V-SPAN: Ο Σπανούλης έμπαινε στη φωτιά

Μπορεί να μην αποχώρησε εν χορδαίς και οργάνοις από το μπάσκετ, αλλά δεν το είχε ανάγκη: ο παίκτης που δεν κέρδισε οτιδήποτε που να μην έχει δουλέψει, απολαμβάνει τον καθολικό σεβασμό κυρίως για την εργασιακή ηθική του.

Διασκέδαση στην Κωνσταντινούπολη είναι δυο φορές διασκέδαση, και ο πρωταθλητής Ευρώπης Ολυμπιακός, που ολοκλήρωσε το χτίσιμο της Γαλατίας του στον τελικό της 13ης Μαΐου 2012 με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, το 62-61, βιώνει την έκσταση της κατάκτησης της Ευρωλίγκας, του δεύτερου Κυπέλλου Πρωταθλητριών στην Ιστορία του, προς πείσμα των οχτρών και τέρψη των φίλων.

Οι παίκτες ψυχαγωγούνται αμέριμνοι κι ωραίοι, όταν ο Βασίλης Σπανούλης ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του Γιώργου Πρίντεζη. Η κινητοποίηση είναι άμεση. Ο υπαρχηγός, που έχει πετύχει μόλις πριν λίγες ώρες το κορυφαίο σουτ που έχει βάλει παίκτης οποιουδήποτε ομαδικό σπορ με την ερυθρόλευκη, μαζεύει τους συμπαίκτες του. Δεν περνούν πολλά τικ του ρολογιού μέχρι να φύγει και ο τελευταίος.

Διότι, καλή η Ευρωλίγκα, αλλά υπάρχουν και οι τελικοί της Α1.

Ο δρόμος της αρετής

Η νοοτροπία του Σπανούλη, που του έδωσε χρόνια μεστής καριέρας

Όποιος θα θυμάται από εδώ και μπρος τον Βασίλη Σπανούλη και θα ψάχνει την εξήγηση για το ακριβώς που έγκειται το μεγαλείο του, η αυταπάρνηση θα εμφανιστεί μπροστά του, με λαμπάκια νέον να αναβοσβήνουν. Το καλοκαίρι του 2011, άλλωστε, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς ένιωσε ευαρέσκεια όταν είδε όλα τα «εγώ» να απομακρύνονται, ώστε να μπορέσει να στηριχθεί στο μόνο αθλητή που, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, η εικόνα του εξαρτάτο από τη δουλειά του.

Ο Σπανούλης θα μπορούσε να έχει… χαθεί στη μετάφραση, αλλά έγινε το επίνειο μιας φουρνιάς παικτών, οι οποίοι, εκτός από χαρισματικοί, ήταν και δουλευταράδες. Ουδείς εκ της κορυφαίας τετράδος γκαρντ στο ελληνικό μπάσκετ κέρδισε κάτι χωρίς να το δουλέψει. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η… σειρά του Σπανούλη, ο Νίκος Ζήσης, ήταν το πιο χαρισματικό επιθετικό ταλέντο, σε σχέση ακόμα και με τον ίδιο τον ηγέτη των Αμαρουσίου, Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού, αλλά δούλεψε για να γίνει ο εγκεφαλικός παίκτης που θα μπορούσε να πάρει τη σωστή απόφαση την κατάλληλη στιγμή.

Ο Σπανούλης, λοιπόν, έγινε το ρεύμα. Αν ο Θοδωρής Παπαλουκάς και ο Δημήτρης Διαμαντίδης εμφανίστηκαν σχεδόν σαν κομήτες, χωρίς να έχουν καν παρουσία (κατά την οποία τουλάχιστον θα μνημονεύονταν), στις μικρές Εθνικές, ο Σπανούλης και ο Ζήσης φαινόταν ότι θα… μεγάλωναν. Το έκαναν με τον πλέον αρμονικό και ζηλευτό τρόπο, φροντίζοντας το σώμα και το μυαλό τους. Ο εμβληματικός αρχηγός του Ολυμπιακού, δε, διάλεξε ξεκάθαρα το δρόμο της αρετής.

Η αυτογνωσία και οι υπερβάσεις

Υπήρξε ατρόμητος με… επιχειρήματα και συνειδητοποίηση

Ο Σπανούλης πήρε την απόφαση να αποχωρήσει, δυστυχώς όχι εν χορδαίς και οργάνοις, δικαιώνοντας και τον Γιώργο Μπαρτζώκα για τη διαπίστωση ότι, ενώ πρέπει να φύγει με κόσμο και εν μέσω αποθέωσης, δεν σημαίνει ότι θα… ταρριχευθεί ώστε να το πετύχει. Ο διεθνής γκαρντ αντιλήφθηκε ότι το ταιριαστό ρητό στην περίπτωσή του είναι «δεν υπάρχει χειρότερος αθλητής να κοουτσάρει ένας προπονητής, από ένα βετεράνο στα τελευταία του». Ήταν ελάχιστες οι φορές στην καριέρα του που ο Σπανούλης, παρά τη φαινομενική άγνοια κινδύνου, έμοιαζε να μην έχει επίγνωση της κατάστασής του.

