Ολυμπιακός: Ο Μπαρτζώκας, ο Μέντι, ο Ρέτσος, ο Παπ...

Δε θα έμοιαζε τόσο όμορφο το ένδοξο παρελθόν, αν στον Ολυμπιακό δεν απολάμβαναν ένα σπουδαίο παρόν.

Για κάθε σύλλογο, η επέτειος των 100 ετών από τη μέρα που κάποιοι γένησαν την ιδέα του είναι ένα ορόσημο και κυρίως μια αφορμή για επανασύνδεση του καθενός με τις ρίζες του κλαμπ. Μια ευκαιρία για γιορτές, «ευχαριστώ» σε μύθους, επιστροφή στα παλιά.

Για τον Ολυμπιακό, εν προκειμένω, είναι μια αφορμή γι’ αυτές τις όμορφες εικόνες που από τη φύση του ο σύλλογος γεννά. Για τα ψαράδικα πάνω στο λιμάνι, για τα κουτούκια με τα ρεμπέτικα, για τις πειραιώτικες ατάκες των θρύλων του, για τα ασημικά…

Οχι μόνο

Θα μπορούσε αυτή η σημαδιακή ημερομηνία να έβρισκε τον Ολυμπιακό σε μία δύσκολη εποχή. Σε μία φάση αγωνιστικών αποτυχιών ή πολύ χειρότερα σε μια περίοδο… ανοργασμική. Χωρίς έμπνευση, χωρίς όρεξη, χωρίς ηγέτες, χωρίς ταυτότητα.

Η μοίρα του συλλόγου, που ιδρύθηκε μια μέρα σα κι αυτήν σε κάποια ταβέρνα του Μοίρα, δε τα ήθελε έτσι. Για την ακρίβεια τα ήθελε αντίθετα. Εντελώς αντίθετα…

Ενα βράδυ πριν το κοντέρ δείξει 100, κι ενώ στο Φάληρο γινόταν το γλέντι της παραμονής, το χρυσό παιδί γινόταν χρυσός πρωταθλητής Ευρώπης. Ο Εμμανουήλ Καραλής, αθλητής του Ολυμπιακού Συνδέσμου Φιλάθλων Πειραιώς, το κατάφερνε κι αυτό. Το σύμβολο του αντιρατσισμού, το σύμβολο της ψυχικής δύναμης, το σύμβολο του Ολυμπισμού που από ιδρύσεώς του είναι… καταδικασμένος να πρεσβεύει ο μεγάλος σύλλογος του Πειραιά.

Λίγες βδομάδες νωρίτερα, άνδρες και γυναίκες μ’ ερυθρόλευκα σκουφάκια είχαν φύγει από τον Βόλο φορτωμένοι με δύο ακόμα ασημικά. Είχαν διαλύσει τον ανταγωνισμό και επέστρεφαν στα Φάληρα με τον 322ο και 323ο τίτλο του συλλόγου. Ο Γενηδουνιάς, ο Φουντούλης κι οι αδελφές Πλευρίτου ακόμα προσπαθούν να ηρεμήσουν από την 29η του περασμένου Μάη. Τα ίδια δάκρυα σκουπίζει ο Τζούριτς, η Λαμπρούση, ο Κανδύλας…

Ο Μπαρτζώκας, ο Μέντι…

Και στα λαοφιλή, σ’ αυτά που κάνουν πρωτοσέλιδα, κάθε συνέντευξη προπονητή είναι ένα μικρό ή μεγαλύτερο μάθημα.

Ο Γιώργος Μπαρτζώκας, περήφανος γιος επαναστάτη, μετρημένος αλλά όχι φοβικός, τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί στον απόλυτο ηγέτη του συλλόγου. Για κάποιους κόκκινο πανί, για άλλους κόκκινη -ή μάλλον ερυθρόλευκη- σημαία. Ενας εκ των κορυφαίων προπονητών στα χρονικά του ευρωπαϊκού μπάσκετ, που όταν μιλά για αυτό που αγαπά δημιουργούνται εικόνες βγαλμένες από τις σελίδες της Ιστορίας του Ολυμπιακού και του Πειραιά.  Κουβαλά την ταυτότητα, φέρνοντας στο σήμερα τον Θρύλο του Αναστόπουλου που κάποτε αγάπησε.

Αγνός Ολυμπιακός, και όπως κάθε άλλος, αγαπά τις μεγάλες προσωπικότητες που τίμησαν τη ριγωτή. Λόγω επαγγελματικής διαστροφής, λίγο παραπάνω εκείνους που φόρεσαν το τζάκετ με τον Εφηβο, ή στην προκειμένη… το τζιν πουκάμισο.

