LONGFORM: Το πείσμα ήταν το συστατικό θριάμβου για τον Ματσιούλις

Μια ζηλευτή καριέρα, γεμάτη τίτλους, ολοκληρώθηκε για έναν παίκτη που κατέκτησε με το σπαθί του θέσεις και τίτλους.

Η λέξη «κρεπσίνις» είναι περίπλοκη για να την πει πρώτη ένα μωρό στη Λιθουανία, αλλά ποιος είναι εκείνος που θα διαφωνήσει με το θρύλο ο οποίος φωτίζεται, κυρίως μέσα από τις πράξεις, από τις μπασκετικές ακτίνες της χώρας των 3.000.000 κατοίκων;

Ο Γιόνας Ματσιούλις, πρέπει να συναχθεί ότι, αποκλείεται να ήταν η πρώτη που είπε. Όμως, είναι απαραίτητο να ομολογηθεί ότι αν όλοι οι προπονητές που τον έχουν κοουτσάρει σε αυτά τα 20 χρόνια πήγαιναν στον πόλεμο μαζί του, θα ένιωθαν ένα κλικ πιο ασφαλείς. Ο άνθρωπος, στην τελική, μόνο τη φήμη του δεν έσυρε μαζί του για να κάνει τη σπουδαία καριέρα που τερματίστηκε οριστικά την Πέμπτη, μέσα από τη (συνήθη αυτήν την εποχή) επιστολή σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης.

Αν και τα σπορ δεν θα γινόταν να κινηθούν χωρίς το παιδικό βλέμμα, που εναγωνίως αναζητεί υπερήρωες, μόνο η ταύτιση με παίκτες όπως ο Ματσιούλις θα γινόταν να παρομοιαστεί με την καθημερινότητα. Τα πιο ποιοτικά χρόνια της καριέρας του, ο Λιθουανός με το έντιμο σουτ (μια πρόσθεση η οποία είναι σχεδόν προέκταση) τα πέρασε με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να αποτελέσει ορισμό για έναν απλό πολίτη: άβολα και με οξυμένη την αίσθηση της επιβίωσης. Τα 198 εκατοστά είναι ύψος αταίριαστο για οποιονδήποτε πάουερ φόργουορντ και το γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ χαρισματικός, όπως οι συμπαίκτες του, τον έφερναν σε καταστάσεις που οποιοσδήποτε ψάχνει τρόπους για να φάει, ή, ακόμα χειρότερα, για να ταΐσει την οικογένειά του, θα παραδιδόταν.

 

Από νωρίς στα βάσανα

Πιστός στρατιώτης από τις μικρές Εθνικές

Γι’ αυτό, κιόλας, κέρδισε στις ομάδες του κάτι περισσότερο από ένα είδος λατρείας η οποία έχει… εξατμιστικές ιδιότητες. Αυτό με το οποίο φεύγει, είναι εκτίμηση και σεβασμός όπου κι αν έπαιξε. Δεν κορόιδεψε, σε όλη την εικοσαετή πορεία του στο μπάσκετ, και από τότε που έγινε επαγγελματίας με τη Νεβέζις, το 2003, οποιονδήποτε. Δεν υπήρχε κάτι που να του έρθει εύκολα. Η απορρόφηση στη Ζαλγκίρις, μετά τους 13,6 πόντους και τα 5,8 ριμπάουντ του τη μία χρονιά που φόρεσε τη φανέλα της ομάδας από το Κεντανιάι, ήταν απλώς επιστροφή στο σύλλογο που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των εφηβικών χρόνων του, μια και γεννήθηκε στο Κάουνας.

Ο Λιθουανός Ντρέιμοντ Γκριν, ένας πάουερ φόργουορντ τσέπης, δεν βασίστηκε μόνο στη δύναμή του για να τα καταφέρει, αλλά και στα υπόλοιπα στοιχεία που τον οδήγησαν να παίξει στο υψηλότερο επίπεδο. Η συνέπειά του στις ομάδες του, αν και όχι πρωτόγνωρη, έδειχνε ήδη έναν καλό αθλητή, από εκείνους που υπακούουν στη συμβουλή, «αν δεν μπορείς να βρίσκεσαι σε συνάντηση στην ώρα σου, φτάνε νωρίτερα». Όλα αυτά τα χρόνια διατήρησε, χωρίς κόπο και ενδεχομένως δίχως να θέλει, τη φήμη ενός αθλητή που ήταν δυνατός αλλά όχι βρόμικος, αλλά και που δεν θα άφηνε προκλήσεις αναπάντητες. Μία εξ αυτών ήταν και η παρουσία του στην εθνική ομάδα.

