NBA: Ο MVP του έχει βγει από το παρελθόν

Ο MVP του ΝΒΑ δεν προέκυψε από παρθενογένεση, αλλά ανάγεται στο… γιουγκοσλαβικό μπάσκετ.

Ο πρώτος Σέρβος στην ιστορία που κατακτά το MVP του ΝΒΑ έχει ένα πρόσωπο σλάβικο μέχρι μυελού οστέων, το σβέρκο πολίστα με ροπή στις μπριζόλες και το φιζίκ ανθρώπου που αντέχει το ποτό σε δυσνόητο επίπεδο. Όμως, είναι ο Πολυτιμότερος Παίκτης για την κανονική σεζόν 2020-21 και όσοι έχουν ροπή στις λίστες πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται την είσοδό του μέσα στην κορυφαία δεκάδα των Ευρωπαίων ιστορικά, αν δεν το έχουν κάνει ήδη. Θα πρέπει, βεβαίως, να διαγράψει κάποιον. Διότι το να εισέλθει ο Γιόκιτς στη λίστα είναι εύκολο, όμως πώς βάζει το στυλό την ευθεία γραμμή πάνω στο όνομα;

Από τη στιγμή που το ταλέντο του αχνοφάνηκε, εκεί, γύρω στο πρώτο μισό του 2016, ο Γιόκιτς αποκλήθηκε «μονόκερος». Δηλαδή, ένα πρωτότυπο, εκείνου του παίκτη που δεν είχε εμφανιστεί ξανά. Το ίδιο είχε συμβεί όταν βγήκε ο ΛεΜπρόν Τζέιμς, αλλά και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, για να δοθούν μερικά άκρως συμφεροντολογικά παραδείγματα. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, ο Γιόκιτς είναι ένα υβρίδιο δύο από τους πιο σπουδαίους σέντερ στην ιστορία του μπάσκετ: Του Αρβίντας Σαμπόνις και του Βλάντε Ντίβατς. Δεν θα ήταν υπερβολή να πιθανολογηθεί πως αν ο επιβλητικός Λιθουανός και ο τσιγγάνος από το Πριέπολιε έπαιζαν τη σύγχρονη εποχή, θα προκαλούσαν ανάλογη αίσθηση με εκείνη που κάνει ο 26χρονος, αλλά με εφτά σεζόν στο ΝΒΑ, ενορχηστρωτής των Ντένβερ Νάγκετς. Ακόμα και αν το σχόλιο του ΝτεΆντρε Έιτον, όταν διαπίστωσε ότι πήρε 20 ριμπάουντ στον τρίτο ημιτελικό της Δύσης απέναντι στους Φοίνιξ Σανς, «είναι ο MVP», έμοιαζε να εμφορείται από δηκτικότητα και δηλητηριώδη σαρκασμό λόγω της νίκης της ομάδας του και του 3-0 με το οποίο προηγήθηκε στη σειρά, η επιχειρηματολογία εναντίον αυτού του συμπεράσματος δεν θα χώλαινε.

Βελτιωμένη έκδοση

Ο «τσιγγάνος από το Πριέπολιε» είχε περισσότερη έφεση στα τρικ

Ο Γιόκιτς είναι μια βελτιωμένη έκδοση του Ντίβατς, αν και όχι σε ό,τι αφορά την πονηριά. Αυτό φανηκε, κιόλας, από τον τέταρτο ημιτελικό με τους Σανς, όταν πήγε καροτσάκι τον Ντέβιν Μπούκερ, που πήγε να του την «πει», για το σκληρό φάουλ στον Κάμερον Πέιν. Κι αυτός ήταν ο λόγος που αποβλήθηκε, αφού στην κίνησή του μπορεί να φάνηκε πως ήθελε να του κόψει το μπάσκετ, όμως το φάουλ δεν ήταν τόσο σκληρός. Ο Ντίβατς, λόγω και του ανταγωνισμού, πάντα έπαιζε στο όριο της αμφιβολίας. Οι ευθείες αντεγκλήσεις ήταν σπάνιες, τα ήθη και τα έθιμα του «φλόπινγκ» εμφανίστηκαν μέσω εκείνου σε πλήρη μορφή στο ΝΒΑ, ενώ ακόμα κι αν είχε στο μπροστινό μέρος της γλώσσας του τη διαμαρτυρία, πάντα θα έβαζε ευγενικά το αριστερό χέρι στην πλάτη του διαιτητή, ανεξαρτήτως των ντεσιμπέλ που θα παρήγε. Το παιχνίδι στο όριο, σε ό,τι αφορά τα φάουλ και συνολικά τις ποινές, ήταν το ψωμοτύρι του.  

