Συνέντευξη Γιώργος Κοκολάκης: «Η μέρα που έκανα... έξαλλο τον Νταϊφά στον Ολυμπιακό»

O Γιώργος Κοκολάκης, ο «αθόρυβος ήρωας» του πρωταθλητή Ολυμπιακού της δεκαετίας του ’80 γυρίζει τα χρόνια πίσω και αφηγείται το δικό του παραμύθι στα γήπεδα της Α’ Εθνικής.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 1982. Το νεόκτιστο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας ανοίγει για πρώτη φορά τις πύλες του για να υποδεχτεί ποδοσφαιρική αναμέτρηση. Ο πρωταθλητής Ολυμπιακός υποδέχεται την πρωταθλήτρια Σουηδίας, Έστερς, μπροστά σε 74.000 θεατές και η βραδιά φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα των δύο «ερυθρόλευκων» σκόρερ της. Ο πρώτος ήταν ο συνήθης ύποπτος Νίκος Αναστόπουλος. Ο δεύτερος ήταν ένας από τους πλέον αθόρυβους ήρωες της παντοκρατορίας του Ολυμπιακού στα πρώτα χρόνια του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου: Ο Γιώργος Κοκολάκης!

Με την ερυθρόλευκη φανέλα ο Γιώργος Κοκολάκης πανηγύρισε την κατάκτηση πέντε πρωταθλημάτων, ενός νταμπλ, δύο σούπερ καπ, όντας ένας χαρισματικός «ερυθρόλευκος» στρατιώτης που αποτελούσε λύση πολυτελείας για σπουδαίους προπονητές όπως ο Τόζα Βεσελίνοβιτς, ο Λάκης Πετρόπουλος, ο Κάζιμιρ Γκόρσκι, ο Αλκέτας Παναγούλιας που του εμπιστεύτηκαν περισσότερες από 100 φορές θέση στην ενδεκάδα τους.

Ο Κρητικός άσος συναντά τον Γιώργο Μπιτσικώκο και μαζί ξετυλίγουν τις σελίδες της δεκαετούς διαδρομής του στο λιμάνι του Πειραιά και όχι μόνο…

Photo Credits: Αργυρώ Αναστασίου

«Στο πρώτο δελτίο που υπέγραψα στον Άρη Ρεθύμνου, ο προπονητής με κέρασε πορτοκαλάδα και γλυκό ως… πριμ μεταγραφής»

Γιώργο ξεκίνησες την καριέρα σου από το Ρέθυμνο, όμως δεν κατάγεσαι από εκεί.

Γεννήθηκα στο Ηράκλειο Κρήτης και θέλω να διορθώσω την ημερομηνία γέννησής μου που αναγράφεται στην wikipedia. Έχω γεννηθεί στις 3 Σεπτεμβρίου του 1960 και όχι στις 3 Αυγούστου που αναφέρει εκεί. Από την βρεφική μου ηλικία όμως, η οικογένειά μου εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο και ουσιαστικά κι εγώ θεωρώ τον εαυτό μου Ρεθυμνιώτη.

Εκεί ξεκίνησες δηλαδή να παίζεις και ποδόσφαιρο.

Ξεκίνησα να παίζω στη γειτονιά μου, με τους φίλους μου. Είχα την τύχη να είμαι σε μια γειτονιά με άλλα 13 παιδιά και είχαμε φτιάξει τη δική μας ομάδα. Έτσι σιγά σιγά ξεκίνησε η ενασχόλησή μου με το ποδόσφαιρο. Βέβαια ήδη από τους σχολικούς αγώνες με είχε δει ένας προπονητής και με έβαλε και υπέγραψα δελτίο στα 13 μου στον Άρη Ρεθύμνου. Μάλιστα με κέρασε πορτοκαλάδα και γλυκό ως πριμ υπογραφής. Όμως ήμουν ανήλικος και δεν είχαν βάλει υπογραφή οι γονείς μου.

