Ομπλακ: Ο καλύτερος γκολκίπερ του κόσμου - Απ' τη Ριζούπολη στο σήμερα
Πώς ο σλοβένος σταμάτησε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ οδηγώντας την Ατλέτικο Μαδρίτης στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ και το κλειστό κλαμπ στο οποίο ανήκει
Η πρόκριση της Ατλέτικο Μαδρίτης το βράδυ της Τρίτης στο Ολντ Τράφορντ επί των άλλοτε κραταιών Κόκκινων Διαβόλων, είχε έναν πρωταγωνιστή. Όχι τον σκόρερ που έγινε διάσημος σε μια νύχτα, τον Λόντι, αλλά τον σπουδαίο Γιαν Ομπλακ. Στα μάτια μου είναι ο κορυφαίος τερματοφύλακας του πλανήτη γιατί πολύ απλό αυτό το …πακέτο έχει τα πάντα. Ο δε Ομπλακ, στα 29 του χρόνια παραμένει προσγειωμένος και με το στοιχείο της έπαρσης να απουσιάζει παντελώς είτε στη συμπεριφορά είτε στον χαρακτήρα του.
Η βελτίωση του Ομπλακ έγινε απολύτως κατανοητή στους Ελληνες, όταν ήρθε περίπου προ διετίας, Νοέμβριος του ’20 ήταν, με την εθνική Σλοβενίας για ένα ματς του Nations League στη Ριζούπολη. Η Ελλάδα κυνηγούσε την πρωτιά με θέα μια ευκαιρία εν όψει Μουντιάλ και έμεινε στο στείρο 0-0. Ο «άσος» έπιανε τα πάντα. Όπως έκανε ακριβώς το ίδιο απέναντι στους ακριβοπληρωμένους παίκτες των Μπέμπηδων. Και προσέξτε: όχι με …πασχαλάκειο στυλ, αλλά με εκτινάξεις όταν πρέπει και στιβαρότητα σπάνια για γκολκίπερ. Δεν είναι ψηλός σαν τον Νόιερ, φτάνει με δυσκολία το 1.88 ο Ομπλακ , έχει συναρμογή σημαντική στις κινήσεις του, βγάζει μια πλαστικότητα και μια ευλυγισία που σε αναγκάζει να τον προσέξεις δίχως να σου κεντρίζει μονομιάς το ενδιαφέρον. Εκεί που οι επιθετικοί λένε «τον έχουμε αυτόν», ορθώνεται ένα τείχος απέναντί τους! Κάπως έτσι, η Ατλέτικο έχει βγάλει όνομα πως διαθέτει πάντα εξαιρετικούς γκολκίπερ, πάει να πει ότι όταν παραχωρεί κάποιον προκύπτει αμέσως κέρδος και ασφαλώς έχει κάνει φοβερή προετοιμασία/ σκάουτινγκ. Συνέβη με τον Ντε Χέα όταν το 2011 έδωσε τη θέση του στον Τιμπό Κουρτουά , ενώ όταν έφυγε ο Βέλγος αμέσως κατέφθασε με ποσό ρεκόρ (16 εκατ. στη Μπενφίκα) για την εποχή ο Γιαν Ομπλακ.
Θα μπορούσε αναμφίβολα να επισημανθεί και το κάτωθι: ο «κίπερ» από τη Σλοβενία ανήκει στη σπάνια συνομοταξία ποδοσφαιριστών που ενώ έχουν ανεκτίμητη αξία, μετέχουν ή μετείχαν σε εθνικές ομάδες που σπάνια θα πατήσουν κάποια κορυφογραμμή. Ηταν τέτοιος στο παρελθόν ο αξεπέραστος Τζορτζ Μπεστ με την Βόρεια Ιρλανδία. Πολλά χρόνια αργότερα ο Ιαν Ρας και ο Ράιαν Γκιγκς με την Ουαλία. ‘Η ο Γιάρι Λιτμάνεν με την Φινλανδία. Ακόμη ακόμη και ο «πολύς» Ζλάταν Ιμπραήμοβιτς με την Σουηδία. Αληθινοί βασιλιάδες σε ομάδες της λεγόμενης «δεύτερης ταχύτητας» αλλά ταυτόχρονα κατέλαβαν «πρώτη θέση» στην καρδιά ενός κοινού που ερωτεύεται τη μοναχική προσπάθεια, την αφοσίωση σε μια ομάδα που δεν είναι τοπ και τις λίγες χαρές που όταν έρχονται σε πλημμυρίζουν από συναισθήματα μοναδικά.