Λέγεται, μάλιστα, ότι η προπόνησή του ήταν τόσο σκληρή και απαιτητική, επειδή ο μεταβολισμός του είναι… δύσκολος. Όπως και να έχει, αυτός ήταν ο μόνος δρόμος για την επιτυχία, για τον ίδιο, και όταν ο Κόμπι Μπράιαντ τον αναγνώρισε, ως κάποιον της κατηγορίας του, στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, το 2008, ο τελευταίος ανυποψίαστος θα έπρεπε να ψυχανεμιστεί ότι ο Σπανούλης ανήκε σε μια εξαιρετική πάστα αθλητών.

Αυτή η συνειδητοποίηση, εξάλλου, έφερε την πρόοδο στο παιχνίδι του, μια διαρκώς υπερβατική προσπάθεια η οποία απέδιδε συναπτά καρπούς και αυτό συνέβαινε ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Όπως ο μακαρίτης Μπράιαντ, ο Σπανούλης έβγαινε πρώτος στο πεδίο της μάχης και οι υπόλοιποι έπρεπε να ακολουθούν.

Τα… μερεμέτια

Επενέβη στις αδυναμίες του και τις σουλούπωσε θεαματικά

Ένα, βεβαίως, να το λες και άλλο να το κάνεις. Η «V-Span mentality» δεν έχει διαφορά από τη «Mamba». Όταν ο Κόμπι έλεγε ότι έκανε πέντε προπονήσεις διαφορετικού είδους τη μέρα, οπότε αποκτούσε αυτομάτως πλεονέκτημα απέναντι σε κάποιον που έκανε τρεις, ακόμα κι αν αυτός ήταν μεγαλύτερο ταλέντο από τον ίδιο, ο Σπανούλης είχε τα μάτια και τα αυτιά του ανοιχτά.

Ξεκινώντας την καριέρα του ως διεμβολιστής, ένας εκρηκτικός γκαρντ που θα πήγαινε, σαν καμικάζι ζωσμένος με εκρηκτικά, πάνω στον ψηλό, ο Σπανούλης αντιλήφθηκε πολύ νωρίς δύο πράγματα: Πρώτον, ότι αυτή η ικανότητα θα τον πήγαινε τόσο όσο και ίσως δεν ήταν. Δεύτερον, ότι ακόμα και ένα κλικ της έκρηξής του να έχανε, το μειονέκτημα θα ήταν εμφανέστατο.

Ο τρόπος που έφτιαξε το σουτ του ήταν εντυπωσιακός. Ο Σπανούλης έγινε έντιμος από μεσαία και μακρινή απόσταση. Μπορεί κάποιος να νιώσει δυσθυμία με τη μηχανική κίνησή του: έμοιαζε να βασανίζεται εκείνα τα κλάσματα πριν η μπάλα φύγει από τα χέρια του. Σαν να σήκωνε ένα μεγάλο βάρος. Όμως, ήταν η σωστή διαδικασία και την τήρησε απαρέγκλιτα μέχρι το φινάλε. Αν και δεν έγινε ποτέ ο μεγάλος σουτέρ, η αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του ήταν το φόρτε του: Γι’ αυτό και έχει ήδη περάσει στην Ιστορία ως ένας από τους πλέον «clutch» παίκτες.

Η πρόοδος ήταν εντυπωσιακή. Μόνο λίγο μπορούν να αναγνωρίσουν τη φύση της δουλειάς που απαιτείτο ώστε να φτάσει στο σημείο να σουτάρει με ακρίβεια ύστερα από ντρίμπλα και, ακόμα πιο εντυπωσιακά, με πλάγιο τζαμπ στοπ. Γνωρίζοντας ότι θα είχε για πολλή ώρα την μπάλα στα χέρια του, και μια και υπήρξε ο ορισμός του κόμπο γκαρντ, ο Σπανούλης ήξερε πως αυτό που θα του χρησίμευε ήταν η απειλή ενώ εκείνος ήταν ο κάτοχος της μπάλας. Αυτό το βασικό του μπάσκετ, που οι Αμερικανοί αποκαλούν με την πολύ όμορφη λέξη «fundamental», κατάφερε και το έκανε κτήμα του και, μαζί με τη μακροβιότητα, υπήρξε το πλέον σεβαστό παράσημό του.

«Τίγρης και δράκος»

Ξεπέρασε τον προπονητή που τον ξεχώρισε και τον έβγαλε στο παλκοσένικο

Γνωστός στους μυημένους των των μικρών ηλικιών στο ελληνικό μπάσκετ, ο Σπανούλης βρήκε, στον Παναγιώτη Γιαννάκη, έναν άλλον παροιμιώδη ρέκτη της προπόνησης, τον άνθρωπο που τον ξεχώρισε και τον παρέδωσε στη διεθνή σκηνή.

