ΣΚΟΤΙ ΠΙΠΕΝ: Το σουτ που καθόρισε τη θέση του «Ινδιάνου» των Σικάγο Μπουλς

Ο Μάικλ Τζόρνταν αποδείχθηκε, ύστερα από 23 χρόνια, ότι ήτο αληθινό αντίπαλο δέος του, από το οποίο ηττήθηκε

Μοιάζει με τύπο που ενσαρκώνει το ευφυολόγημα του Γούντι Άλεν «τον περισσότερο καιρό δεν περνάω καλά, τον υπόλοιπο δεν διασκεδάζω καθόλου». Ο Σκότι Πίπεν ακόμα και στις νίκες έμοιαζε με τύπο που δεν ψυχαγωγούνταν. Με 19 μήνες να έχουν παρέλθει από το ντοκιμαντέρ «Last Dance», το οποίο αφηγούνταν, ουσιαστικά, την πορεία του Μάικλ Τζόρνταν στους Σικάγο Μπουλς κάνοντας αντιπαραβολή με την τελευταία χρονιά του εκεί, στο Netflix, με ένα χωρισμό από τη σύζυγό του, Λάρσια, με την απουσία του στην εκπομπή «The Jump» του ESPN, ο «Ινδιάνος» έμοιαζε να ζει ένα κενό διάστημα.

Η δυσφορία του για το πώς παρουσιάστηκε στο ντοκιμαντέρ, που χτυπησε κόκκινο σε θεαματικότητα αφού τη στιγμή που προβλήθηκε δεν παιζόταν οτιδήποτε, εμφανίστηκε μόνο με τη μορφή του χαλασμένου τηλεφώνου. Οι δύο περιπτώσεις που ο Πίπεν κέρδισε πρωταγωνιστικό ρόλο στο ντοκιμαντέρ ήταν το «εμπάργκο» του στις αρχές της σεζόν 1997-98, όταν, δηλαδή, είχε αποθεραπευθεί και θα επέστρεφε στα παρκέ, αλλά και η στάση του μετά τον τρίτο ημιτελικό της Ανατολής με τους Νιου Γιορκ Νικς, στις 15 Μαΐου 1994 στο «Chicago Stadium», όταν ο Φιλ Τζάκσον αποφάσισε να σχεδιάσει την τελευταία επίθεση για τον Τόνι Κούκοτς και ο Πίπεν αρνήθηκε πεισματικά να βγει στο παρκέ. Τα βλέμματα συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν ένα κακομαθημένο παιδί σε πλήρη δράση, έναν αθλητή που δεν έβαζε τον εαυτό του πάνω από την ομάδα, που ουσιαστικά νόμιζε ο ίδιος ότι ήταν καλύτερος από αυτό που πραγματικά ήταν.

Έμοιαζε, εν ολίγοις, για έναν από τους κορυφαίους συμπαίκτες όλων των εποχών, έναν τύπο υποχωρητικό που είναι πεπεισμένος ότι για τον εαυτό του επιζητούσε ελάχιστα σε σχέση με εκείνα που πραγματικά άξιζε, μια συγκυρία η οποία, όπως λένε και οι διάσημοι όταν (δεν) απολογούνται για δηλώσεις που έκαναν, «φτιάχτηκε στο μοντάζ».

 

Δεν μπορεί να τον αγγίξει

Ο πληθυντικός αριθμός

Ο Πίπεν δήλωσε πληγωμένος μετά το «Last Dance». Αισθανόταν ότι οι τοποθετήσεις του Τζόρνταν, περί κορυφαίου συμπαίκτη στην καριέρα του, ήταν ψιχία σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάστηκε σε ό,τι αφορούσε την ανανέωση του συμβολαίου του. Πιθανότατα, θεωρεί ότι η υποστήριξη που είχε λάβει τότε από τον πλέον διάσημο συμπαίκτη του δεν εμφανίστηκε στην προβολή του ντοκιμαντέρ, σε πραγματικό χρόνο. Ο Πίπεν έγραψε μια τρόπον τινά αυτοβιογραφία, με τίτλο «Unguarded», που, ύστερα από το «Last Dance», ήταν ό,τι θα περίμενε κάποιος από εκείνον. Η γνώμη του για τον τρόπο συμπεριφοράς του Τζόρνταν στο ντοκιμαντέρ είναι ακριβώς αυτό που αντανακλούσαν τα ρεπορτάζ για τη θέση του μετά την προβολή του. «Πώς τολμάει να μας συμπεριφέρεται έτσι ο Τζόρνταν, ύστερα από όσα κάναμε για το brand του;» αναρωτιέται ο «Ινδιάνος».

