Συνέντευξη Γιόζεφ Βάντσικ: «Έτσι… ψάρεψα τον Αλεξανδρή στο πέναλτι στο Καραϊσκάκη!»
Ο ένας και μοναδικός Γιόζεφ Βάντσικ, το θρυλικό «βουνό» του Παναθηναϊκού σε μια συνέντευξη γεμάτη αναμνήσεις και μοναδικές «πράσινες» στιγμές! Η βιντεοκασέτα του Βαρδινογιάννη που τον έφερε στην Ελλάδα, ο Βαζέχα και ο… σέντερ φορ Γιόζεφ!
Κάθεσαι στο πληκτρολόγιο σου για να προλογίσεις μια συνέντευξη και αισθάνεσαι ότι έχεις να σκαρφαλώσεις ένα… ολόκληρο βουνό! Τι να γράψεις για τον σπουδαιότερο ξένο τερματοφύλακα που εμφανίστηκε ποτέ στα ελληνικά γήπεδα;
Βλέπεις ένα προς ένα τα κατορθώματά του και σου… κόβονται τα πόδια, όπως κόβονταν τα πόδια των περισσότερων αντιπάλων του τη στιγμή που έβγαιναν απέναντί του σε τετ α τετ και έβλεπαν την πελώρια φιγούρα του να κρύβει τη θέα της εστίας του.
Όπως ακριβώς είχε συμβεί εκείνο το ιστορικό απόγευμα της 8ης Μαρτίου 1995 στο παλιό Καραϊσκάκη σε μια από τις πιο εμβληματικές στιγμές της ιστορίας των ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού στο Κύπελλο Ελλάδος. Με τους «ερυθρόλευκους» να έχουν κερδίσει στο πρώτο παιχνίδι 2-1 μέσα στο ΟΑΚΑ και τους «πράσινους» να προηγούνται 3-2 στο Φάληρο, στο 90ό λεπτό ο διαιτητής Βασίλης Νικάκης καταλογίζει πέναλτι για ανατροπή του Ίλια Ίβιτς από τον Γιάννη Καλιτζάκη.
Ο Ολυμπιακός απέχει… έντεκα βήματα από μια θρυλική πρόκριση. Μόνο που ο «θρύλος των πράσινων γκολπόστ» είχε άλλη άποψη!
Περίεργα παιχνίδια που παίζει καμιά φορά η ζωή; Αν ρίξει κανείς μια ματιά στη σύνθεση της εθνικής Πολωνίας στο Μουντιάλ του 1986, θα δει στην τριάδα των τερματοφυλάκων δύο πολύ γνώριμα ονόματα στο ελληνικό κοινό, πίσω από εκείνο του σπουδαίου Γιόζεφ Μλίναρτσικ (που βρισκόταν στη δύση της καριέρας του).
Του 26χρονου Γιάτσεκ Καζιμιέρσκι και του μόλις 22 ετών (ακόμη εκείνη την εποχή), Γιόζεφ Βάντσικ. Πόσο αλλιώτικα θα γραφόταν, αλήθεια, η ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου αν το καλοκαίρι του 1987, ο Ολυμπιακός είχε εντοπίσει πρώτος τις προοπτικές εξέλιξης του «βουνού» και σκανάροντας την πολωνική αγορά επέλεγε εκείνον και όχι τον Καζιμιέρσκι;
Τελικά, η ιστορία πήρε το δρόμο της χάρη σε μια… βιντεοκασέτα! Ο Γιόζεφ Βάντσικ όχι μόνο ήρθε στη χώρα μας, όχι μόνο έγραψε ιστορία φορώντας τη φανέλα του Παναθηναϊκού, αλλά επέλεξε να περάσει στην αγαπημένη του Ελλάδα ολόκληρη τη ζωή του! Αγαπήθηκε όσο λίγοι ξένοι τερματοφύλακες, δοξάστηκε όσο κανείς άλλος και πλέον ήρθε η ώρα να κολλήσει το δικό του… γιγαντιαίο χαρτάκι στο άλμπουμ των αναμνήσεων του sportday.gr.