Παρ’ ότι η αίσθηση που θα αποκόμιζες θα τον κατέτασσε στην κατηγορία των παικτών οι οποίοι προσγειώνονται κατευθείαν στο αντρικό επίπεδο, δίχως κάποια ιδιαίτερη περγαμηνή ως έφηβοι, ο Ματσιούλις έχει παρελθόν σε αυτές τις ηλικίες. Το 2003 ήταν μέλος της ομάδας που, με ηγέτη τον Λίνας Κλέιζα, έκανε την… κηδεία στην Ελλάδα των Κώστα Βασιλειάδη και Σοφοκλή Σχορτσανίτη, κατά κύριο λόγο, στο Παγκόσμιο των U19, πριν ο Αυστραλός Άντριου Μπόγκουτ και οι λοιποί νότιοι κάνουν μια χαψιά τη Λιέτουβα στον τελικό της Θεσσαλονίκης.

Στο Ευρωπαϊκό των U20 τον επόμενο χρόνο, στην Τσεχία, πήρε το χάλκινο, με τη νίκη πάλι επί της Ελλάδας στο μικρό τελικό. Δύο χρόνια μετά, πήρε το ασημένιο στην ίδια διοργάνωση, που έγινε στη Ρωσία, όταν ηττήθηκε από την οικοδέσποινα. Έπρεπε να περάσουν 28 μέρες για να κατακτήσει τον τίτλο. Κατόρθωσε και στέφθηκε πρωταθλητής κόσμου με την U21 σε εκείνον τον «καταραμένο» τελικό της Αργεντινής, ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 2005, όταν ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος έκανε σε νεκρό χρόνο φάουλ στο μέλλοντα συμπαίκτη του, Ρενάλντας Σέιμπουτις, ο οποίος με δύο βολές χάρισε τη νίκη στους Λιθουανούς.

Ο Ματσιούλις θα αργούσε να φτάσει στην Ελλάδα. Το τάιμίνγκ του λογιζόταν ως κακό, αλλάέγινε μέλος μιας από τις αδικημένες ομάδες του Παναθηναϊκού.

 

Το μερίδιό του στη μετα-Ομπράντοβιτς εποχή

Η μαγκιά της διετίας και η μεταγραφή στη Ρεάλ

Έπειτα από τέσσερα χρόνια στη Ζαλγκίρις, με την οποία κατέκτησε μία Βαλτική Λίγκα, το 2008, δύο πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα, το 2007 και το 2008, αλλά και μία χρονιά με 14 πόντους και 5 ριμπάουντ στην Ευρωλίγκα της σεζόν 2008-09, ο Ματσιούλις υπέγραψε με την Αρμάνι Μιλάνο. Από τη σεζόν 2006-07 έως τη σεζόν 2010-11 ο Λιθουανός είχε διψήφιο αριθμό πόντων στην Ευρωλίγκα, ένα κατόρθωμα για το οποίο ελάχιστοι μπορούν να κοκορεύονται. Οι Ιταλοί, αλέγκροι και κλοουνίζοντες καθώς είναι, μπορεί να είναι πολύ ψυχαγωγικοί, αλλά δεν έχουν τύψεις συνείδησης και όταν ένας παίκτης τραυματίζεται σοβαρά, δεν τους πιάνει το πονοψυχιάρικο. Τη δεύτερη χρονιά του δεν έπαιξε μπάσκετ για εννιά μήνες, εξαιτίας ενός τραυματισμού στο γόνατο.

Αλλά δεν τον φώναζαν τυχαία «ταύρο». Τη σεζόν 2011-12 υπέγραψε στη λιθουανική Μπαλτάι, μέχρι να βρει ομάδα να συνεχίσει την καριέρα του και πήγε στη Σιένα, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα. Το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού δίεπε η αμοιβαιότητα. Ο Ματσιούλις έφτασε στην Αθήνα μόλις έφυγε ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς και με προπονητή τον Αργύρη Πεδουλάκη έκανε μια σπουδαία χρονιά σε Ευρωλίγκα και Α1. Ήταν ο μόνος παίκτης του Παναθηναϊκού, σε όλα τα παιχνίδια στην Ευρώπη και σε μια χρονιά που οι «πράσινοι» έφτασαν τους προημιτελικούς με την Μπαρτσελόνα στα πέντε παιχνίδια, που έπαιξε βασικός σε κάθε παιχνίδι. Ο αποκλεισμός δεν τον πτόησε και το τέλος της σεζόν τον βρήκε να χαμογελά: το 3-0 στη σειρά των τελικών με τον πρωταθλητή Ευρώπης Ολυμπιακό είχε τον ίδιο υπαίτιο, σε μεγάλο βαθμό. Την επόμενη χρονιά, η έκβαση ήταν πιο ψυχοφθόρα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: πρωτάθλημα στον πέμπτο τελικό στο ΟΑΚΑ με τον ίδιο αντίπαλο.

Ο Ματσιούλις, ως τότε, είχε πετύχει κάτι σπάνιο: είχε, και με τη Ζαλγκίρις και με τη Μιλάνο και με τον Παναθηναϊκό, μεγαλύτερο μέσο όρο στην Ευρωλίγκα από ό,τι στα πρωταθλήματα κάθε χρονιά. Ο Πάμπλο Λάσο διείδε, στο πρόσωπό του, την αυταπάρνηση που έλειπε από τη Ρεάλ Μαδρίτης.