Σε αυτήν τη φράση, μάλλον, βρίσκεται το μυστικό του σχεδιασμού της πραγματικότητας. Ο Πίπεν δεν χρησιμοποιεί ενικό αριθμό για να καταφερθεί εναντίον του πρώην συμπαίκτη του, μαζεύει κόσμο για να το κάνει. Ο Τζόρνταν δεν είχε, όμως, ποτέ φίλους. Η «φιλία» του με τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ, επί παραδείγματι, έμοιαζε με ένα ψευδεπίγραφο, άλλωστε ο ίδιος είχε πει ότι τον είχε από κοντά το 1993, στους τελικούς με τους Σανς, ώστε να επηρεάσει την απόδοσή του.

Ο Τζόρνταν δεν χρειαζόταν φίλους -πιθανώς ούτε τώρα. Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις ανθρώπων που νιώθουν τόσο μεγάλοι ώστε να κουβαλούν ένα βασίλειο γεμάτο υπηκόους μέσα τους. Η ατυχία είναι ότι η παραδοχή του στα μάτια του κόσμου έρχεται με την επίγνωση όλου του φάσματος της διαστροφής του. Ο Τζόρνταν μοιάζει κάπως με τον Ντιέγκο Μαραντόνα, υπό την έννοια ότι εκείνοι που τον θαυμάζουν δεν δίνουν δεκάρα αν ήταν εθισμένος στον τζόγο -όπως ισχύει στην περίπτωση του Αργεντινού με τα ναρκωτικά- και αν εκμεταλλευόταν κάθε συμπαίκτη και αντίπαλο που είχε ποτέ. Ο Πίπεν δεν μπορεί να του κάνει οποιαδήποτε ζημιά γράφοντας κάτι τέτοιο στο αναμνηστικό του: είναι μάταιο. Ο Τζόρνταν νίκησε σε κάθε τελικό που πήγε και η φράση «είναι ο μοναδικός που το έχει κάνει» τη σύγχρονη εποχή σχεδόν αντανακλά την πεποίθηση που έχει ο κόσμος. Οι Σικάγο Μπουλς εκείνης της εξαετίας (1991-93, 1996-98) δεν έχουν πάρει έξι πρωταθλήματα: ο Τζόρνταν τα έχει πάρει. Κι αν δεν σταματούσε, θα έπαιρνε οκτώ.

 

Πάντα σε δεύτερο ρόλο

Η περιφρόνηση και ο συμμορίτης που ακολουθεί τον αρχηγό

Μπορεί, λοιπόν, ο Πίπεν να δικαιούταν να παραπονιέται, αφού ξέρει ότι στην ουσία του παιχνιδιού ενσάρκωσε με θαυμαστό τρόπο τη θέση του πόιντ φόργουορντ: όταν το ΝΒΑ βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι που οι μεγάλοι αστέρες του είναι απλώς επιθετικά όπλα, εκείνος πίεζε σε όλο το γήπεδο τον αντίπαλό του. Όταν χρειάζονται σουτ για να γεμίσουν τη στατιστική τους, εκείνος έπαιζε ομαδικό μπάσκετ. Κάλπαζε με το διασκελισμό του στο γήπεδο, έγινε το τοτέμ του Τεξ Γουίντερ και της τριγωνικής επίθεσης, έβαζε το σώμα του για να κερδίζει επιθετικά φάουλ. Το ίδιο, ωστόσο, έκανε και ο Τζόρνταν. Όταν κάποιος κερδίζει το MVP μίας περιόδου, την πρωτοκαθεδρία στο σκοράρισμα και το βραβείο του καλύτερο αμυντικού της χρονιάς, όπως έκανε ο παίκτης με τη φανέλα με το νούμερο 23 τη σεζόν 1988-89, τότε ό,τι λιγότερο συνοδεύεται από μια αίσθηση μινιμάλ, ενδεχομένως και από ένα είδος ανεπάρκειας, το οποίο γίνεται καταδικαστικό στη σούμα.

