Εγκλήματα που συγκλόνισαν: Η «παραγγελιά» του Κοεμτζή και το αίμα για ένα ζεϊμπέκικο
Πως το αποκριάτικο γλέντι κατέληξε σε σφαγή με τρεις νεκρούς και επτά τραυματίες – Το χρονικό της «Παραγγελιάς» έγινε ταινία σε σκηνοθεσία του Παύλου Τάσιου
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής
Για την υπόθεση έχουν γραφτεί πολλά, άλλα πιο κοντά στα αληθινά γεγονότα και άλλα πιο κοντά στον χώρο της μυθοπλασίας στην οποία εμπλέκεται και η διάσταση των πολιτικών πεποιθήσεων του δράστη και της δύσκολης πορείας του μέσα στα χρόνια που προηγήθηκαν μέχρι τη σημαδιακή βραδιά του Σαββάτου, στις 24 Φεβρουαρίου του 1973. Ο Νίκος Κοεμτζής γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1938 στο Αιγίνιο Πιερίας.
Ήταν γιος του Παναγιώτη (Καπετάν Κεραυνός) και της Αναστασίας Κοεμτζή, οι οποίοι είχαν έντονη δράση με το ΕΑΜ στην Κατοχή, κάτι που είχε βάλει την οικογένεια στο περιθώριο με συνεχείς διώξεις από τις Αρχές. Ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, και μια και δεν τα κατάφερνε με τα γράμματα, έφυγε αρκετά μικρός για τη Θεσσαλονίκη όπου έκανε διάφορες ευκαιριακές δουλειές. Αργότερα έφθασε στην Αθήνα, όπου και πάλι αντιμετώπισε τεράστιες δυσκολίες ένταξης λόγω του παρελθόντος της οικογένειάς του.
Πράγματι, με το που ανέβηκε ο Αθανασιάδης στην πίστα, ανακοίνωσε ότι το επόμενο τραγούδι ήταν «παραγγελιά» και ζήτησε από τον κόσμο να ελευθερώσει την πίστα. Όμως αυτό δεν έγινε, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του και την εμφανή ενόχληση των αδελφών Κοεμτζή που έβλεπαν να μην τηρείται ο άγραφος νόμος της «παραγγελιάς». Ο Αθανασιάδης, βλέποντας ότι η κατάσταση πάει να ξεφύγει, δίνει το μικρόφωνο στον Δημοσθένη που είπε: «Ρε παιδιά, είναι παραγγελιά το τραγούδι».
Όμως κάποιοι συνέχιζαν να χορεύουν επιδεικτικά και όχι μόνο δεν έκαναν άκρη, αλλά έσπρωξαν τον Δημοσθένη χλευάζοντάς τον, με αποτέλεσμα να πέσει κάτω, Βλέποντας αυτή τη σκηνή, ο Νίκος Κοεμτζής γίνεται έξω φρενών και φωνάζοντας «Παραγγελιά, ρε! Δεν ακούτε, παραγγελιά!», όρμηξε πάνω σε όσους βρίσκονταν πάνω στην πίστα, κραδαίνοντας στο χέρι του ένα μαχαίρι που κουβαλούσε μαζί του. Η μανία του ήταν τέτοια που μαχαίρωνε όποιον έβρισκε μπροστά του, μεταξύ αυτών και τον φίλο του Θωμά που είχε σπεύσει να τον συγκρατήσει.
Στο μακελειό που ακολούθησε σωριάστηκαν αρκετά κορμιά στο έδαφος και ο χώρος γέμισε αίματα, ενώ από παντού ακούγονταν φωνές πόνου και πανικού. Ο Κοεμτζής μέσα σε αυτή την παραζάλη χτυπούσε αδιακρίτως όποιον έβρισκε μπροστά του κατευθυνόμενος προς την έξοδο απ’ όπου χάθηκε μέσα στη νύχτα. Πίσω του είχε αφήσει τρεις νεκρούς, τον 28χρονο Μανώλη Χριστοδουλάκη υπενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, τον 31χρονο Δημήτρη Πεγιά, αστυφύλακα της Ασφάλειας, και τον 34χρονο Γιάννη Κούρτη, 34 ετών, μηχανικό αυτοκινήτων. Εκτός από αυτούς, είχε τραυματίσει και άλλους επτά από τους θαμώνες του καταστήματος.