Μην ανησυχείτε! Όσο… τρομακτικός ήταν κάτω από τα δοκάρια για τους αντιπάλους του, τόσο υπέροχος άνθρωπος είναι μακριά από τα γκολπόστ! Ένας «τίμιος γίγαντας» γεμάτος χιούμορ ξεφυλλίζει μαζί μας τις σελίδες μιας τεράστιας καριέρας, με απίθανες ατάκες και με το απίστευτο γέλιο του να συνοδεύει στιγμές που έμειναν στην ιστορία!
«Μικρός ήμουν... σεντερφοράρα! Αλλά μια μέρα δεν ήρθε ο τερματοφύλακας και ξέρεις. Ποιος θα κάτσει στο τέρμα; Ο πιο ψηλός κι ο πιο μικρός...»
Γιόζεφ που γεννήθηκες και που μεγάλωσες στην Πολωνία;
Γεννήθηκα στο Ταρνόφσκιε Γκούρι και από μικρός, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο. Παίζαμε και στο σχολείο, αλλά και στην τοπική ομάδα, όταν μεγάλωσα, η οποία τότε ήταν στην Α’ τοπική κατηγορία. Μάλιστα εγώ έπαιζα σέντερ φορ!
Ήσουν καλός;
Σεντερφοράρα (γέλια). Ήμουν ψηλός για την ηλικία μου και θυμάμαι ότι ήμουν 10 χρονών και έπαιζα με παιδιά που ήταν 14. Σκόραρα συνέχεια και όταν έγινα 11 χρονών, είχα ήδη ανέβει στην ομάδα των παιδιών που ήταν 16 χρονών.
Τερματοφύλακας πως έγινες;
Ξέρεις πως είναι στο χωριό. Σε ένα ματς δεν ήρθε ο τερματοφύλακας, οπότε ποιος έπρεπε να παίξει; Ο πιο ψηλός και ο πιο μικρός. Εγώ ήμουν και τα δύο (γέλια). Πάντως πήγα καλά σε εκείνο το παιχνίδι και με είδε ο προπονητής της πρώτης ομάδας, ο Χέντρικ Χάιντα, ο οποίος ήταν πρώην τερματοφύλακας και μου είπε να πάω για ατομικές προπονήσεις. Μου άρεσε και η θέση και έτσι σιγά σιγά άρχισα να την μαθαίνω. Ο Χάιντα για μένα ήταν σαν δεύτερος πατέρας, όλα τα χρόνια που έπαιξα ποδόσφαιρο. Μάλιστα κάθε χρόνο κάνω ένα τουρνουά στο χωριό προς τιμή του. Έχουμε φτιάξει και μια πλακέτα στα αποδυτήρια και κάθε χρόνο κάνουμε το τουρνουά. Είμαι επίτιμος πρόεδρος στην ομάδα και φέτος γιορτάσαμε και τα 100 χρόνια της ομάδας. Πέρσι ήταν η επέτειος, αλλά λόγω του κόβιντ δεν μπορέσαμε να τα γιορτάσουμε. Φέτος ήρθαν και οι παλαίμαχοι της Σάλκε, με όλα τα μεγάλα ονόματα όπως ο Κλάους Άλοφς.
Η συνέχεια ποια ήταν;
Έγινα πρώτος τερματοφύλακας στην ομάδα σε ηλικία 14 ετών. Εκείνη τη χρονιά με το σχολείο, καταφέραμε και περάσαμε στους τελικούς της περιφέρειας του Κατοβίτσε και στη συνέχεια περάσαμε στον τελικό με αντίπαλο την Ρουχ Χόρζοφ που ήταν πρωταθλήτρια. Κερδίζαμε 1-0, αλλά τότε δεν υπήρχαν οι κίτρινες κάρτες. Απλά όποιος παίκτης τιμωρούνταν, έβγαινε για δύο λεπτά από το γήπεδο. Μας τιμώρησαν δύο παίκτες και μας ισοφάρισαν. Μετά μας τιμώρησαν έναν ακόμα παίκτη επειδή διαμαρτυρήθηκε στον διαιτητή και έτσι κατάφεραν να μας βάλουν και δεύτερο γκολ. Εκεί όμως είχαν έρθει σκάουτερς από μεγάλες ομάδες και μετά το παιχνίδι από την Ρουχ Χόρζοφ μου είπαν ότι με ήθελαν. Εγώ τους είπα να έρθουν στο χωριό να μιλήσουν με τον προπονητή και τον πρόεδρο της ομάδας.