Και ο μέγας «Ντάντε» θα έπρεπε να νιώθει αδικημένος, αν δεν διέβλεπε τις προοπτικές που έχει η εθνική Σερβίας στους Ολυμπιακούς του Τόκιο, το 2021. Η προηγούμενη θητεία του παιδιού από το Σόμπορ στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα καλύφθηκε από ένα γκρίζο πέπλο: Την πικρία για τον αποκλεισμό στα προημιτελικά, με θύτες τους Αργεντινούς του Λουίς Σκόλα και του συμπαίκτη του στους Νάγκετς, Φακούντο Καμπάτσο, διαδέχθηκαν τα ρεπορτάζ για τις εντάσεις στο κλίμα της Εθνικής και η απόλυση του Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς. Ο Ντίβατς μπορεί να εγγυηθεί ότι η ατμόσφαιρα δεν θα χαλάσει και γι’ αυτόν πρέπει να είναι το ζωοποιό στοιχείο που θα οδηγήσει τους «ορλόβι» στο βάθρο. Έχουν πληρώσει πλειστάκις την οσμή της φορμόλης στα αποδυτήρια, με κορονίδα, βεβαίως, την κάτι σαν εθνική τραγωδία το 2005, στο δικό τους Ευρωμπάσκετ.

Ωστόσο, ως παίκτης, ο Ντίβατς ήταν πιονέρος. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι έξυπνοι Γιουγκοσλάβοι δάσκαλοι της δεκαετίας του ’60 διείδαν τις δυνατότητες που έκρυβαν οι ικανότητες του μακαρίτη Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Ακόμα κι έτσι να είναι, ο βασικός σέντερ της ομάδας που έκανε θραύση από το 1989 έως το 1991 και έδωσε, με τον τρόπο της, το «έναυσμα» στην «Dream Team», κυρίως σε ό,τι αφορά την πανστρατιά για τους Ολυμπιακούς του 1992 στη Βαρκελώνη, έφερε στη θέση του σέντερ νέα ήθη και έθιμα, ειδικά από τη στιγμή που ο Αρβίντας Σαμπόνις πληγώθηκε στα γόνατά του. Και υπάρχουν πολλοί λόγοι που ο Ντίβατς πρέπει να νιώθει ενόχληση που δεν αναφέρεται, ασχέτως αν το κεντρικό πρόσωπο του ΝΒΑ στα ατομικά βραβεία είναι πανθομολογουμένως μία βελτιωμένη έκδοσή του.

Ο… πόιντ σέντερ

Την ίδια έφεση ενορχήστρωσης της επίθεσης είχε ο «Ντάντε» από την… Παρτίζαν

Αυτό που κάνουν οι Νάγκετς με τον Γιόκιτς, τον οποίο χρησιμοποιούν ακόμα και ως πόιντ γκαρντ στο τρανζίσιον, ο Ντίβατς το έκανε αυτόφωτα στην… Παρτίζαν. Δεν είναι αστείο. Λέγεται ότι η μανία του να κατεβάζει την μπάλα στοίχισε στους «γκρομπάρι» τον αποκλεισμό στον ημιτελικό του Final 4 το 1988, στη Σαραγόσα, από τη Μακάμπι Τελ Αβίβ. Η παράκαμψη των γκαρντ από μέρους του υπήρξε από ενοχλητική ως καταστροφική, αφού η εύρυθμη λειτουργία πήγε περίπατο και οι ταλαντούχοι Γιουγκοσλάβοι έχασαν τον ειρμό τους. Ωστόσο, στα παιχνίδια που μπορεί ο θεατής να παρακολουθήσει, ακόμα και σήμερα, γίνεται ανά στιγμές φανερή η ροπή που έχει ο Ντίβατς να πάρει το ριμπάουντ και να μεταφέρει την μπάλα στην επίθεση, δημιουργώντας ευκαιρίες για όλους τους συμπαίκτες του.