Αυτό σου δημιούργησε κάποιο θέμα στη συνέχεια;

Ίσα ίσα το αντίθετο. Γιατί την επόμενη χρονιά, αποφασίσαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς, αλλά και κάποια παιδιά από τις κατασκηνώσεις, να επανασυστήσουμε τον Αστέρα Ρεθύμνου, ο οποίος είχε διαλυθεί από τη χούντα. Σιγά σιγά γίναμε ομάδα και φτάσαμε στο σημείο να έρχονται παιδιά και από άλλες περιοχές για να αγωνιστούν με εμάς. Οπότε ουσιαστικά μπορώ να πω ότι εγώ ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο από τον νέο Αστέρα.

«Είχα συμφωνήσει να πάω στον ΠΑΟΚ μόλις τελείωνα το σχολείο, αλλά φοβήθηκα με τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης, κάτι δεν με… τράβαγε και η μεταγραφή δεν έγινε ποτέ»

Η συνέχεια ποια ήταν;

-Εγώ από τα 15 μου ήδη είχα δείξει κάποια πράγματα και είχαν ενδιαφερθεί για μένα κάποιοι προπονητές από τοπικές ομάδες. Τότε με τον Αστέρα βγήκαμε πρωταθλητές στο Ρέθυμνο και υπήρχε ένα πρωτάθλημα όλων των ομάδων που είχαν κατακτήσει τον τίτλο στο νομό τους. Με τις εμφανίσεις που έκανα, είχα κεντρίσει το ενδιαφέρον ομάδων και είχε μάλιστα ενδιαφερθεί και ο ΟΦΗ. Με είχαν δει σε ένα παιχνίδι και ο Νίκος Αλέφαντος που ήταν προπονητής, αλλά οι γονείς μου δεν ήθελαν να με αφήσουν λόγω σχολείου.

Δεν πήγες τότε στον ΟΦΗ, αλλά κάποια στιγμή τελείωσες και το σχολείο.

Το 1977 είχε κατέβει στην Κρήτη ο ΠΑΟΚ για ματς με τον ΟΦΗ, αλλά επειδή ο ΟΦΗ ήταν τιμωρημένος, το παιχνίδι έγινε στο Ρέθυμνο. Πριν το παιχνίδι όμως αυτό, έγινε το πρωινό της ίδιας ημέρας ένας αγώνας του Αστέρα με άλλη ομάδα. Σε εκείνο το ματς με είδε ο συγχωρεμένος ο Παντελάκης και αμέσως μου έκανε πρόταση να πάω στον ΠΑΟΚ. Τελικά η συμφωνία που έγινε και με τους γονείς μου και τους ανθρώπους της ομάδας, ήταν να τελειώσω το σχολείο και μετά να πάω στον ΠΑΟΚ. Όμως εκείνη τη χρονιά έγιναν οι σεισμοί στη Θεσσαλονίκη και εγώ δεν ήθελα τελικά να πάω. Και γιατί φοβόμουν, αλλά και γιατί κάτι δεν με… τράβαγε.

Δεν πας λοιπόν στον ΠΑΟΚ, αλλά στη συνέχεια προέκυψε ο Ολυμπιακός.

Κάποιοι Ρεθυμνιώτες με είχαν δει και παράλληλα ήταν φίλοι του Ολυμπιακού και είχαν και σχέσεις με τον Λεωνίδα Θεοδωρακάκη. Του ζήτησαν λοιπόν να με δοκιμάσει και πράγματι μου έστειλαν την πρόσκληση. Εγώ θα ανέβαινα για πρώτη φορά στη ζωή μου στην Αθήνα, οπότε για να μην είμαι μόνος μου, πήρα και έναν φίλο μου μαζί και του πλήρωσα και τα εισιτήρια.

«Χρωστάω πολλά στον Τόζα Βεσελίνοβιτς και τον Μιλτιάδη Μαρινάκη. Ο πρώτος με διέκρινε και με εμπιστεύτηκε μέσα σε λίγα λεπτά, ο δεύτερος με συμπάθησε από την πρώτη στιγμή επειδή ήμουν Κρητικός και ήταν πάντα δίπλα μου»

Στον Ολυμπιακό ποιος θα σε έβλεπε;

Πήγα στο Ρέντη όπου προπονητής ήταν ο Τόζα Βεσελίνοβιτς. Είχαν έρθει πάρα πολλά παιδιά και μας έβαλε να παίξουμε σε μικρές εστίες. Εγώ παρά το αρχικό τρακ, μόλις άλλαξα και έβαλα τα ποδοσφαιρικά ρούχα ένιωσα σαν στο σπίτι μου. Αυτό ήταν. Έκτοτε ανήκω στην οικογένεια του Ολυμπιακού.