Ήρθαν;
Ναι ήρθαν και με πήραν την επόμενη μέρα για δοκιμή. Τους άρεσα και με κράτησαν. Τότε ήμουν 16 ετών.
Οι γονείς σου τι σου είπαν;
Ο πατέρας μου ήταν ανθρακωρύχος και μπορεί να είχε δύσκολη δουλειά, αλλά έπαιρνε καλά χρήματα. Η μητέρα μου δεν δούλευε. Αλλά και οι δύο μου είπαν να κάνω ότι θέλω και να ακολουθήσω το όνειρό μου.
Επαγγελματίας ποδοσφαιριστής πότε έγινες;
Το 1980, αλλά ήμουν 4ος τερματοφύλακας της ομάδας στην αρχή. Έπαιζα στην Κ19 και μάλιστα εκείνη τη χρονιά παρολίγο να πάρουμε το πρωτάθλημα Πολωνίας στην κατηγορία μας. Μετά έφυγε ένας από την πρώτη ομάδα και έγινα ο 3ος τερματοφύλακας. Ξεκίνησε η χρονιά και κάναμε 9 ήττες. Στα πρώτα 6 παιχνίδια έπαιζε ο πρώτος τερματοφύλακας και στα άλλα 3 ο δεύτερος. Στο 10ο ματς με την Βίσλα Κρακοβίας άλλαξε ο προπονητής και χρέη τεχνικού εκτέλεσε ο προπονητής τερματοφυλάκων Πιότρ Τσάια. Με έβαλε λοιπόν να παίξω κόντρα στη Βίσλα και πήραμε ισοπαλία. Στο επόμενο παιχνίδι παίξαμε στην έδρα μας και είχε έρθει νέος προπονητής. Όμως εμείς είχαμε πάρει την ισοπαλία στη Βίσλα και οι εφημερίδες έγραφαν για μένα. Οπότε δεν μπορούσε να μη με βάλει. Κερδίσαμε και το ματς και τότε όλα ήταν ωραία. “Βρήκαμε νέο ταλέντο”, έγραφαν οι εφημερίδες.
Με λίγα λόγια καθιερώθηκες στην ομάδα.
Καθιερώθηκα στην ομάδα και στην συνέχεια πήγα σε ένα καμπ της ομοσπονδίας και μέσα από την διαδικασία των δοκιμών, αλλά και την προετοιμασία, επιλέχθηκα για την Εθνική Νέων και πήγαμε στα τελικά που έγιναν στη Γερμανία. Στον ημιτελικό αποκλείσαμε τη Ισπανία στα πέναλτι και έπιασα δύο. Στον τελικό χάσαμε από τη Γερμανία 1-0, αλλά πήραμε την πρόκριση για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Είχα παίξει στο προηγούμενο Παγκόσμιο στο Κατάρ και μετά πήραμε την πρόκριση για το Παγκόσμιο Νέων που έγινε στο Μεξικό. Τζιεγκανόφσκι, Ούρμπαν, Φούρτοκ, είχαμε μεγάλους παίκτες και πήραμε την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο.
Μετά τι έγινε;
Γύρισα στην ομάδα την Ρουχ Χορζόφ μετά το ευρωπαϊκό της Γερμανίας και παίζαμε τρία παιχνίδια με την ομάδα να είναι στη ζώνη του υποβιβασμού και να παλεύει για την σωτηρία της. Παίζαμε δύο εκτός έδρας ματς με την τελευταία και την προτελευταία ομάδα και το τρίτο ματς ήταν με την Βίτζεβ Λοτζ που πήγαινε για πρωτάθλημα. Τελικά την τελευταία αγωνιστική εμείς με ισοπαλία μέναμε στην κατηγορία, αρκεί να μην κέρδιζε η Άρκα, ενώ η Βίτζεβ με ισοπαλία έπαιρνε το πρωτάθλημα. Τελικά όλα έγιναν όπως θέλαμε και μείναμε στην κατηγορία. Στην Βίτζεβ τότε έπαιζε ο Μπόνιεκ και ο Μλινάρτσικ.
