ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΜΟΓΛΟΥ: Μα, η νίκη της εθνικής επί της Σουηδίας ήταν απόλυτα λογική!

Ο Αλέξανδρος Σόμογλου απορεί με τη γενική έκπληξη που προκάλεσε ο θρίαμβος και η εμφάνιση της εθνικής ομάδας κόντρα στους Σκανδιναβούς

Ξεκινώ με ένα σχόλιο αυτονόητο, που όμως αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι τόσο… αυτονόητο στις εποχές που ζούμε: Δεν μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχει έστω και ένας Έλληνας που στεναχωριέται όταν κερδίζει η εθνική ομάδα της χώρας του! Επίσης θεωρώ αδιανόητο να χαίρεται ή να στεναχωριέται ένας επαγγελματίας δημοσιογράφος με το αποτέλεσμα μιας ομάδας ή ενός αθλητή, επειδή θεωρεί ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη… εκθέτει (!) τα γραφόμενά του!

Προσωπικά έχω άλλη κοσμοθεωρία για το λειτούργημά μας: Μπορεί ο Τζον Φαν’τ Σχιπ να με… ξεφτιλίσει και να οδηγήσει την εθνική μας ομάδα στο Κατάρ; Θα το απολαύσω με την ψυχή μου, θα είμαι ο πρώτος που θα τρέξω να του σφίξω το χέρι και θα τον αποθεώσω δημόσια αναγνωρίζοντας το λάθος της άποψής μου.

Σήμερα, όμως, λίγες ώρες μετά τον θρίαμβο επί της Σουηδίας, ειλικρινά δεν βλέπω κανένα απολύτως στοιχείο που να με πείθει, ξαφνικά, ότι ο Ολλανδός τεχνικός είναι ο κατάλληλος προπονητής για να επαναφέρει την εθνική μας ομάδα σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης. Εκτός αν έχουμε αναθεωρήσει τον πήχη των φιλοδοξιών της συγκεκριμένης ομάδας. Αν στόχος μας είναι απλά να έχουμε μια εθνική ομάδα με καλό κλίμα στα αποδυτήρια και με παίκτες που θα παίζουν για τον προπονητή τους, τότε ο Φαν’τ Σχιπ είναι ο ιδανικός για τη δουλειά. Γιατί πρέπει να είσαι κομπλεξικός για να μην αναγνωρίζεις ότι επί των ημερών του, έχει αλλάξει άρδην την ατμόσφαιρα στα «γαλανόλευκα» αποδυτήρια.

Ότι ισχυρίστηκα μετά την ισοπαλία στην Πρίστινα (έστω κι αν δεν θα είναι ο Ζαγοράκης τελικά ο άνθρωπος που θα λάμβάνει τις αποφάσεις στην ΕΠΟ), το ίδιο ακριβώς ισχυρίζομαι και σήμερα μετά τη νίκη επί των Σκανδιναβών. Το έλλειμα του Φαν’τ Σχιπ είναι – στα δικά μου μάτια τουλάχιστον – καθαρά ποδοσφαιρικό. Την προσωπικότητα τη διαθέτει, το ειδικό βάρος του χαρακτήρα επίσης, απλά δεν τον θεωρώ καλό προπονητή, όπως δεν τον θεωρούν καλό προπονητή και οι ομάδες της πατρίδας του που δεν τον εμπιστεύονται. Για να το θέσω διαφορετικά δεν θεωρώ ότι διαθέτει τις ικανότητες να βοηθήσει τις ομάδες του να παίρνουν αποτελέσματα σε παιχνίδια που καλούνται να επιβάλλουν το δικό τους ρυθμό και να επιβεβαιώσουν το νόμο του φαβορί.

Η εθνική των μεγάλων επιτυχιών του Ρεχάγκελ και του Σάντος χτίστηκε στην ικανότητα των δύο προπονητών να «χτίζουν» ομάδες που διέθεταν ουσία στο παιχνίδι τους. Δεν ήταν οι πιο θεαματικές, ήξεραν όμως να παίρνουν αποτελέσματα. Είχαν βοήθεια από τον πάγκο σε παιχνίδια που οι αντίπαλοι κλείνονταν στο καβούκι τους. Γνώριζαν πως να θωρακίζουν τα μετόπισθέν τους και να περιορίζουν τις απειλές προς τη «γαλανόλευκη» εστία. Έστω κι αν εκείνα τα χρόνια… πάλι μας ξίνιζε η συγκεκριμένη τακτική.

Θεμέλιος λίθος των διαδοχικών προκρίσεων της εθνικής ομάδας σε τελικές φάσεις Μουντιάλ και Euro δεν αποτέλεσαν τα αποτελέσματα επί των μεγάλων δυνάμεων του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, αλλά η πρωτόγνωρη – για τα δεδομένα της εθνικής μας – σταθερότητα και αξιοπιστία στους αγώνες με αντιπάλους ομάδες χαμηλότερου ranking από το δικό μας. Με ομάδες δυναμικότητας, όπως η Σλοβενία, η Μολδαβία, το Καζακστάν, η Γεωργία, η Αρμενία.

Αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα του Τζον Φαν’τ Σχιπ καθ’ όλη τη διάρκεια της προπονητικής του καριέρας. Δεν είναι ένας τεχνικός αποτελεσμάτων και ουσίας, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να βρει λύσεις σε παιχνίδια που οι ομάδες του πρέπει πάση θυσία να κατακτήσουν νίκες.

Μετά τη νίκη επί της Σουηδίας το «πρέπει» των αποτελεσμάτων επιστρέφει στην καθημερινότητα της εθνικής. Κι αυτό το «πρέπει» θα είναι ξανά ο μεγάλος αντίπαλος του Φαν’τ Σχιπ στα παιχνίδια του Οκτωβρίου

Πάμε, όμως, και στο θρίαμβο επί της Σουηδίας. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έχει προκαλέσει τόσο μεγάλη έκπληξη τόσο η νίκη επί των Σκανδιναβών, όσο και η απόδοση της εθνικής μας ομάδας. Ήταν ένα από τα απόλυτα λογικά σενάρια της βραδιάς. Και δεν το υποστηρίζω… κατόπιν εορτής. Το ανέφερα μισή ώρα πριν την έναρξη του αγώνα στο live blog του sportday.gr.

Ειλικρινά δεν είδα τίποτα μη φυσιολογικό στο χορτάρι του ΟΑΚΑ. Ποιο από τα παρακάτω, αλήθεια, κρίνεται μη… ποδοσφαιρικά λογικό;

1) Είδαμε μια εθνική ομάδα να κοντράρει στα ίσα την Σουηδία που προερχόταν από τρεις νίκες στον όμιλο. Είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε επί των ημερών του Φαν’τ Σχιπ την εθνική μας να τα πηγαίνει περίφημα σε παιχνίδια που δεν θεωρείται φαβορί, είτε πρόκειται για φιλικά, είτε για επίσημα; Όχι βέβαια! Ισπανία, Βέλγιο, Βοσνία και τώρα Σουηδία. Με γεωμετρική πρόοδο έχει αποδειχτεί ότι ο Ολλανδός βολεύεται να διαχειρίζεται παιχνίδια στα οποία δεν καλείται να διαχειριστεί το «πρέπει» της νίκης και αγώνες που η ομάδα του βρίσκει περισσότερες ανοιχτές διαβάσεις προς την αντίπαλη άμυνα.

2) Είδαμε τους διεθνείς μας να βγάζουν πάθος σε κάθε τους ενέργεια; Με συγχωρείτε, αλλά δεν έχω δει παιχνίδι της εθνικής στη διετία του Φαν’τ Σχιπ που οι ποδοσφαιριστές δεν έχουν διάθεση. Ακόμη και στα ανεπιτυχή αποτελέσματα το πρόβλημα δεν ήταν ούτε η έλλειψη διάθεσης, ούτε η έλλειψη ατομικής ποιότητας. Η έλλειψη σωστής καθοδήγησης από τον πάγκο και κακής διαχείρισης των αγώνων που η ομάδα έπρεπε να πάρει αποτελέσματα, ήταν και παραμένει το πρόβλημα της εθνικής του Ολλανδού τεχνικού.

3) Είδαμε παίκτες να παίζουν για τον προπονητή τους: Το βλέπουμε σε κάθε παιχνίδι! Δεν θα έπαιζε σαν τρελός για τον Φαν’τ Σχιπ ο Μπακασέτας, ο οποίος επί των ημερών του Ολλανδού έχει αναδειχτεί σε ηγέτη της εθνικής μας; Μα, θα ήταν αχάριστος αν δεν το έπραττε. Και μπράβο του που δικαιώνει σε κάθε ευκαιρία τον προπονητή για την εμπιστοσύνη που του δείχνει. Δεν θα σκύλιαζε για τον Φαν’τ Σχιπ ο Παυλίδης; Το επαναλαμβάνω, με τον κίνδυνο να γίνω κουραστικός. Με τον Ολλανδό στο τιμόνι, το τελευταίο πρόβλημα της εθνικής είναι τα αποδυτήριά της και η διάθεση των διεθνών να βοηθήσουν την ομάδα. Το πρόβλημα είναι καθαρά ποδοσφαιρικό…

Και αντί άλλου επιλόγου: Μετά τη νίκη επί της Σουηδίας το «πρέπει» των αποτελεσμάτων επιστρέφει στην καθημερινότητα της εθνικής. Ένα «πρέπει» που θα κληθεί να διαχειριστεί 9 και 12 Οκτωβρίου σε Γεωργία και Σουηδία. Κι αυτό το «πρέπει» αποτελεί έναν αντίπαλο που ο Φαν’τ Σχιπ αποτυγχάνει να διαχειριστεί καθ΄όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Θα το πετύχει τώρα; Του εύχομαι ολόψυχα να το καταφέρει κι ας με αναγκάσει σε ένα μήνα να… φάω τα πληκτρολόγια μου! Φοβάμαι, όμως, ότι η ποδοσφαιρική λογική δεν θα μας οδηγήσει στο συγκεκριμένο σενάριο…

 

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News