Κατά τη διάρκεια του τελικού της FIBA Europe League, στις 24 Απριλίου του 2004, μπορούσε κάποιος να διακρίνει τον… κλώνο του «δράκου». Η Ούνικς Καζάν ήταν πάνοπλη και από νωρίς φάνηκε ότι ο ρυθμός της αρκούδας θα της επεφύλασσε ένα γνώριμο ρωσικό γλέντι, δηλαδή μια διαδικασία χωρίς κίνδυνο, ο οποίος θα πέτρωνε έτι περαιτέρω τα στερεοτυπικά πέτρινα πρόσωπα. Ο Σπανούλης, όμως, δεν το παράτησε ποτέ. Χρησιμοποίησε όσα κόλπα ήξερε, με κορωνίδα τις πτώσεις έπειτα από κάθε ρωσικό σκριν. Έμοιαζε, περισσότερο, με τον… Δημήτρη Σαραβάκο, σε εκείνο το μυθικό 2-2 με την Γκέτεμποργκ στο Ολυμπιακό Στάδιο, στις 20 Μαρτίου του 1985, το δεύτερο προημιτελικό του Champions League, όταν έπεφτε σχεδόν σε κάθε… φάση στην περιοχή, μέχρι να πάρει το πέναλτι με το οποίο ο ίδιος χάρισε την πρόκριση στους «πράσινους».

Ο Γιαννάκης δεν δίστασε να πάρει τη μεγάλη απόφαση το καλοκαίρι του 2004 και να εμπιστευθεί στο «πουλέν» του μια θέση στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Ο ομοσπονδιακός τεχνικός επικρίθηκε, αφού μαζί του πήρε και τον Νίκο Ζήση, αφήνοντας εκτός τον Γιώργο Σιγάλα και τον Ευθύμη Ρεντζιά. Ο «δράκος» έβλεπε τον… τίγρη στα μάτια του 21χρονου Λαρισαίου. Δεν θα μπορούσε να δικαιωθεί περισσότερο.

Αποχαιρετισμός στα όπλα

Η αρμένικη βίζιτα στη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και το δικαίωμα στην ξεκούραση

Ο τελευταίος μεγάλος ηγέτης του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ο τελευταίος Alpha Male, είναι στην πραγματικότητα ένας ήσυχος πάτερ φαμίλιας. Ο Σπανούλης πήρε από το μπάσκετ αλησμόνητες στιγμές, έχοντας παραδώσει, όμως, το σώμα του σε κάθε λογής πόνο, οδηγώντας το στα άκρα σχεδόν καθημερινά. Έφτασε, πραγματικά, εκεί που δεν μπορούσε, ο Νίκος Καζαντζάκης θα τον καμάρωνε, έγινε «μασκότ» στα γήπεδα της Ευρωλίγκας, έκανε sold out επειδή ήθελαν να τον δουν να παίζει, προκαλούσε τον τρόμο σε κοσμοπόλεις όπως η Βαρκελώνη, η Μαδρίτη, η Κωνσταντινούπολη, το Μιλάνο, και μάζεψε όλους τους πιθανούς τίτλους.

Έχει μπει στην κατηγορία των «σεσημασμένων» θυτών των ΗΠΑ, είναι ο πρώτος σκόρερ και ο πρώτος σε ασίστ στην ιστορία της Ευρωλίγκας και έχει να επιδείξει κι άλλα κατορθώματα, ων ουκ έστιν αριθμός.

Δεν δίσταζε να συγκρουστεί με όποιον τον αμφισβητούσε, είτε λεγόταν Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς είτε Σταν βαν Γκάντι είτε… οπαδοί του Ολυμπιακού. Έθετε πάντα το χέρι επί τον τύπο των ήλων και έπαιρνε πάντα τις πιο σκληρές αποφάσεις, κυρίως για τον εαυτό του. Ασπαζόταν τη σκοτεινή πλευρά του, εκείνη που το «δεν μπορώ» είναι άγνωστος τόπος. 

Πλέον, στον αποχαιρετισμό, η διαβεβαίωση ότι ο Σπανούλης έφτασε σε μια σπάνια πληρότητα, ηχεί σαν το «Claire de la Lune» του Ντεμπουσί στ’ αυτιά. Μια ήσυχη μελωδία, για έναν τύπο που στη συλλογική μνήμη δεν θα μείνει για το εξωφρενικό lifestyle του, αλλά για την αποδοτικότητα της προσπάθειάς του. Όταν φεύγεις ως θρύλος από το επαγγελματικό πεδίο σου, άλλωστε, δικαιούσαι να γίνεσαι θέμα ανάλυσης, όχι τόσο για να θυμούνται οι παλιοί όσο, για να μαθαίνουν οι νεότεροι.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News