Ο πρώτος θρίαμβος απέναντι στον Ολυμπιακό ήταν με την... Γκόρνικ!
Μετά ήρθε το Μεξικό το 1986.
Ήμασταν τρεις τερματοφύλακες. Ο Μλινάρτσικ, ο Καζιμιέρσκι κι εγώ. Ήταν μια φανταστική εμπειρία. Ήμασταν στην Γκουαδαλαχάρα, μαζί με το Μαρόκο, την Πορτογαλία και την Αγγλία. Με το Μαρόκο ήρθαμε ισόπαλοι, κερδίσαμε την Πορτογαλία και μας έβαλε τρία γκολ ο Λίνεκερ με την Αγγλία. Μετά πέσαμε πάνω στην Βραζιλία και χάσαμε 3-0.
Εσύ τότε ήσουν στην Γκόρνικ.
Ναι είχα κάνει ήδη τη μεταγραφή, στην ομάδα που υποστήριζα από παιδί. Το χωριό μου ήταν πολύ κοντά στην πόλη και όλοι ήμασταν οπαδοί της Γκόρνικ. Η Γκόρνικ είχε πάει και τελικό στο κύπελλο Κυπελλούχων το 1970 και ήταν μεγάλη ομάδα. Πέντε χρόνια στην Γκόρνικ πήρα 4 πρωταθλήματα και μια δεύτερη θέση.
Με την Γκόρνικ είχες και την πρώτη επαφή με την Ελλάδα, όταν αντιμετώπισες τον Ολυμπιακό το 1987;
Όχι. Είχα έρθει και νωρίτερα με τις Εθνικές ομάδες. Είχα παίξει στο Βόλο με την Εθνική Ανδρών και στα Γιάννινα με την Ολυμπιακή ομάδα.
Τα παιχνίδια με τον Ολυμπιακό πως τα θυμάσαι;
Θυμάμαι ότι ουσιαστικά είχαν γίνει καλοκαίρι και θυμάμαι τη ζέστη στο Ολυμπιακό στάδιο. Τότε ο Ολυμπιακός είχε προπονητή τον Παναγούλια και τερματοφύλακα τον Καζιμιέρσκι. Το πρώτο παιχνίδι ήρθε ισόπαλο 1-1, αλλά στο δεύτερο καταφέραμε να κερδίσουμε 2-1 και να πάρουμε την πρόκριση. Θυμάμαι την καυτή ατμόσφαιρα που είχαν δημιουργήσει οι οπαδοί του Ολυμπιακού, αλλά τότε εμείς ήμασταν πραγματικά καλή ομάδα και είχαμε και 4-5 παίκτες που έπαιζαν στην Εθνική. Πήραμε την πρόκριση δίκαια.
Θέλω να σε ρωτήσω για τον Καζιμιέρσκι. Είχατε παίξει και μαζί στην Εθνική. Στην Ελλάδα γιατί δεν “έπιασε”;
Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Δεν ξέρω γιατί δεν μπόρεσε να παίξει. Τότε που είχε έρθει, είχαν πάει προετοιμασία στην Αμερική με τον Παναγούλια και μετά δεν ξεκίνησαν καθόλου καλά το πρωτάθλημα.
Εσύ μίλησες ποτέ μαζί του;
Όχι δεν μιλήσαμε ποτέ. Μάλιστα δεν γνωρίζω και τώρα που είναι. Λογικά θα είναι στην Πολωνία.
Εδώ στην Ελλάδα λέγανε ότι είχε πρόβλημα με τα μάτια του. Εσύ ξέρεις τίποτα γι αυτό;
Όχι δεν γνωρίζω τίποτα γι’ αυτό. Μετά την Ελλάδα πήγε στο Βέλγιο και εκεί έπαιξε. Αλλά δεν ξέρω περισσότερα πράγματα για τον ίδιο. Ξέρεις αυτός ήταν από τη Βαρσοβία και εγώ από την περιφέρεια του Κατοβίτσε. Δεν είχαμε και πολλές επαφές.