Ο Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ για τον Ολυμπιακό ήταν ένα δώρο, αλλά και τούμπαλιν. Ενας πολύπειρος Βάσκος προς τη δύση της καριέρας του, που πήρε στα 63 τη γεναία απόφαση να αφήσει για πρώτη φορά τη χώρα στην οποία έγινε εκείνος που ήταν.

Αγαπήθηκε όσο πουθενά, πέτυχε όσα ίσως είχε σταματήσει να ονειρεύεται, πέρασε στην αιωνιότητα και στην Ιστορία θα μείνει ως κάτι πολύ παραπάνω από ένας επιτυχημένος προπονητής. Κάτι πολύ παραπάνω, ακόμα, κι από τον άνθρωπο που έκανε αλήθεια ένα όνειρο τρελό. Είναι, πλέον, εκείνος που άλλαξε πολυεπίπεδα τον Ολυμπιακό. Εκείνος που γιγάντωσε τα έργα του συμπατριώτη Ερνέστο, τον έκανε πραγματικό Ευρωπαίο, τον έβαλε σε ένα κλειστό κλαμπ και θύμισε στον κόσμο του πως τίποτα δε μετρά περισσότερο από την ένταση και το πάθος. Εκείνα που, άλλωστε, ενέμπνευσαν τον Γιάννη Ανδριανόπουλο πριν έναν αιώνα να προτείνει το κόκκινο για τις μισές ρίγες…

Ο Παπ, ο Σάσα, ο Πάνος, ο Τζολ…

Ο πρώτος γεννήθηκε στα Τρίκαλα, ο δεύτερος στη Λευκωσία, ο τρίτος στο μακρινό Γιοχάνεσμπουργκ, ο τελευταίος στα Χανιά. Λίγοι, πια, είναι από τα Καμίνια, την Κοκκινιά και το λιμάνι. Ολοι τους γεννήθηκαν σε διαφορετικά μέρη της Γης, μα σήμερα πατούν τα ίδια χώματα. Εκείνα του Φαλήρου, στα οποία μεγαλούργησαν όσοι τον έκαναν Θρύλο και έφτιαναν αυτές τις εκατοντάδες χιλιάδες των οπαδών που σήμερα φωνάζουν για τον Κώστα Παπανικολάου, για τον Σάσα Βεζένκοφ, για τον Πάνο Ρέτσο, για τον Κωσταντή Τζολάκη.

Ο Παπ αδυνατεί ειλικρινά να συμφωνήσει με όσους τον τοποθετούν στην οροφή του ΣΕΦ, πλάι στους απόλυτους μύθους και απευθύνονται σ’ εκείνον ως έναν από τους κορυφαίους. Αυτή είναι η ταπεινότητα του ανθρώπου, του αρχηγού, που αποδεικνύει με πράξεις πως θεωρεί τον τελευταίο φροντιστή ισάξιο με τον εαυτό του και τον Σάσα. Εκείνος, εξίσου ταπεινά, αφήνει το παιχνίδι του να μιλήσει κι αποφεύγει τα μεγάλα και βαρύγδουπα. Μέχρι να φτάσει τον στόχο του, πιστεύει πως δεν έχει κάνει τίποτα το μυθικό.

Στην άλλη πλευρά της γέφυρας, βασικός με περιβραχιόνιο ξεκινά ο Παναγιώτης Ρέτσος. Μπαίνει με την ασπροκόκκινη στο χορτάρι, κοιτάζει γύρω του, διαισθάνεται, χαμογελά πλατιά κι αληθινά. Τι κι αν είναι ο ποδοσφαιριστής που έχει γνωρίσει καλά την απαράδεκτη πλευρά του Ελληνα φιλάθλου, αυτό δε του λέει τίποτα. Το γύρισε το παιχνίδι και σήμερα είναι ο αρχηγός της ομάδας της ζωής του στα 100 της χρόνια. Κι εκείνος ευγενέστατος, κι εκείνος ταπεινός, κι εκείνος κουβαλά όσα ο σύλλογος (πρέπει να) εκπροσωπεί.

Ακριβώς πίσω του, ο Κωσταντής Τζολάκης. Ο μεγαλύτερος των εκπροσώπων της ερυθρόλευκης «Gen-Z», που από ανήλικος υπερασπίζεται την πιο απαιτητική εστία της χώρας. Πρότυπο για όσους έρχονται, αλλά και για εκείνους που ήρθαν. Για τον Κωστούλα, για τον Μουζακίτη και για τα υπόλοιπα νιάτα του συλλόγου. Για την παρέα που έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης και τον Ολυμπιακό σε ύψη που ποτέ ξανά δεν είχε δει.

Ταυτότητα, υγεία, Ολυμπιακός… 100!

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News