“Χρωστάς” λοιπόν στον Βεσελίνοβιτς και στο “μάτι” του.

Φυσικά. Με διέκρινε σε λίγα μόλις λεπτά και μάλιστα ήθελε να με κάνει επαγγελματία, όμως δεν μπορούσε λόγω ηλικίας, οπότε έγινα ένας από τους 3 ημιεπαγγελματίες που είχε δικαίωμα κάθε ομάδα. Έπαιζα σε όλα τα φιλικά παιχνίδια, αλλά όχι και στα επίσημα. Το πλάνο ήταν να γίνω επαγγελματίας την επόμενη χρονιά, όπως και τελικά έγινε. Πραγματικά την επόμενη χρονιά με έκανε επαγγελματία, με πήρε στην προετοιμασία και με έκανε μέλος της πρώτης ομάδας. Είναι ο άνθρωπος στον οποίο χρωστάω πάρα πολλά, γιατί με επέλεξε σε λίγο χρόνο, με στήριξε, πίστευε σε μένα. Εγώ είμαι πολύ συναισθηματικός και η αποχώρησή του από την ομάδα μου στοίχισε αρκετά. Βέβαια πρέπει να πω ότι είχα πάντα δίπλα μου και τον Μιλτιάδη Μαρινάκη, που με συμπάθησε από την πρώτη στιγμή, ειδικά επειδή ήμουν Κρητικός και με βοήθησε αρκετά τα χρόνια που ήμουν στην ομάδα.

Πάντως έμεινες κανονικά στην ομάδα και συνέχισες και τα επόμενα χρόνια.

Μετά τον Βεσελίνοβιτς ήρθε ο Γκόρσκι, ο οποίος αρχικά βασίστηκε στα παιδιά που είχαν ήδη καταξιωθεί στην ομάδα. Βέβαια με τον καιρό κέρδισα την εμπιστοσύνη του. Ξεκίνησα πολύ δυναμικά και στα πρώτα παιχνίδια είχα βάλει 4 γκολ. Εκείνες τις εποχές όμως, μπορεί το ποδόσφαιρο να είχε γίνει επαγγελματικό στην ουσία, όμως εμείς δεν ήμασταν επαγγελματίες όπως σήμερα. Βλέποντας πίσω διαπιστώνω πόσο σημαντικό θα ήταν να έχουμε ανθρώπους να μας συμβουλέψουν. Στον Ολυμπιακό είχαμε πάει παιδιά από μικρές ομάδες. Εγώ, ο Λεμονής, ο Γκαβασιάδης, ο Ξανθόπουλος, ο Μίχος, ο Βαμβακούλας… Ο Βεσελίνοβιτς όμως κατάφερε να φτιάξει μια ομάδα με εμάς, αλλά και με έμπειρους παίκτες και τα επόμενα χρόνια γίναμε ένα δυνατό σύνολο.

«Πάω στο Καραϊσκάκη πρώτη φορά να ξεκινήσω προετοιμασία και βλέπω απ’ έξω 5.000 κόσμο! Τα έχασα! Εκ των υστέρων έμαθα ότι όλος αυτός ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί για να διαμαρτυρηθεί για τη μεταγραφή του Δεληκάρη στον Παναθηναϊκό»

Θέλω να μου περιγράψεις το συναίσθημα σου όταν πήγες για πρώτη φορά στην προπόνηση και είδες τα μεγάλα αστέρια, με τα οποία πλέον θα ήσουν συμπαίκτης.