«Ο Βαρδινογιάννης με έφερε στον Παναθηναϊκό από μία... βιντεοκασέτα!»
Ο Παναθηναϊκός πως προέκυψε μετά στην καριέρα σου;
Είχε φύγει το 1989 ο Κριστόφ Βαζέχα και με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι ο Παναθηναϊκός ήθελε τερματοφύλακα. Εγώ είχα προτάσεις από το Βέλγιο, τη Γερμανία και την Τουρκία. Όμως λόγω του ότι ήταν ο Κριστόφ εδώ και ήμασταν και στην Ρουζ Χόρζοφ μαζί, με πήραν από τον Παναθηναϊκό. Με πήρε ένας υπάλληλος από την πρεσβεία της Ελλάδας στην Πολωνία, γιατί είχε επαφές με την ομάδα. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης έστειλε τον Τάσο Πρίντζη που ήταν στη διοίκηση και ήρθε στην Πολωνία να κάνει τις συζητήσεις. Ήρθα στην Ελλάδα, μαζί με τη διοίκηση της ομάδας και μέναμε στο “Μεριντιέν”. Πήγαμε στα παλιά γραφεία στη Λεωφόρο και τα “βρήκαμε” με τον “καπετάνιο”. Μετά με πήγε στα γραφεία της “Μότορ Όιλ” για να γνωρίσω και τον κ. Βαρδή και τον κ. Θόδωρο.
Τι θυμάσαι από εκείνες τις συζητήσεις;
Μου είχε προξενήσει την απορία πως και με πήρε. Του είπα του “καπετάνιου”: “Έχεις δικαίωμα για τρεις ξένους, πως και παίρνεις τερματοφύλακα;”. Άνοιξε τότε μια ντουλάπα και είχε κάποιες κασέτες. Μου έβγαλε την κασέτα από το παιχνίδι Πολωνία – Γιουγκοσλαβία. Τότε προπονητής ήταν ο Όσιμ και είχε παίκτες όπως Σαβίσεβιτς, Κάτανετς. Είχαμε έρθει 0-0 και μου είπε: “Από αυτό το παιχνίδι σε ήθελα. Μόλις σε είδα, ήθελα να σε πάρω στον Παναθηναϊκό”.
Πως σου φάνηκε όταν ήρθες στην Ελλάδα και στον Παναθηναϊκό;
Όταν ήρθα προπονητής ήταν ο Μπόνεφ και πήγαμε για προετοιμασία στη Γερμανία. Στην Πολωνία οι προετοιμασίες το χειμώνα ήταν “θάνατος”. Όπως και με τον Γκμοχ τότε στα “3-5 Πηγάδια” με το τρέξιμο στα βουνά. Με τον Μπόνεφ δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Παίξαμε και φιλικά με μικρές ομάδες και γύρισα και είπα στον Βαζέχα: “Κρίστο εάν είναι έτσι οι προετοιμασίες στην Ελλάδα, θα παίξουμε μέχρι τα 40”. Όπως ξέρετε παίξαμε όντως μέχρι τα 40 (γέλια). Σκληρές προετοιμασίες πάντως κάναμε με τον Όσιμ. Ήταν ο καλύτερος προπονητής.
«Στην πρώτη προετοιμασία που έκανα στον Παναθηναϊκό με τον Μπόνεφ γυρνάω και λέω στον Βαζέχα… “Κρίστο εάν είναι έτσι οι προετοιμασίες στην Ελλάδα, θα παίξουμε μέχρι τα 40…”»
Πες μου για τον Όσιμ. Γιατί ήταν ο καλύτερος;
Οι ιδέες του. Καθόμασταν στο ξενοδοχείο και βλέπαμε Αγγλία, Ιταλία και μας έκανε μάθημα. Μας ανέλυε τον αγώνα. Ήταν μεγάλος δάσκαλος. Στον Παναθηναϊκό είχα τον κ. Δανιήλ που ήταν καλός προπονητής, αλλά για μένα ο καλύτερος όλων ήταν ο Όσιμ. Ήξερε τι ήθελε στις προπονήσεις. Έφερε τους νεαρούς, τον Γ.Χ. Γεωργιάδη και τον Γ.Σ., τον Δώνη και τους μάθαινε τα overlap. Οι προπονήσεις κρατούσαν λίγη ώρα, αλλά ήταν πιεστικές. Τότε ήμασταν πίσω από την ΑΕΚ και δεν είχε πρόβλημα να βγάλει Σαραβάκο, Αντωνίου, Αποστολάκη και να παίζουν οι μικροί για να πιέζουν. Φτάσαμε την ΑΕΚ, αλλά μετά χάσαμε βαθμούς στην Καλαμαριά και την Έδεσσα και μας πέρασε πάλι η ΑΕΚ.
