Αντώνης Καρπετόπουλος: Το βάλσαμο της τοξικότητας

Μια ομάδα είναι κάτι περισσότερο από τις επιλογές του προπονητή, τα ονόματα των παικτών, τα σχήματα στην επίθεση και το πάθος στην άμυνα. Σε αυτή την διοργάνωση έγιναν πολλά που προσωπικά είχα χρόνια να δω στην Εθνική ομάδα. Γράφει ο Αντώνης Καρπερόπουλος.

Αυτό το παράξενο «περιμένοντας τους Σέρβους» που ζει από χθες η Εθνική μπάσκετ θα ήταν κρίμα κι άδικο να ολοκληρωθεί με τον αποκλεισμό της.

Το αληθινά κακό είναι ότι οι Σέρβοι έχουν προκριθει – η ομάδα του Σουδάν είναι καλή και η ευκαιρία της ιστορική. Η ομάδα του Βασίλη Σπανούλη κέρδισε την Αυστραλία στο τρίτο της ματς. Αν ο Γουόκαπ ή ο Καλάθης είχαν σουτάρει λίγο καλύτερα στην τελευταία επίθεση, βρίσκοντας αυτό το τρίποντο που έψαξαν, με δεδομένο πλέον ότι η Ισπανία έχασε από τον Καναδά (κι αποκλείστηκε…) η Εθνική μας θα είχε ήδη προκριθεί. Και μόνο αυτή η εξέλιξη δείχνει ότι η Εθνική μας αξίζει την πρόκριση.

Διότι ναι μεν στη φάση των ομίλων έχει κάνει μόνο μια νίκη, πλην όμως έχει κάνει μια συνολικά σπουδαία προσπάθεια. Πάλεψε και στα τρία ματς, έδωσε ό,τι καλύτερο, φάνηκε να ξέρει τα όρια και έψαξε τις υπερβάσεις τους. Και κυρίως μετά από πολύ καιρό είχε αυτή την απαραίτητη κοινή θέληση που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε ομάδα. Πράγμα που στην Εθνική μας ομάδα μπάσκετ τα τελευταία χρόνια δεν ήταν καθόλου δεδομένο.

Είχα να τα δω χρόνια

Μια ομάδα είναι κάτι περισσότερο από τις επιλογές του προπονητή, τα ονόματα των παικτών, τα σχήματα στην επίθεση και το πάθος στην άμυνα. Σε αυτή την διοργάνωση έγιναν πολλά που προσωπικά είχα χρόνια να δω στην Εθνική ομάδα. Πέρα από τις αξέχαστες ραψωδίες του Γιάννη στο παρκέ εγώ είδα αντιδράσεις που αληθινά με χαροποίησαν

. Θα έχω να θυμάμαι την επιθετική απάντηση «τι είναι αυτά που ρωτάς τώρα;» του Γιαννούλη Λαρεντζάκη στο ρεπόρτερ που τον ρώτησε μετά από ματς της Εθνικής για την επιστροφή του Βεζένκοφ στον Ολυμπιακό. Την αρχηγική τοποθέτηση του Κώστα Παπανικολάου εναντίον όσων έκριναν σκληρά κι άδικα παιδιά που όπως είπε «δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα». Τους όρκους νίκης του Τολιόπουλου μετά την σκληρή ήττα από την Ισπανία και την δήλωση του Γουόκαπ ότι «δεν παίξαμε στην άμυνα όπως πρέπει να παίζουμε ως παίκτες της Εθνικής Ελλάδος» μετά το ματς με τον Καναδά.

Θα θυμάμαι την αποκάλυψη του Γιάννη Αντετοκούνμπο ότι όταν του πρότειναν να γίνει σημαιοφόρος αυτός υπέδειξε τον Κώστα Παπανικολάου, «ένα αληθινό αρχηγό που θα έπρεπε να έχει αυτή την τιμή» κι επίσης τον Θανάση Αντετοκούνμπο να χτυπιέται στον πάγκο και να μοιάζει να θέλει να μπει να παίξει με ένα πόδι. Αλλά και την γενναία επιστροφή του Νικ Καλάθη που από το νοσοκομείο βρέθηκε στο γήπεδο για να δώσει το παρών στη μάχη με τους Αυστραλούς – του Καλάθη που γεννήθηκε στο Γουίντερ Παρκ της Φλόριντα, αλλά που παραμένει πιστός στρατιώτης της Εθνικής στα 35 του χρόνια, την ώρα που άλλοι εθνικοί μας αστέρες στην ηλικία του της είπαν αντίο.