Το αντίπαλο δέος

Ο Γιόκιτς δεν έχει να αντιμετωπίσει κάποιον σαν τον Σακίλ, ώστε να ξοδεύει αλόγιστα ενέργεια

Επειδή ο Γιόκιτς είναι οξύνους, το small ball φαίνεται ότι τον βολεύει, αφού στο μπάσκετ ο «χρυσός κανόνας» είναι ότι σημασία έχει η ταχύτητα με την οποία ταξιδεύει η μπάλα και όχι ο παίκτης. Όλοι οι Γιουγκοσλάβοι που πήγαν στο ΝΒΑ είχαν ένα αρχικό πλεονέκτημα απέναντι στους Αμερικανούς, επειδή ήξεραν τα βασικά του μπάσκετ εξ απαλών ονύχων και έπειτα τα απολάμβαναν επί του πρακτέου, μέσω της τακτικής που διδάσκονταν. Ποιος δεν θυμάται το κορόιδο που έπιανε τους αντίπαλους αμυντικούς ο Ντράζεν Πέτροβιτς, όταν αρκούσε να σηκώσει το κεφάλι για να πετύχει την προσποίηση;  

Ο Γιόκιτς μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς κάποιο αντίπαλο δέος, πλην του Τζοέλ Εμπίντ, ο οποίος, όμως, αρέσκεται να παίζει περισσότερο εκτός ρακέτας. Την εποχή του, ο Ντίβατς είχε να αντιμετωπίσει μια πλειάδα σέντερ: Αρχικά είχε τους Πάτρικ Γιούιν, Ντέιβιντ Ρόμπινσον, Χακίμ Ολάζουον (ένας Εμπίντ πριν τον Εμπίντ) και, βέβαια, όταν οι Σακραμέντο Κινγκς είχαν ομάδα για τίτλο, τον Σακίλ Ο’ Νιλ, που στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν τόσο κυριαρχικός που ακόμη συγκαταλέγεται στους τρεις πιο δυναστικούς σέντερ στην ιστορία. Ελλείψει τέτοιου στοιχείου, ο Γιόκιτς μπορεί να κάνει το παιχνίδι του χωρίς να καταναλώνει ενέργεια μέσω οδυνηρών επαφών στην άμυνα. Γι’ αυτό κιόλας είναι αποτελεσματικός στην κατηγορία efficiency rating όταν η ομάδα του αμύνεται. Δηλαδή στο ενεργητικό-παθητικό όταν βρίσκεται στο παρκέ.

 

Οι σπουδαίοι συμπαίκτες πασέρ

Ο Ντίβατς ξεκίνησε με τον Μάτζικ Τζόνσον, ενώ στους Κινγκς όλοι ήταν παίκτες που η προτεραιότητά τους ήταν ο διπλανός τους

Αν και μέσω της ομάδας έρχεται η αναγνωρισιμότητα, ο Ντίβατς είχε σπουδαίους συμπαίκτες, αφού δεν ήταν -και δικαίως- ποτέ ο πυρήνας του franchise το οποίο τον απασχολούσε. Έπαιξε με το λελογισμένο και ως κορυφαίο πόιντ γκαρντ στην ιστορία του μπάσκετ, τον Μάτζικ Τζόνσον, ενώ στο Σακραμέντο όλη η ομάδα είχε ως πρώτιστο μέλημα την ασίστ ή τη χόκεϊ ασίστ (την πάσα πριν την τελική πάσα): Από τον Τζέισον Γουίλιαμς, και αργότερα τον Μάικ Μπίμπι, στον Νταγκ Κρίστι και από τον Χέντο Τούρκογλου στον Κρις Γουέμπερ, ο «Ντάντε» είχε συμπαίκτες αλτρουιστές, που ήξεραν να βλέπουν γωνίες. Οι δικοί του Κινγκς, άλλωστε, παρ’ ότι αυτό καταλογίζεται περισσότερο στους Φοίνιξ Σανς του Στιβ Νας, ήταν οι οδηγοί για το σημερινό μπάσκετ, με το γρήγορο μοτίβο και την ανεμελιά, που της έμελλε να… επιστημονικοποιηθεί, κατά τη διάρκεια της ζύμωσής της, ώστε να αποτελέσει ένα όχημα για το αποτέλεσμα και να μην παραμείνει σε ψυχαγωγικό επίπεδο.

Ο Κόμπι Μπράιαντ

Δύο φορές στέρησε από τον Ντίβατς την ευκαιρία να αναβαθμίσει τη θέση του και την αξία του στον κόσμο του ΝΒΑ

Τα πιο γόνιμα χρόνια του, δηλαδή από τα 28 ως τα 30, πριν οι Σακραμέντο Κινγκς διαλύσουν το… box office με τις κινήσεις τους, ο Βλάντε Ντίβατς αναγκάστηκε να περάσει σε μία ομάδα που δεν ήθελε, τους Σάρλοτ Χόρνετς. Η ανταλλαγή ολοκληρώθηκε την 1η Ιουλίου του 1996 και έγινε επειδή οι Λέικερς ήθελαν τα δικαιώματα του Κόμπι Μπράιαντ στο ντραφτ, με το νεαρό απόφοιτο λυκείου να αποφασίζει, την επόμενη χρονιά, να μπει σε αυτό. Ήταν τέτοιο το συναίσθημα του Σέρβου, που είχε απειλήσει να αποχωρήσει από την ενεργό δράση, προκειμένου να μη γίνει η μετακίνηση.