«Τα μεγαλύτερα ματς στον Παναθηναϊκό ήταν αυτά που έπεφταν τα στοιχήματα για τις... ταβέρνες στην Παιανία! Πόλεμος!»
Πρωτάθλημα όμως δεν πήρατε με τον Οσιμ.
Πρωτάθλημα πήραμε με τον Ρότσα. Είχαμε και έναν φανταστικό γυμναστή, τον Γιώργο Βαμβακά και κάναμε την φανταστική πορεία στην Ευρώπη.
Για πες μου για εκείνη την πορεία.
Είχαμε κάνει μια πολύ καλή προετοιμασία με τον Βαμβακά. Από την εποχή του Όσιμ όμως, ο κ. Μαυροκουκουλάκης είχε βρει έναν μάνατζερ, τον Μάουρο, ο οποίος μας έκλεινε μεγάλα φιλικά παιχνίδια, ειδικά στην Ιταλία. Ήταν φοβερά τα τουρνουά τότε. Παίζαμε με μεγάλες ομάδες και είχαμε συνηθίσει να παίζουμε με μεγάλους παίκτες. Είχαμε μπει σε τέτοια ψυχολογία, όπου μπορούσαμε να κερδίσουμε τους πάντες και το πιστεύαμε. Ξεκινήσαμε και καλά με νίκες, οπότε είχαμε φοβερή ψυχολογία και θαυμάσιο κλίμα. Τότε είχαμε κάνει 9 νίκες και παίζαμε δέκατο παιχνίδι στον Ηρακλή, που έπαιζε ο Γιοβάνοβιτς. Φέτος με τον Γιοβάνοβιτς προπονητή, ο Παναθηναϊκός έσπασε το ρεκόρ μας.
Το βράδυ στο Άμστερνταμ ήταν το πιο σημαντικό;
Όχι. Το βράδυ στο Πόρτο ήταν το πιο σημαντικό. Εκεί νιώσαμε ότι γίναμε ομάδα. Είχαμε και φοβερό κλίμα όπως σου είπα. Πάντως ο Ρότσα δεν γύρισε κολυμπώντας, όπως είχε πει. Το “γύρισε το μπιφτέκι” τότε (γέλια). Πάντως εκείνο το βράδυ δώσαμε τα πάντα. Είχαμε μείνει και με δέκα παίκτες λόγω της αποβολής του Αλεξούδη, αλλά αυτά τα ματς είναι που “δένουν μια ομάδα”. Εκείνο το βράδυ είχαμε νιώσει και τη διαφορετική κουλτούρα. Προπονητής της Πόρτο ήταν ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον και παρά την ήττα τους, ήρθε και μας χαιρέτισε έναν έναν.
Πες μου για το καλό κλίμα που είχατε, όπως λες.
Τότε παίρναμε καλά λεφτά. Παίρναμε πριμ 2 εκατομμύρια δραχμές στην “τετράδα” αγώνων. Αλλά τα μεγάλα ματς ήταν στις προπονήσεις, όταν βάζαμε στοίχημα. Τότε υπήρχαν στην Παιανία δύο ταβέρνες. Χωριζόμασταν σε ομάδες και όταν έπεφτε η ιδέα για στοίχημα γινόταν “πόλεμος”. Παίρναμε τόσα λεφτά, αλλά όταν ήταν να πληρώσεις στην ταβέρνα το στοίχημα, κανείς δεν ήταν χαρούμενος. Γινόντουσαν κάτι τάκλιν και κάτι μονομαχίες… ούτε στα ντέρμπι δεν παίζαμε έτσι (γέλια). Κλωτσιές, μπουνιές, αυτό ήταν ντέρμπι. Που να δεις και το χειμώνα εάν είχε βρέξει και είχε λάσπες…. Κατευθείαν στοίχημα (γέλια).
