανένα σχεδόν σεβασμό και χωρίς κανείς σχεδόν να τον υπερασπιστεί καθώς ποτέ η εγχώρια αθλητικογραφία δεν τολμά να τα βάλει με μεγάλες ομάδες στους κατά καιρούς καυγάδες τους με παίκτες, όσο μεγάλοι κι αν είναι αυτοί. Θα δάκρυζε αν θυμόταν πως κάποτε για να δοθεί το όνομα του, στο γήπεδο στο οποίο χθες βραβεύτηκε, υπήρχαν μέχρι κι ενδοκυβερνητικοί καυγάδες. Θα δάκρυζε αν θυμόταν πως για δεκαετίες το όνομα του δεν έπρεπε ούτε καν να μνημονεύεται μεταξύ των μεγάλων του μπάσκετ στις εγχώριες γιορτές της ομοσπονδίας γιατί ο πανίσχυρος Φάρος της τον αντιπαθούσε σφόδρα. Θα δάκρυζε αν θυμόταν πως ακόμα και στις εκλογές της ΕΟΚ οι άνθρωποι που ψηφίζουν σνόμπαραν την υποψηφιότητα του λες κι είναι ένας από όλους. Αλλά νομίζω πως ο Γκάλης ούτε τα θυμάται πια όλα αυτά, ούτε τα μετράει, ούτε φυσικά στάθηκαν ο λόγος που δάκρυσε.

Μόνο όποιος δεν ξέρει καθόλου τον Νίκο Γκάλη μπορεί να πιστεύει πως είδε ως προ το ελάχιστο τη χθεσινή του βράβευση ως ένα είδος ρεβάνς ή δικαίωσης. Ο Γκάλης γνωρίζει καλύτερα από όλους μας πως είναι ασύγκριτος, απλησίαστος, μοναδικός. Και τόσο τεράστιος σε μέγεθος, ώστε να κοιτάζει από ψηλά τους μικρόψυχους, τους σιωπηλούς, τους ευεργετημένους από την λάμψη του που τσάκιζε η σκιά του.

Νίκησε τελικά και το χρόνο

Γιατί δάκρυσε ο Γκάλης; Γιατί νομίζω πως χθες κατάλαβε πως ανάμεσα στους πολλούς αντιπάλους που νίκησε πρόσθεσε ένα ακόμα: τον ίδιο το χρόνο. Οι παίκτες στο αντίο τους, είτε κάνουν ένα τελευταίο γύρο στο γήπεδο για να ευχαριστήσουν τον κόσμο, είτε βλέπουν την φανέλα τους να ανεβαίνει στον ουρανό, βλέπουν τις καλύτερες στιγμές της καριέρας τους να περνάνε από τα μάτια τους σαν ταινία. Το αποθεωτικό φινάλε για όποιον το έχει ζήσει είναι μια γομολάστιχα που σβήνει τα στραβά. Οι καυγάδες μοιάζουν πια ασήμαντοι. Οι πόνοι των τραυματισμών δεν υπήρξαν ποτέ. Οι ήττες έχουν πια την πραγματική διάσταση: είναι αποτέλεσμα, δηλαδή μέρος του παιγνιδιού και τίποτα άλλο. Ακόμα και οι θρίαμβοι αποκτούν μια άλλη διάσταση: γίνονται απλά όμορφα επεισόδια μιας διαδρομής – αλλά πάντα τη στιγμή του αντίο είναι η διαδρομή και οι σκόρπιες εικόνες της αυτή που μετρά περισσότερο.

Επειδή το αντίο έρχεται συνήθως στο τέλος της σεζόν (ή έστω σε μια ειδική εκδήλωση λίγα χρόνια μετά το επίσημο τέλος της) υπάρχει πάντα συγκίνηση και από την πλευρά του κόσμου που έχει στα μάτια του τις μέρες της δόξας του ήρωα που αποχωρεί. Αποδίδονται από τον κόσμο τιμές που έχουν να κάνουν με την συγκίνηση που ο παίκτης προκάλεσε – οι μνήμες του παίκτη συναντούν τις μνήμες του κόσμου. Αν η χθεσινή γιορτή είχε γίνει, όπως θα πρεπε να έχει γίνει, τριάντα ή έστω είκοσι πέντε χρόνια πριν, θα έκλαιγε ο κόσμος αποχαιρετώντας τον πρώτο των πρώτων, αλλά δεν ξέρω αν θα δάκρυζε ο ακόμα σκληρός Γκάλης. Κι αν το έκανε τότε ίσως το κανε από παράπονο. Ενώ χθες αυτό που είδαμε ήταν η ευτυχία του. Και μόνο.

Δυνάμωσε το μύθο του

Γιατί δάκρυσε ο Γκάλης; Γιατί νομίζω πως συνειδητοποίησε πως τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά το αντίο του στο μπάσκετ συνεχίζει να έχει πιστούς. Η εξέλιξη της ιστορίας του μετά το τέλος της καριέρας του δυνάμωσε τον μύθο του: το λέμε για πολλούς, αλλά είναι κλισέ – όχι όμως στην περίπτωση του Γκάλη. Χθες η καρδιά όποιων είδαν το κλάμα του σκίρτησε παράξενα: την κάποτε λατρεία για τον αθλητή, την είδαμε να μετατρέπεται σε υπερηφάνεια κι απόλυτη αναγνώριση της μοναδικότητας του – δεν ήταν η μνήμη που αυτό το δημιούργησε, αλλά η βεβαιότητα που ο χρόνος γεννά στο μυαλό. Τα τριάντα χρόνια που πέρασαν δημιούργησαν το μεγαλύτερο κατόρθωμά του: ο κόσμος που τον αγαπάει τον αγαπάει σήμερα ακόμα πιο πολύ. Κι ο Γκάλης ήταν τυχερός που αυτό το ένοιωσε – σε αυτή τη χώρα αυτό το είδος της αναγνώρισης στους αθλητές σχεδόν το απαγορεύουμε: στο Νίκο Αναστόπουλο πχ που παραμένει πρώτος σκόρερ της Εθνικής στο ποδόσφαιρο, μια βράβευση δεν έχει γίνει ποτέ. Δεν μιλάω για ειδική εκδήλωση, αλλά για μια απλή πλακέτα.

Διαβάστε ΕΔΩ ολόκληρο το άρθρο του Αντώνη Καρπετόπουλου.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News