Από το κυνηγητό της Χωροφυλακής πρώτος συνελήφθη ο Δημοσθένης Κοεμτζής. Δύο μέρες αργότερα, ο Νίκος Κοεμτζής βρέθηκε περικυκλωμένος στο σπίτι όπου είχε καταφύγει. Και πάλι στάθηκε απέναντι στους χωροφύλακες κραδαίνοντας ένα μαχαίρι. Όμως ήταν πια ζήτημα τιμής για τη χούντα η σύλληψή του, οπότε τον πυροβόλησαν στα πόδια για να τον ακινητοποιήσουν και στη συνέχεια τον συνέλαβαν. Στην ανάκριση που ακολούθησε είπε ότι δεν θυμόταν τίποτα από το περιστατικό και πως είχε θολώσει το μυαλό του.
Ό,τι έκανε το έκανε γιατί νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του στην πίστα και ήθελε να τον προστατέψει. Μεταφέρθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού όπου και κρατήθηκε μέχρι τη δίκη του, τον Νοέμβριο του 1973. Καταδικάστηκε τρεις φορές εις θάνατον για ανθρωποκτονίες από πρόθεση, ενώ ο αδελφός του Δημοσθένης σε τρία χρόνια φυλάκιση για σωματικές βλάβες σε αστυνομικό. Τη σχεδόν σίγουρη εκτέλεσή του ήρθε να μετατρέψει σε ποινή φυλάκισης η επιστροφή της Δημοκρατίας στη χώρα μας, με τον Κοεμτζή να παραμένει στη φυλακή μέχρι το 1996.
Όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε υπόδειγμα κρατούμενου και θέμα προς συζήτηση για τις δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει ο εγκλεισμός στη φυλακή για τον σωφρονισμό ενός καταδίκου. Ο ίδιος δήλωνε σε κάθε περίσταση ότι είχε μετανιώσει για όσα είχε κάνει και ήταν ένα πρόσωπο αγαπητό στους συγκρατούμενούς του στους οποίους δεν προκάλεσε ποτέ προβλήματα.
Ακόμα και όταν τον Αύγουστο του 1996 δεν έδωσε το «παρών» ως όφειλε στο Αστυνομικό Τμήμα λόγω σχέσης που είχε αναπτύξει με μία γυναίκα, τελικά παρέμεινε μία φιγούρα που προκαλούσε τη συμπάθεια. Σε αυτό συνέβαλε και η σταθερή παρουσία του με τον δικό του πάγκο στο κέντρο της Αθήνας, όπου πωλούσε το βιβλίο με την ιστορία της ζωής του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 2011, σε ηλικία 73 ετών, πέθανε από έμφραγμα ενώ καθόταν στο μικρό τραπεζάκι με τα βιβλία του στο Μοναστηράκι. Το πέρασμα του Κοεμτζή από τη δημόσια σφαίρα συνδυάστηκε και με τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις των πρώτων ετών της Μεταπολίτευσης, όταν γνωστοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι προσπάθησαν να «διαβάσουν» τον Κοεμτζή υπό ένα διαφορετικό πρίσμα για το λούμπεν κοινωνικό περιθώριο.
Μεταξύ αυτών, ο Διονύσης Σαββόπουλος με το τραγούδι «Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο», η Κατερίνα Γώγου με ποιήματά της στη συλλογή «Τρία Κλικ Αριστερά» και κυρίως η ταινία του Παύλου Τάσιου που εξιστορεί με αρκετές δόσεις μυθοπλασίας την «Παραγγελιά» (με την καταιγιστική συμμετοχή της Κατερίνας Γώγου).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Ολυμπιακός: Τα συστατικά της πολύτιμης περσινής συνταγής
- Ολυμπιακός - Ρεάλ 79-69: Με «ηφαίστειο» ΣΕΦ και σπουδαίο ΜακΚίσικ υπέταξε την «βασίλισσα»
- Βεζένκοφ: «Εχουμε σπουδαίους παίχτες , πρέπει να γίνουμε καλή ομάδα»
- Ολυμπιακός: Η αποστολή για την αναμέτρηση με την Καλλιθέα
- Euroleague: Η βαθμολογία μετά την σπουδαία νίκη του Ολυμπιακού επί της Ρεάλ Μαδρίτης