«Ο Αλεξανδρής, το πέναλτι στο Καραϊσκάκη και τι λέγαμε στον Βαρδινογιάννη πριν τα ντέρμπι και... τρελαινόταν!»
Πάμε λοιπόν στα ντέρμπι.
Είχα την τύχη να παίξω στο δεύτερο ή τρίτο παιχνίδι μου στην Ελλάδα να παίξουμε με την ΑΕΚ που τότε είχε τον Οκόνσκι και κερδίσαμε 2-1. Πάντως τα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο “Καραϊσκάκη” ειδικά, ήταν τα πιο δυνατά.
Σε ένα από αυτά για το κύπελλο έπιασες και το πέναλτι του Αλεξανδρή.
Ήταν τότε διαιτητής ο Νικάκης. Ο Ολυμπιακός μας είχε κερδίσει στο Ολυμπιακό στάδιο με 1-2 και τότε οι παίκτες του έλεγαν ότι είχαν περάσει στον τελικό. Όμως εμείς δεν το βάλαμε κάτω και στη ρεβάνς ήμασταν αποφασισμένοι για την πρόκριση. Πράγματι είχαμε καταφέρει να προηγηθούμε 3-2 και ο Νικάκης έδωσε πέναλτι. Όταν πήρε φόρα ο Αλεξανδρής για να το εκτελέσει, κατάλαβα από τη φορά του σώματός του, ότι θα προσπαθήσει να πλασάρει. Ο δεξιοπόδαρος, σχεδόν πάντα πλασάρει στην γωνία του αριστερού χεριού του τερματοφύλακα. Έτσι έπεσα κι εγώ εκεί και κατάφερα να μπλοκάρω τη μπάλα. Είναι μεγάλη υπόθεση να πιάνεις πέναλτι στο 90 φεύγα. Πόσο μάλλον σε τέτοιο ματς. Πάντως εκείνη τη χρονιά είχα πιάσει και πέναλτι του Σκαρτάδου στο πρωτάθλημα, στο 1-1.
Σας έλεγε τίποτα ο “καπετάνιος” πριν από τα ντέρμπι;
Ερχόταν στα αποδυτήρια να μας μιλήσει και έλεγε: “Παιδιά σήμερα έχουμε το ντέρμπι”. “Τι ντέρμπι πρόεδρε; Φιλικό παιχνίδι έχουμε”, του λέγαμε και “τρελαινόταν”. “Τι φιλικό μου λέτε; Ντέρμπι είναι βγείτε να κερδίσετε μας έλεγε. Όλα τα χρόνια που πέρασα στον Παναθηναϊκό, έχω να πω μόνο τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Εγώ και η οικογένειά μου, ότι ζητήσαμε μας το έκανε.
Να σκεφτείς όταν ήμουν 32 χρονών, πήγα να ανανεώσω και μου είπε: “Σου έχω κάνει ήδη την ανανέωση για 5 χρόνια”. Εγώ σκεφτόμουν να ζητήσω για ένα ή δύο χρόνια και εκείνος μου είπε ότι για την προσφορά μου στην ομάδα, μου έκανε ανανέωση για 5 χρόνια. Τι να του πεις μετά; Ότι δεν θέλεις; Γενικά ο “καπετάνιος” είχε την ομάδα ως προτεραιότητα. Είχαμε το καλύτερο προπονητικό κέντρο. Η ομάδα πήγαινε ως μεγάλο κλαμπ σε όλα τα ταξίδια της. Είχαμε τον κ. Μαυροκουκουλάκη που κανόνιζε τα πάντα.
«Η πρόταση της Έβερτον και η δεύτερη πατρίδα μου»
Από τον Παναθηναϊκό έφυγες όμως.