Ακόμα και στην «Dream Team» που πήγε στη Βαρκελώνη το 1992 και που υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν πως ο Πίπεν ήταν ο καλύτερος παίκτης της, ο Τζόρνταν ήταν εκείνος που έπεσαν όλα τα φώτα πάνω. Ο Μάτζικ Τζόνσον και ο Λάρι Μπερντ ήταν αρκετά έξυπνοι να το αποδεχθούν. Ο Αϊζάια Τόμας θεωρεί ότι δεν πήγε εξαιτίας του Τζόρνταν και όταν έμαθε ότι ο Πίπεν είναι πως «αν έρθει αυτός, εγώ δεν έρχομαι», απάντησε γελώντας «ποιος είναι ο Πίπεν για να το πει αυτό;», αφήνοντας να εννοηθεί ότι αν ο Τζόρνταν δεν εξέφραζε άποψη και υπήρχε μόνο ο «Ινδιάνος» ως αντίβαρο, ο ίδιος θα είχε ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στην κατοχή του.

Συν τοις άλλοις, ακόμα και εκείνος ο περίφημος «πνιγμός» που προκάλεσαν οι συμπαίκτες στους Σικάγο Μπουλς στον Τόνι Κούκοτς, στο ματς με την Κροατία στους ομίλους, επειδή ήταν ο… αγαπητικός του Τζέρι Κράουζε, παρουσιάστηκε σαν να ενορχηστρώθηκε εντελώς από τον Τζόρνταν. Οι λίγοι που βρίσκονταν κοντά στους Σικάγο Μπουλς τα χρόνια εκείνα, ενδεχομένως να μπορούν να παρουσιάσουν μια άλλη αλήθεια. Στις πλείστες των περιπτώσεων, πάντως, ο Πίπεν εμφανιζόταν σα συμμορίτης που άκουγε τον αρχηγό για να πράξει. Παρ’ ότι οι δεξιότητές του ήταν καταφανείς, αισθανόταν πιο άνετα όταν κάποιος του έλεγε τι να κάνει και, ουσιαστικά, δεν διεκδίκησε ποτέ ο ίδιος την αρχηγία, αφού δεν είχε την ικανότητα να γίνει το Alpha Male, όπως εκείνο του παρουσιαζόταν καθημερινά.

 

Το buzzer beater και το μπλακ άουτ

Το πλήρωμα του χρόνου

Επιπλέον, μετά την πρώτη αποχώρηση του MJ από τη δράση, τον Σεπτέμβριο του 1993, λίγο πριν αρχίσει η σεζόν επί της ουσίας, ο Πίπεν κουβάλησε τους Σικάγο Μπουλς. Η κανονική σεζόν ουδόλως αμελητέα ήταν -οι «ταύροι» είχαν ρεκόρ 55-27, που δεν ήταν καλύτερο από τις πρώτες τρεις χρονιές που κατέκτησαν το πρωτάθλημα, αλλά ήταν ίδιο με εκείνο της σεζόν 1989-90 και καλύτερο από εκείνο της περιόδου 1988-89, που έφτασαν στους τελικούς.

Ο Πίπεν, λοιπόν, είχε στο μυαλό του πολλά επιχειρήματα για να αντιδράσει στην απόφαση του Φιλ Τζάκσον να δώσει το τελευταίο σουτ απέναντι στους Νικς, με τους Μπουλς πίσω 2-0 στη σειρά, στον Τόνι Κούκοτς. Παρ’ όλα αυτά, η πραγματική ατυχία για τον «Ινδιάνο» ήταν ότι ο Κροάτης ευστόχησε σε εκείνο το σουτ. Διότι άλλο είναι να παρακαμφθείς από τον προπονητή σου και να έχεις τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσεις ως επιχείρημα την πραγματικότητα για να του αντιταχθείς και άλλο να μην μπορείς να πεις κάτι για αυτό, αφού η ομάδα σου νίκησε το παιχνίδι με το σουτ ενός άλλου. Η θέση του θα ήταν πολύ πιο ισχυροποιημένη αν ο «Ροζ Πάνθηρας» από το Σπλιτ δεν νικούσε το παιχνίδι για λογαριασμό της ομάδας του.