Θα σου πω μια ιστορία πάνω σε αυτό, που δείχνει και το πόσο συναισθηματικός τύπος είμαι. Μου είπαν αφού υπέγραψα το 1978 ότι στις 5 Ιουνίου θα ξεκινήσει η προετοιμασία. Πήγα λοιπόν στο Καραϊσκάκη και βλέπω έξω από το γήπεδο 5.000 κόσμο. Τα ‘χασα. Δεν ήξερα καν που είναι η πόρτα για να μπω. Για καλή μου τύχη με είδε ο Λευτέρης ο Πουπάκης, που είναι κι αυτός Ρεθυμνιώτης από το Πέραμα και με ήξερε. Εκ των υστέρων λοιπόν έμαθα ότι όλος αυτός ο κόσμος είχε μαζευτεί για να διαμαρτυρηθεί γιατί ο Δεληκάρης είχε φύγει για να πάει στον Παναθηναϊκό. “Έσκασα” από τη στεναχώρια μου, γιατί τον είχα σαν ίνδαλμα, μαζί με τον Χατζηπαναγή. Τους έπαιζα “χαρτάκια” και ήθελα πως και πως να είμαστε συμπαίκτες. Ήθελα σαν “τρελός” να παίξω μαζί του.

Ο Γιώργος Κοκολάκης πανηγυρίζει με τον Τάκη Λεμονή το σπουδαίο διπλό του Ολυμπιακού επί της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, τον Δεκέμβριο του 1979, που επιτεύχθηκε με δικό του νικητήριο γκολ

Η άλλη ιστορία;

Μπήκα στο Καραϊσκάκη και με έπιασε δέος. Μετά πήγα στην αίθουσα που ήταν μαζεμένη η ομάδα. Είδα τον Κελεσίδη, τον Κυράστα, τον Καραβίτη, τον Σιώκο. Επίσης τους μάζευα χαρτάκια και στα μάτια μας ήταν γίγαντες, ειδικά από τη στιγμή που δεν τους βλέπαμε και πολύ στην τηλεόραση. Όταν τους είδα από κοντά και ειδικά τον συγχωρεμένο τον Κυράστα, διαπίστωσα ότι και αυτοί παιδιά σαν και μένα ήταν. Το μεγάλο μου προσόν ήταν ότι όσο συνεσταλμένος κι αν ήμουν εκτός γηπέδου, τότε θρασύς ήμουν εντός του γηπέδου, ειδικά όταν φορούσα τη φανέλα. Μάλιστα αυτό είχε δει και ο Βεσελίνοβιτς και μια φορά στην προετοιμασία, εγώ είχα μπει μπροστά και έτρεχα. Οι μεγάλοι όμως μου είπαν να “κόψω” ταχύτητα. Ήρθε τότε ο Τόζα και με έβρισε στα σέρβικα με τη γνωστή φράση που λένε… οι Σέρβοι. “Εγώ θέλω να βλέπω το πρόσωπό σου μπροστά”, μου είπε τότε. Από την πρώτη στιγμή ήθελε να είμαι ο διαφορετικός και να μπω στο νόημα και να μην ακούω τι λένε οι άλλοι.

Μπήκες λοιπόν σε μια ομάδα, που αμέσως κυριάρχησε και πήρε 4 πρωταθλήματα.

Ήμουν από τους τυχερούς και ήμουν κι εγώ ένας που συνέβαλε σε αυτό. Χαρούμενος και τυχερός γιατί το να σηκώνεις πρωτάθλημα μέσα στο Καραϊσκάκη, με την αποθέωση του κόσμου και μέσα και έξω από το γήπεδο, είναι συγκλονιστικό. Εύχομαι να το ζήσουν πολλά παιδιά. Εγώ ήμουν από τους τυχερούς και τους ευλογημένους που το έζησα. Πραγματικά εκείνο το συναίσθημα που νιώθεις ότι δεν πατάς στη γη αλλά πετάς είναι μοναδικό.