Ανεξάρτητα από δυνατότητες και αδυναμίες αυτή η ομάδα είναι μια γροθιά και ήρθε να μας θυμίσει ότι αυτό είναι το πρώτο και απαραίτητο που χρειάζεται για να φτιάξεις μια αληθινή ομάδα. Στον κόσμο του ελληνικού μπάσκετ, έχοντας χαθεί στις λεπτομέρειες των δυναμικών χεντς άουτ, στα πουλ απ και στα πικ εν ρολ, έχουμε ξεχάσει πως πριν το δέντρο υπάρχει πάντα το δάσος. Αν ο αθλητής δεν νιώθει την ομάδα ομάδα του, αν δεν παίζει για τον συμπαίκτη, αν δεν ακολουθεί τον προπονητή του, αν δεν αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί την κοινή προσπάθεια, αν δεν σέβεται την εσωτερική ιεραρχία, δεν γίνεται τίποτα όσο πετυχημένα κι αν είναι τα πικ εντ ρολ.

Η Εθνική Ελλάδος μετά το 2010 χάθηκε σε ένα λαβύρινθο από αντιπαλότητες που είχαν να κάνουν και με την διοίκηση της ομοσπονδίας, και με τις αντιπαραθέσεις του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, και με τις προσωπικές «αντζέντες» διάφορων προπονητών που έβλεπαν την εθνική ως ευκαιρία να αποδείξουν την αυθεντία τους. Αυτή η Εθνική, ανεξάρτητα με το ποιο θα είναι το αποτέλεσμά της προσπάθειας στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ξαναέφερε στην επικαιρότητα τις χαμένες αξίες.

Το έκανε μάλιστα σε ένα τρομερά νοσηρό περιβάλλον. Οι κόντρες του Ολυμπιακού και του ΠΑΟ κρατάνε πλέον 365 μέρες το χρόνο και οι στρατοί από troll στα Social Media είναι έτοιμοι να αποδομήσουν τους πάντες μόνο και μόνο γιατί τους βλέπουν όχι ως αντίπαλους, αλλά ως εχθρούς.

Ο τραυματισμός του Κώστα Σλούκα μεγάλωσε την καχυποψία και κατά συνέπεια και τις δόσεις του δηλητήριου στις κρίσεις. Η Εθνική μας παίρνει μέρος στους αγώνες εν μέσω προεκλογικής περιόδου για την διοίκηση της ομοσπονδίας. Ο ίδιος ο Παναγιώτης Φασούλας, διεκδικητής ξανά της ΕΟΚ, παρασύρθηκε κι έκανε δηλώσεις εναντίον της ελληνοποίησης του Γουόκαπ ενώ η ομάδα πάλευε για την πρόκρισή της – δεν λέω ότι θα πρεπε να είναι διαφορετικές οι απόψεις του (άλλωστε δικές του είναι…), λέω πως θα έπρεπε όλα αυτά να τα βάλει στην ημερήσια διάταξη μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων, εφόσον το κρίνει απαραίτητο.

Ο απαραίτητος Σπανούλης

Υπο αυτό το πρίσμα η παρουσία του Βασίλη Σπανούλη στην Εθνική αποδείχτηκε απαραίτητη. Όχι γιατί ο Σπανούλης έχει κάνει τις καλύτερες επιλογές (αυτές άλλωστε μετά τις αρνήσεις του Παπαπέτρου και του Ραγκαβόπουλου και τους τραυματισμούς του Κώστα Αντετοκούνμπο και του Σλούκα ήταν σχεδόν υποχρεωτικές), αλλά γιατί κατάφερε με την παρουσία του να υπενθυμίσει πρώτα από όλα στους παίκτες όσα έκαναν κάποτε αυτή την ομάδα μεγάλη.

