Αντώνης Καρπετόπουλος: Η μελωδία της ευτυχίας

Ο κόσμος χάρηκε για τις νίκες της Εθνικής Ελλάδος στο ΣΕΦ – κυρίως αυτές που έκανε το Σαββατοκύριακο με την Σλοβενία και την Κροατία. Αλλά ομολογώ πως εγώ είχα μάτια μόνο για τον κόουτς Βασίλη Σπανούλη. Τον οποίο στο πρώτο του μεγάλο τουρνουά τον καμάρωσα.

Ο κόσμος χάρηκε για τις νίκες της Εθνικής Ελλάδος στο ΣΕΦ – κυρίως αυτές που έκανε το Σαββατοκύριακο με την Σλοβενία και την Κροατία. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ήταν πάλι η μεγάλη ατραξιόν, ακόμα και αν κόντρα στους Κροάτες ειδικά, χρειάστηκε να είναι ουσιαστικός περισσότερο από θεαματικός. Στο τέλος όλοι ήταν ανακουφισμένοι γιατί η αποστολή εξετελέσθη και η Εθνική μας μετά από 16 χρόνια θα βρεθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες: η πρόκριση αποτελεί μάλλον αποφυγή αποτυχίας, παρά τρομερή επιτυχία, αλλά σε καιρούς που η Εθνική μπάσκετ δεν έχει να επιδείξει παρά μόνο στραβοπατήματα είναι κάτι χρήσιμο. Στο Παρίσι με τον Καναδά, την Αυστραλία και την Ισπανία στον όμιλο είναι δύσκολο να προκύψει διάκριση, αλλά η χαρά της συμμετοχής είναι η ίδια η ουσία των Ολυμπιακών Αγώνων: πολλές ομάδες με όνομα και ιστορία θα λείπουν. Όλα αυτά είναι ωραία. Αλλά ομολογώ πως εγώ είχα μάτια μόνο για τον κόουτς Βασίλη Σπανούλη. Τον οποίο στο πρώτο του μεγάλο τουρνουά τον καμάρωσα.

Είχε πάντα άποψη

Ότι ο Σπανούλης θα γίνει σπουδαίος προπονητής το έγραφα όταν ακόμα αγωνιζόταν. Πολλά που έκανε ως παίκτης έδειχναν ότι προετοιμάζεται για την προπονητική του καριέρα – και δεν εννοώ τα όσα έκανε στο παρκέ. Ο Σπανούλης είχε άποψη για το πώς πρέπει να κατασκευάζεται μια ομάδα – ιδίως ο Ολυμπιακός. Ήξερε τι συμπαίκτες ήθελε. Αγαπούσε συγκεκριμένους τρόπους παιγνιδιού. Δεν υπήρξε ποτέ συνηθισμένη περίπτωση παίκτη, όχι μόνο γιατί ήταν ηγέτης στο παρκέ, αλλά και γιατί η ίδια η αντίληψή του για το τι είναι μια ομάδα ήταν στέρεη και συγκεκριμένη: όταν έβαζε τις φωνές για να ξυπνήσει συμπαίκτες δεν το έκανε γιατί το απαιτούσε ο ρόλος του αρχηγού, αλλά γιατί ένοιωθε ένα είδος υποχρέωσης απέναντι στο ίδιο το παιγνίδι. Και στο πως αυτό θα πρέπει να διορθωθεί για να ρθούν νίκες. Που για τον Σπανούλη ήταν και είναι πάντα το βασικό ζητούμενο.