Ποιό ήταν το μυστικό εκείνης της ομάδας;

Ότι ήμασταν χρόνια μαζί, αλλά είχαμε γαλουχηθεί και με την ιδέα του Ολυμπιακού, ότι παντού και πάντα πρέπει να παίζουμε για τη νίκη. Βέβαια τίποτα δεν ήταν εύκολο, όμως κι εμείς από μικροί είχαμε μάθει να κυνηγάμε μόνο τη νίκη. Παράλληλα όμως σε όλες τις θέσεις ήμασταν και εξαιρετικοί ποδοσφαιριστές. Γενικά ήμασταν ομάδα με μόνο δύο ξένους, αλλά αξίζαμε να πάρουμε και τα 4 πρωταθλήματα, τα οποία ήταν “θρυλικά”, γιατί ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Στον Παναθηναϊκό είχε μπει και η οικογένεια Βαρδινογιάννη, ενώ και ο ΠΑΟΚ ήταν ισχυρός, όπως φυσικά και η ΑΕΚ.

«Και βγαίνει ο Φίλαθλος μια μέρα και γράφει δηλώσεις μου ότι έχω καλές σχέσεις με τους Βαρδινογιάννηδες. Με φωνάζει έξαλλος ο Νταϊφάς και με ρωτάει… πως θα συμμαζέψω τώρα τον κόσμο του Ολυμπιακού;»

Πάντως ο Παναθηναϊκός προσπάθησε και πήρε παίκτες από τον Ολυμπιακό.

Το “φευγιό” ξεκίνησε με τον Κυράστα και ακολούθησε ο Γαλάκος και μετά ο Σαργκάνης με το Βαμβακούλα. Ίσως γιατί ο πρόεδρος ο Νταϊφάς ήταν κάπως… σφιχτός. Ο Βαρδινογιάννης την εποχή εκείνη μοίραζε πιο εύκολα τα λεφτά, με αποτέλεσμα αρκετά παιδιά να κοιτάξουν και την αποκατάστασή τους. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε και μεγάλη σε διάρκεια καριέρα, ενώ και τα λεφτά δεν ήταν όπως τώρα. Ίσως δελεάστηκαν από τα χρήματα.

Ο Νταϊφάς τι έλεγε σε εσάς που μένατε πίσω;

Ήταν σκληρός διαπραγματευτής. Εγώ ίσως ήμουν και άτυχος όταν συμπλήρωσα πενταετία. Είχαμε δώσει τελευταίο ματς με τον Παναθηναϊκό και θα βγαίναμε Ευρώπη. Το ματς έληξε 2-1 κι εγώ ήμουν μέσα στους 4 που διέκρινε ο νέος προπονητής που είχε έρθει να μας δει και ανέλαβε την επόμενη χρονιά την ομάδα, ο Κέσλερ. Σκεφτείτε ένα νέο παιδί, να έχει κάνει μια εξαιρετική χρονιά και ταυτόχρονα να το έχει ξεχωρίσει ο νέος προπονητής.

Άτυχος λοιπόν γιατί;

Μετά το ματς μου πήρε δηλώσεις ο Γιώργος Γεωργίου για τον “Φίλαθλο” και με ρώτησε τι θα κάνω. Εγώ του είπα ότι προτεραιότητά μου είναι ο Ολυμπιακός. Επέμενε όμως και με ρώτησε για τις σχέσεις μου με την οικογένεια Βαρδινογιάννη. Εγώ πραγματικά είχα καλές σχέσεις, γιατί ήμουν από το Ρέθυμνο όπως και αυτοί, με ξέρανε, αλλά και γιατί ο αδελφός μου δούλευε στα καράβια τους. Εγώ όμως ήμουν πεντακάθαρος και αν ήθελα θα είχα πάει από χρόνια στον Παναθηναϊκό. Την επόμενη μέρα βγήκε ο “Φίλαθλος” με μεγάλα γράμματα και έλεγε: “Κοκολάκης: Είμαι παικταράς, τα θέλω όλα στο χέρι, έχω καλές σχέσεις με τους Βαρδινογιάννηδες”…

Δημιουργήθηκε θέμα;

Τεράστιο θέμα και με κάλεσε ο κύριος Φωτίου και μου είπε σε έντονο ύφος: “Να δούμε τώρα πως θα το μαζέψουμε από τον κόσμο”. Έλα στα γραφεία είναι έξαλλος ο πρόεδρος. Εγώ παιδάκι 24 χρονών τότε, δεν είχα και κανέναν να με συμβουλέψει και πήγα στον Νταϊφά. Μου λέει:” Τι είναι αυτά που είπες; Πώς θα συμμαζέψω τον κόσμο;”. Εγώ του απάντησα αμέσως: “Δεν έχω πει τίποτα τέτοιο και το ξέρεις. Για να σου αποδείξω πόσο Ολυμπιακός είμαι, δώσε μου εσύ ότι νομίζεις”. Δεν ξέρω πώς έγινε το θέμα αυτό, αλλά στα 24 και μετά από καλή χρονιά και με πενταετία, υπέγραψα με τέτοιο τρόπο στον Ολυμπιακό.