Ο Σπανούλης μου μοιάζει ο ένας και αληθινός διάδοχος του Παναγιώτη Γιαννάκη γιατί έχει την γνώση των αξιών της Εθνικής. Τον έβλεπα στην συνέντευξη μετά το ματς με την Αυστραλία. Το μάτι γυάλιζε. Το πάθος ήταν ίδιο με αυτό που είχε όταν πήρε σχεδόν μόνος του το τελευταίο μετάλλιο αυτής της ομάδας στο πανευρωπαϊκό της Πολωνίας το 2009. Ο λόγος του ήταν κοφτερός και ευθύς ώστε να μην επιτρέπει αντίλογο. Μας θύμισε ότι πρέπει να αγαπάμε αυτά τα παιδιά και την προσπάθειά τους κι ότι αν κι εμείς δεν βάλουμε την ομάδα πάνω από όλα δεν θα γίνει ποτέ τίποτα. Και ουσιαστικά μας προέτρεψε κι εμάς να θυμηθούμε τις παλιές αξίες – αυτές που ξαναήρθαν στην επικαιρότητα. Ο Σπανούλης είναι κυματοθραύστης και αληθινός αρχηγός. Και μακάρι ως προπονητής να μην σκοτώσει ποτέ τον παίκτη που έχει μέσα του.

Νίκη για δυο λόγους

Η Εθνική μας κέρδισε την Αυστραλία για δυο απλούς λόγους: γιατί έκανε ένα ονειρικό δεκάλεπτο στην άμυνα – το δεύτερο. Σε αυτό δέχτηκε μόλις 12 πόντους, εκμηδένισε τους Αυστραλούς επιθετικά, τους έκλεψε μπάλες, τους έτρεξε και βρήκε μια μεγάλη διαφορά που παρά την επιστροφή του καλού αντιπάλου, υπερασπίστηκε στο δεύτερο ημίχρονο σκοράροντας λιγότερο, αλλά χειρουργικά. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτή τη φορά ο πάλι άψογος Αντετοκούνμπο βρήκε όχι ένα, όπως στα προηγούμενα ματς, αλλά τέσσερις συμπαραστάτες στην επίθεση.

Ο Γιάννης είχε στο ματς με τον Καναδά στο πλάι του μόνο τον Παπανικολάου και στο ματς με την Ισπανία μόνο τον Τολιόπουλο. Χθες ήταν παραγωγικότατοι ο Γουόκαπ, ο Ντίνος Μήτογλου και ο Τολιόπουλος, ενώ ο Καλάθης κατέθεσε ειδικά στο δύσκολο φινάλε, όταν οι Αυστραλοί δεν άφηναν στο Γιάννη το δικαίωμα να πάρει την μπάλα, όλη την οργανωτική του σοφία. Αν αυτά είχαν γίνει σε ένα από τα δυο προηγούμενα ματς τώρα δεν θα περιμέναμε τους Σέρβους, αλλά θα κάναμε όνειρα για το πως η ομάδα θα φτάσει στους ημιτελικούς. Αν δεν έγιναν ωστόσο, δεν είναι γιατί έλειψε η θέληση ή η προσπάθεια, αλλά γιατί οι παίκτες αυτής της ομάδας δεν είναι συνηθισμένοι επιθετικά σε πρωταγωνιστικούς ρόλους – αυτή ήταν εξ αρχής η καταστευαστική δυσκολία αυτής της ομάδας. Που όμως θα έπρεπε να είναι λόγος για να την αγαπάμε πιο πολύ: η προσπάθεια για υπέρβαση είναι σε όλα τα σπορ ιερή κι αξιοθαύμαστη.

Ποιος άραγε από μας το αξίζει;

Η Εθνική μας αξίζει ένα δώρο από τους Σέρβους. Αξίζει κι ένα μεγάλο προημιτελικό κόντρα στους πανίσχυρους παγκόσμιους πρωταθλητές Γερμανούς. Δεν ξέρω όμως πόσο αυτά τα αξίζουμε εμείς. Η σκάρτη πίστη μας, η αθεράπευτη γκρίνια μας, η αδυναμία να καταλάβουμε πως το μπάσκετ δεν είναι τα Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός και η τοξικότητα τους είναι αδυναμίες μεγαλύτερες από τις αγωνιστικές που κουβαλάει η ομάδα του Σπανούλη. Γιατί με τις αδυναμίες της η ομάδα αυτή ζει και παλεύει. Ενώ οι δικές μας είναι αγιάτρευτες…

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News