Έφυγα καλοκαίρι και ο κ. Βαρδινογιάννης μου είπε να περάσω από τα γραφεία. Μου είχε ως δώρο 8 εκατομμύρια δραχμές. Αλλά δεν πήγα να τα πάρω. Το 1999 έγινε αυτό και δεν ήθελα να πάω να τα πάρω. Μου είχε δώσει πολλά λεφτά στην καριέρα μου ήδη. Τότε είχα προτάσεις από τον ΠΑΟΚ, τον Ιωνικό, τον Ηρακλή, αλλά δεν ήθελα να φύγω από την Αθήνα γιατί έχτιζα το σπίτι. Μου είπε ο “καπετάνιος” τότε ότι με περιμένει ο Αλαμάνος, οπότε πήγα στον Απόλλωνα. Μετά πήγα στον Αθηναϊκό, αλλά δεν μου άρεσε ότι δεν είχαμε προπονητικό κέντρο και δεν ήταν καλές οι συνθήκες. Δεν υπήρχε και η νοοτροπία, είχα συνηθίσει και αλλιώς. Θα έπαιζα άνετα μέχρι τα 42-43, αλλά δεν είχα κίνητρο. Είχα πρόταση και από την Πολωνία βέβαια, αλλά δεν ήθελα να φύγω από την Ελλάδα. Τα παιδιά είχαν ξεκινήσει ήδη το σχολείο εδώ.
Ουσιαστικά έγινες Έλληνας.
Νομίζω ότι κάναμε καλή επιλογή και μείναμε εδώ. Είμαι πλέον κάτοικος των Βριλησσίων και του Χαλανδρίου.
Προτάσεις όσο ήσουν στον Παναθηναϊκό είχες για να φύγεις;
Είχα από την Έβερτον. Αλλά δεν με άφησε ο Παναθηναϊκός. Στην Έβερτον προπονητής ήταν ο Χάουαρντ Κένταλ που πριν ήταν στην Ξάνθη. Στην Έβερτον έπαιζε και ο φίλος μου από την Εθνική, ο Ρόμερτ Βαζέχα και με πήρε τηλέφωνο. Αντάλλαξαν φαξ οι δύο ομάδες, αλλά δεν με αφήσανε. Μετά ο Ρόμπερτ μου έστειλε την πρόταση που μου έκαναν και “τρελάθηκα”.
Πως ένιωσες όταν είδες το όνομά σου στη φανέλα της βράβευσής σου από την ΠΑΕ Παναθηναϊκός;
Θέλω να ευχαριστήσω την διοίκηση γι’ αυτό που έχει κάνει και τιμάει όλους τους παίκτες. Το είπα και προσωπικά στον κ. Αλαφούζο, που τον είδα μετά το ματς, ότι αυτό που έχει κάνει είναι πολύ καλό για τους παλαίμαχους παίκτες. Ένιωσα ξανά την αγάπη του κόσμου, αλλά φυσικά θέλω να πω και για τον Σπύρο Μαραγκό. Αν μιλάμε για ήρωες, ο Σπύρος είναι ένας από αυτούς. Τι να πούμε εμείς για προβλήματα, μπροστά σε αυτό που περνάει ο Σπύρος; Είναι μαχητής και μακάρι να βρεθεί κάποιο φάρμακο. Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις ένα παιδί που έτρεχε συνέχεια μέσα στο γήπεδο να είναι τώρα καθηλωμένος.
Έμεινες στην Ελλάδα και ουσιαστικά περισσότερα χρόνια έχεις ζήσει εδώ.
Η Ελλάδα για μένα είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Πέρασα φανταστικά στον Παναθηναϊκό που είναι η ομάδα μου. Συνεχίζω τη ζωή μου εδώ και είμαι στην εταιρεία “admiral” του κ. Παναγάκου και επίσης είμαι προπονητής στη Μαρκό. Παράλληλα είμαι στο γυμναστήριο “webuildfootballers” και κάνω ατομικές προπονήσεις σε τερματοφύλακες.
Κείμενο: Γιώργος Μπιτσικώκος
Photo Credits: Μάρκος Χουζούρης | Eurokinissi