Ημουν αντίθετος

Όταν ανακοίνωσε πως θα πάει στην Εθνική ήμουν αντίθετος με την απόφασή του. Φοβόμουν ότι στην κατάσταση που βρισκόταν η Εθνική ο Σπανούλης θα έχανε αυτή την μια και μοναδική ευκαιρία που έχει κάποιος που ξεκινά για να κάνει την καλύτερη εντύπωση. Δεν έβλεπα πως μπορεί να αποφύγει, σε περίπτωση αποτυχίας, το τσουβάλιασμα, πως θα γλύτωνε από το να γίνει ένας από όλους, ενώ είναι εξαιρετικός και το ξέρουμε. Ο Σπανούλης βέβαια δεν σκέφτεται έτσι: έψαχνε ένα παλκοσένικο για να δείξει πως γίνεται η δουλειά – μια σκηνή πιο μεγάλη από το Περιστέρι στο οποίο μια χαρά τα κατάφερε, αλλά άλλο είναι η δουλειά σε μια ομάδα χωρίς άγχη πρωταθλητισμού κι άλλο η Εθνική. Νομίζω πως με τον Ντόνσιτς κατάκοπο από τα δεκάδες ματς που έπαιξε στο ΝΒΑ και τους Κροάτες χωρίς ένα έστω περιφερειακό της προκοπής, θα αρκούσε το ΣΕΦ για να ρθει η πρόκριση αρκεί ο Γιάννης Αντετοκούνμπο να έδινε το παρών. Αλλά το θέμα δεν είναι πάντα το τι κάνεις. Είναι πολύ συχνά και το πώς το κάνεις.

Ο Σπανούλης έδειξε προσόντα σπουδαίου προπονητή από την πρώτη στιγμή. Κατάφερε να αφήσει τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟ έξω από την Εθνική μετά από μια σειρά τελικών της Α1 με απερίγραπτη τοξικότητα: η απάντηση του Λαρεντζάκη σε αυτόν που τον ρώτησε για την επιστροφή του Βεζένκοφ είναι αποτέλεσμα της δουλειάς του Σπανούλη. Επέβαλε σε χρόνο ρεκόρ μια σοβαρότητα που είχαμε στην Εθνική καιρό να δούμε και που φάνηκε στην προσφορά παικτών που ήρθαν από τον πάγκο όπως ο Τολιόπουλος και ο Χαραλαμπόπουλος. Κυρίως παρουσίασε μια Εθνική στην οποία ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ήταν χρήσιμος, αλλά όχι η μια και μοναδική λύση για όλα. Πάνω από όλα ωστόσο είδαμε αυτές τις μέρες ποιο είναι το παιγνίδι που ο Σπανούλης αγαπάει και θέλει οι ομάδες του να παίζουν. Και το παιγνίδι είναι πάντα το σημαντικότερο.

Η μεγάλη του διαφορά

Ο Σπανούλης έχει μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με όλους τους καλούς Ελληνες προπονητές που δουλεύουν σε top επίπεδο τα τελευταία χρόνια: υπήρξε τεράστιος παίκτης. Ο μόνος που μπορεί να συγκριθεί μαζί του ως περίπτωση ανάλογη είναι ο μεγάλος Παναγιώτης Γιαννάκης, αλλά ο Γιαννάκης είχε μια ατυχία: έπεσε ως προπονητής σε μια εποχή που το μπάσκετ άλλαξε πολύ και λίγα από όσα κουβαλούσε ως παίκτης μπορούσαν να του είναι χρήσιμα στην προπονητική του καριέρα. Στην διαχείριση των χαρακτήρων, ως γεννημένος αρχηγός, ήταν πάντα εξαιρετικός και για αυτό υπήρξε και σπουδαίος ομοσπονδιακός προπονητής. Αλλά ο Γιαννάκης ερχόταν από τα χρόνια του Ιωαννίδη που στο παρκέ έμεναν πέντε παίκτες για σαράντα λεπτά κι έπρεπε να δώσουν και την ψυχή τους και βρέθηκε σε ένα νέο περιβάλλον όπου αν δεν υπάρχει μια αξιόμαχη δεκάδα, με ρόλους και εσωτερική ιεραρχία, το πράγμα είναι δύσκολο: χρειάστηκε σε αυτή την νέα εποχή να προσαρμοστεί ενώ ήταν ως παίκτης καθηγητής του μπάσκετ.

Ο Σπανούλης δεν χρειάζεται καμία προσαρμογή: το μπάσκετ που έπαιζε και το μπάσκετ που διδάσκει είναι στο ίδιο πλαίσιο. Ως τεράστιος παίκτης δεν κουβαλά το άγχος της καθιέρωσης ή την ανάγκη να γίνει σημαντικός μέσω της προπονητικής: έχει ιστορία και προσωπικότητα. Δεν χρειάζεται να «σκοτώσει» τον παίκτη που έχει μέσα του, γιατί μπορεί να τον συμβουλεύεται. Και όταν θα βάλει τις φωνές θα τον ακούσουν όλοι γιατί είναι ο Σπανούλης: ένα κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού μπάσκετ κι όχι κάποιος που χτυπιέται και χειρονομεί για να δείξει ότι τα λάθη δεν είναι δικά του.