Πλέον, ο 53χρονος πρόεδρος των μπασκετικών επιχειρήσεων της Ομοσπονδίας στη Σερβία παραδέχεται ότι η κίνηση αυτή έπρεπε να γίνει και οι Χόρνετς ήταν μία καλή ομάδα, η οποία έφτασε στα ημιτελικά της Ανατολής το 1998, πριν αποκλειστεί από τους Σικάγο Μπουλς, ξέρετε, του Μάικλ Τζόρνταν. Ο Κόμπι, βεβαίως, ευθύνεται και για το γεγονός ότι οι Λέικερς απέκλεισαν τους Κινγκς στους τελικούς της Δύσης του 2002, μια σειρά που πήγε στα εφτά παιχνίδια. Εκείνος ο πικρός αποκλεισμός για τον Ντίβατς και το Σακραμέντο δεν ήρθε δίχως σκιές, αφού ντοκουμέντα φέρνουν τους διαιτητές να μεροληπτούν, έχοντας επίγνωση ότι το κάνουν, υπέρ των Λέικερς, ιδίως στο έκτο ματς του Λος Άντζελες και το έβδομο του Σακραμέντο, στο οποίο ο Σακίλ και η παρέα του πέρασαν στην παράταση.

Πήγε νωρίς

Δεν είχε ιδέα τι ήταν το ΝΒΑ, παρ’ ότι ήθελε να παίξει εκεί, και έπρεπε να προσαρμοστεί με το βλέμμα στο μέλλον

Ενδεχομένως ο πιο σημαντικός λόγος. Μέχρι το 1989, για τους Ευρωπαίους το ΝΒΑ ήταν πραγματικό άβατο. Το καταγεγραμμένο παράδειγμα του Βούλγαρου Γκιόργκι Γκλούτσκοφ, που πήγε στους Φοίνιξ Σανς το 1985, δεν βοήθησε κυρίως στην κατανόηση της αξίας των Ευρωπαίων. Το εθνοσωτήριο καλοκαίρι το μακρύ ταξίδι έκαναν τρεις Γιουγκοσλάβοι, ο Πέτροβιτς, ο Ντίβατς και ο Ζάρκο Πάσπαλι (ο οποίος επίσης θα έκανε… παπάδες αν έπαιζε τους σύγχρονους καιρούς), και ένας Σοβιετικός, ο Σαρούνας Μαρτσουλιόνις. Ο Σον Έλιοτ, των Σαν Αντόνιο Σπερς, περιέγραφε ότι τη χρονιά του Πάσπαλι στους Σαν Αντόνιο Σπερς, υπέφερε στην προπόνηση, αφού δεν μπορούσε να τον σταματήσει στην άμυνα. Όμως, όταν τελείωναν, τον πετύχαινε στα αποδυτήρια να… καπνίζει.

Το προφανές, είτε από την αφήγηση του Τζέρι Γουέστ όταν είδε τον Ντίβατς να κατεβαίνει από το αεροπλάνο είτε από την εξομολόγηση του ίδιου του παίκτη για τις πρώτες στιγμές του στο Λος Άντζελες και την «έκσταση» στην οποία περιήλθε από την πληθώρα των προϊόντων, ήταν το πολιτισμικό σοκ. Ο Ντίβατς χρειάστηκε καιρό να αφομοιωθεί και βέβαια δεν ξεκίνησε το μπάσκετ αποκλειστικά για να παίξει στο ΝΒΑ, όπως ο Γιόκιτς, που έπαιξε στο «εργοστάσιο παραγωγής» παικτών για το ντραφτ, τη Μέγκα Μπέμακς. Ο Ντίβατς, Hall of famer πια, πήγε σε έναν άγνωστο κόσμο και με την… γκουφίστικη παρουσία του, η οποία δεν υπήρχε άνευ καπνίσματος και ορισμένων… παράλογων, σε παροντικό χρόνο, διατροφικών συνηθειών, άνοιξε το δρόμο όσο οποιοσδήποτε στους μελλοντικούς Ευρώπαιους, του τωρινού MVP του ΝΒΑ συμπεριλαμβανομένου. 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News