Επίσης, όταν ο Πίπεν βρήκε το συμβόλαιο που ήθελε, το 1999 στους Πόρτλαντ Μπλέιζερς, παρουσιάστηκε ως ο ηγέτης εκείνης της ομάδας. Το Πόρτλαντ είχε πολύ ταλέντο και έμοιαζε να βρίσκεται ένα βήμα από τους τελικούς της Δύσης απέναντι στους Λέικερς, μέσα στο «Staples Center». Και τότε έγινε το μπλακ άουτ, αφού από το 73-58, στις αρχές της τέταρτης περιόδου, οι Μπλέιζερς έχασαν το προβάδισμά τους σχεδόν δίχως λάθη, έχοντας 13 διαδοχικά άστοχα σουτ. Ο Πίπεν δεν μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό: οι Λέικερς, με τη μυθικής υπόστασης άλεϊ ουπ του Κόμπι Μπράιαντ στον Σακίλ Ο’ Νιλ, νίκησαν 89-84 σε εκείνον τον έβδομο τελικό και πέρασαν στους τελικούς του ΝΒΑ, όπου, με αντίπαλο τους Ιντιάνα Πέισερς, πήραν το πρώτο από τα τρία διαδοχικά δαχτυλίδια τους.  

 

Το επιμύθιο

Μια παράδοξη αλήθεια

Ο Σκότι Πίπεν ψηφίστηκε το 1996 και το 2021 ως ένας από τους κορυφαίους 50 και 75 παίκτες όλων των εποχών. Αναμφίβολα ήταν -αυτό, όμως, επιβάλλεται μόνο από το αντικειμενικό γεγονός ότι το μπάσκετ είναι ένα ομαδικό άθλημα. Πήρε έξι δαχτυλίδια παρέα με τον Μάικλ Τζόρνταν. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο Τζόρνταν δεν θα τα έπαιρνε αν δεν τον είχε, αλλά ενδεχομένως να κατακτούσε ένα ή δύο πρωταθλήματα. Ο Πίπεν είναι βέβαιο ότι δεν θα έπαιρνε κανένα.

Αυτό, λοιπόν, ίσως σημαίνει ότι δεν είναι υποτιμημένος, τουλάχιστον στο ιστορικό πλαίσιο. Η εικόνα του Πίπεν δεν έρχεται συνοδευόμενη από νικητήρια σουτ και εξάρσεις σπουδαίας φυσιογνωμίας και προσωπικότητας, για να γίνεται να μνημονεύεται ως κάποιος άλλος από αυτόν που όντως θυμόμαστε. Κατά τη διάρκεια της θητείας του πήρε τους επαίνους που του αναλογούσαν για το ότι ήταν σχεδόν «μονόκερος», πριν αυτού δεν είχε εμφανιστεί ένας φόργουορντ με αρετές στο κατέβασμα της μπάλας και με τη νοημοσύνη στο διάβασμα του παιχνιδιού, ένας αμυντικός λύκος που στραγγάλιζε τον αντίπαλό του.

Αλλά πέραν αυτού, το «Last Dance», ναι, τον παρουσίασε ως κάποιον που έκανε ανταρσίες ακατάλληλες στιγμές. Όμως, με έναν παράδοξο τρόπο, έδειξε ένα μεγάλο μέρος της αλήθειας για το τι ήταν ο Σκότι Πίπεν όσον αφορά τη συλλογική γνώμη. Αν δεν μας υποδείκνυε ότι το ντοκιμαντέρ είπε τη μισή αλήθεια, δεν θα ασχολούμασταν καν. Ακριβώς όπως ο Αϊζάια Τόμας.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News