Και με αυτά και μόνο θα έκανε καριέρα, αλλά εγώ είδα κι άλλα. Είδα πχ ένα Σπανούλη που δεν φοβήθηκε καθόλου να ξεκινήσει με τον Παπαγιάννη και τον Αντετοκούνμπο στην βασική πεντάδα παρόλο που τρίτος ψηλός δεν υπήρχε. Είδα κυρίως ένα Σπανούλη που ζητούσε σουτ από όλους. Και που εμφανώς ζητούσε από όλους να παίζουν άφοβα στην επίθεση, όπως δηλαδή έκανε εκείνος.

Το τρίτο βήμα

Η Εθνική μπάσκετ θα παίζει πάντα καλή άμυνα ακόμα και σε υπερπαίκτες όπως ο Ντόνσιτς. Δεν είναι ζήτημα σχολής απαραίτητα: το επιβάλει το ίδιο το παιγνίδι. Για να μείνεις ζωντανός πρέπει να σταματήσεις αντιπάλους που συχνά είναι χαρισματικοί – δεν παίζεις πάντα με την Αίγυπτο. Το θέμα ωστόσο είναι τι γίνεται στην άλλη πλευρά, δηλαδή στην επίθεση. Με τον Σπανούλη είδα τον Καλάθη και τον Γουόκαπ, όχι μόνο να συνυπάρχουν αρμονικά, αλλά και να τιμωρούν όσους πίστευαν πως θα διστάσουν να σουτάρουν. Είδα τον Τολιόπουλο να μπαίνει και να ξεσηκώνει το ΣΕΦ. Τον Χαραλαμπόπουλο να παίζει το μπάσκετ που αγαπάει. Τον Παπαγιάννη να σουτάρει τρίποντα με την καρδιά του. Κυρίως είδα ένα παιγνίδι, που αν κάποια στιγμή ο Σπανούλης βρει τους απαραίτητα καλούς ερμηνευτές του, μπορεί να είναι υπέροχο. Διάβαζα ερωτηματικά και απορίες γιατί η Εθνική μας σούταρε τόσο πολύ στα φιλικά: για μένα ότι το έκανε είναι πρόοδος – το σουτ είναι η μελωδία της ευτυχίας. Σκεφτείτε μια ομάδα με πραγματικούς σουτέρ, που σουτάρει άφοβα 35 τρίποντα, που ψάχνει τα καλύτερα σουτ κι όχι το χρόνο που αυτά πρέπει να γίνουν, που έχει παίκτες που ζούνε για να βάλουν την μπάλα στο καλάθι γιατί ενθαρρύνονται από τον προπονητή τους να πάρουν κάθε πρωτοβουλία. Μια τέτοια ομάδα θα ήταν λόγος για να αγαπάς το μπάσκετ.

Η Εθνική μας έχει μια αποστολή σχεδόν απαγορευτική στο Παρίσι. Δεν έχει καν μια αδύνατη ομάδα στον όμιλό της που θα μπορούσε να συντρίψει ώστε να έχει πιθανότητες να περάσει ως καλύτερη τρίτη. Θα κάνει ό,τι μπορεί απέναντι στους Καναδούς (που είναι για μετάλλιο), τους Αυστραλούς (που είναι πάντα δυνατοί) και τους Ισπανούς (που είναι παραδοσιακά ο κακός της δαίμονας). Θα χαρούμε την παρουσία της και την προσπάθειά της. Και μετά ελπίζω ο Σπανούλης να βρει μια ομάδα στην Ευρωλίγκα και να μας δείξει με αυτή το μπάσκετ που έχει στο μυαλό του. Ξεκίνησε στο Περιστέρι, συνέχισε στην Εθνική, είναι ώρα για το τρίτο βήμα. Το μπάσκετ μας τον έχει ανάγκη: και ως προσωπικότητα και ως ηγέτη και ως μπροστάρη για να διώξει την μαυρίλα της σκοπιμότητας και να βοηθήσει να αλλάξει η νοοτροπία που το μπάσκετ μας τον τυραννάει χρόνια τώρα…

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News