 

Η ειρωνεία στον Σπανούλη

Πρωταθλητής Ευρώπης και… τεσσάρων χωρών

Πιο διάσημη σκηνή διεθνώς, όμως, ήταν η ειρωνεία στον Βασίλη Σπανούλη, στα τελευταία λεπτά του τελικού της Ρεάλ με τον Ολυμπιακό για την Ευρωλίγκα του 2015, στη Μαδρίτη, όταν κατέκτησε την Ευρωλίγκα με συμπαίκτη τον Γιάννη Μπουρούση και χωρίς να διαμαρτύρεται για το μειωμένο χρόνο, που φάνηκε στους μέσους όρους του. Εδώ που τα λέμε, ακόμα και όχι ως ο πρώτιστος πολιορκητικός κριός, ο Λιθουανός είχε δημιουργήσει συντριπτικά θετική παράδοση με τους «ερυθρόλευκους», τέτοια που του έδινε το δικαίωμα να γίνει εριστικός, έστω και κατά τη διάρκεια μίας τόσο επώδυνης ήττας, μιας κατάστασης που ξεπερνούσε τη λεπτή κλωστή της δεοντολογίας.

Γενικώς, οι παίκτες της Ρεάλ έμπαιναν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο μάτι των Ελλήνων οπαδών. Σαν να μην έφταναν οι σεσημασμένοι Ρούντι Φερνάντες και Φελίπε Ρέγες, στο παιχνίδι της Μαδρίτης τον Ιανουάριο ο άσημος, τότε, Αργεντινός Φακούντο Καμπάτσο έριξε κάτω τον Δημήτρη Διαμαντίδη με λαβή τζούντο. Το τι «ξυλοκόπος» χαρακτηρίστηκε τότε, δεν λέγεται. Στο ματς της Αθήνας, δε, τον Μάρτιο, ο εμβληματικός αρχηγός του Παναθηναϊκού έπιασε τη λογομαχία με τον Ανδρές Νοσιόνι.

Στη «βασίλισσα» έμεινε ως το 2018 και κατέκτησε τρία Copa del Rey και δύο ισπανικές λίγκες, εκτός των άλλων. Έγινε, έτσι, πρωταθλητής σε τέσσερις χώρες, τη Λιθουανία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία. Έπαιξε, συνολικά, 239 παιχνίδια στην Ευρωλίγκα. Ο δρόμος του με τους «μερένχες» χωρίστηκε στις 2 Μαρτίου εκείνου του έτους και τέσσερις μέρες αργότερα υπέγραψε συμβόλαιο με τη Λοκομοτίβ Κούμπαν. Τον Ιούλιο του 2018 υπέγραψε στην ΑΕΚ, την οποία στην οποία έμελλε να τελειώσει την καριέρα του. Κατέκτησε το Διηπειρωτικό του 2019, επαναλαμβάνοντας την επιτυχία του 2015 και το Κύπελλο του 2020. Φεύγει, αν μη τι άλλο, πλήρης διασυλλογικών τίτλων.

 

Εγγύηση μεταλλίων

Η δόξα με τη Λιθουανία

Ο Ματσιούλις κατάφερε και με τη δουλειά του έγινε ο παίκτης που χρειαζόταν η ομάδα του, ακόμα κι αν δεν υπήρχε οποιαδήποτε εγγύηση ότι θα αποτελούσε όντως πλεονέκτημα. Αντιθέτως, εγγύηση ήταν τα μούσκουλά του, τα οποία χρειάστηκε κατά κόρον και η εθνική Λιθουανίας για να επιβάλει το νόμο της, αν και όχι ως το τέλος.

Παρά την ενδεχόμενη περί του αντιθέτου αίσθηση, η Λιέτουβα ήταν εξόχως επιτυχημένη στη θητεία του. Ο Ματσιούλις κατέκτησε τρία μετάλλια σε Ευρωμπάσκετ, το χάλκινο το 2007 στην Ισπανία και τα ασημένια το 2013 και το 2015 σε Σλοβενία και Γαλλία αντιστοίχως, όταν η ομάδα του ηττήθηκε από Γάλλους και Ισπανούς. Στο δεύτερο Ευρωμπάσκετ αλησμόνητοι θα του μείνουν οι 34 πόντοι που σημείωσε με τη Γεωργία, μαζί με 6 ριμπάουντ, 3 ασίστ, 4 κλεψίματα και 2 κοψίματα, στη νίκη 85-81.

Αρωγός, επίσης, υπήρξε και στο χάλκινο που κατέκτησε η Λιθουανία στο Παγκόσμιο του 2010 στην Τουρκία, ενώ έπαιξε και σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες, το 2012 και το 2016, όταν και αποκλείστηκε δύο φορές στα προημιτελικά, από Ρώσους και Αυστραλούς.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News