Έμεινες λοιπόν στην ομάδα, μέχρι και την αλλαγή της διοίκησης και την ανάληψή της από τον Κοσκωτά.

Μετά το τελευταίο πρωτάθλημα, τα πράγματα δεν ήταν καλά και είχαν αρχίσει οι τριγμοί. Έπαιξα στα πρώτα παιχνίδια εκείνης της χρονιάς και μετά πήγα και τον βρήκα και του ζήτησα να φύγω. Με κοίταζε και δεν το πίστευε. Του είπα ότι κουράστηκα και δεν μπορούσα άλλο την πίεση. Μάλιστα του τόνισα ότι και αυτός ήθελε να κάνει καλή ομάδα… Με άφησε τελικά να φύγω.

Αντίπαλος με τον Χόκαν Σάντμπεργκ σε φιλικό Ολυμπιακού – ΑΕΚ το καλοκαίρι του 1984

«Δεν μπορούσα να καταλάβω την τακτική του Γκέραρντ, πήγαινα καλά στα εκτός έδρας, αλλά στα εντός δεν ήμουν βασικός. Είχα τσακωθεί μαζί του…»

Πήγες λοιπόν στον ΟΦΗ.

-Να σου πω όμως ότι λίγο καιρό πριν με ήθελε ο Βεσελίνοβιτς στην ΑΕΚ. Όμως μέχρι να φύγω από τον Ολυμπιακό, έφυγε αυτός για την Φενερμπαχτσέ και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω. Εγώ φοβήθηκα το άγνωστο και παράλληλα είχα και τη γυμναστική ακαδημία και είπα τελικά “όχι”. Έτσι πήγα στον ΟΦΗ την εποχή του Γκέραρντ. Εκείνη την εποχή πήγα μαζί με τον Βέρα και τον Λαφτσή και πήγαμε εξαιρετικά εκείνη τη χρονιά. Εγώ επειδή όμως ήξερα από τον Ολυμπιακό πως αν πας καλά σε ένα ματς θα παίξεις και στο επόμενο, δεν μπορούσα να καταλάβω αυτό που έκανε ο Γκέραρντ. Πήγαινα καλά εκτός έδρας, αλλά στα εντός δεν ήμουν βασικός. Είχα τσαντιστεί με αυτό και μάλιστα είχα τσακωθεί και μαζί του. Κανείς όμως δεν μου είπε ότι τα έκανε αυτά σε πολλούς ο Γκέραρντ.

Γι αυτό έφυγες;

-Στο τέλος λοιπόν της χρονιάς έκανα διακοπές με τον Λεμονή και τον Σαργκάνη στην Πάρο. Έχει γίνει το μπαράζ και η ΕΑΡ, η ομάδα του Ρεθύμνου είχε ανέβει στην Β’ Εθνική. Με πήραν τηλέφωνο τότε οι άνθρωποί της και μου είπαν ότι με θέλουν να τους βοηθήσω για να ανέβει η ομάδα στην Α’ Εθνική. Μπορεί να μην τα πήγαινα καλά με τον Γκέραρντ, όμως δεν ήθελα να πάω και στα ξερά της Β’ Εθνικής, γιατί ήμουν 28 χρονών. Με πήρε τότε ο Αναστόπουλος τηλέφωνο και μου είπε να μην υπογράψω στην ΕΑΡ γιατί με θέλουν στον Πανιώνιο. Ο ΟΦΗ όμως ζήτησε 40 εκατομμύρια και τότε τους είπα ότι αυτό δεν είναι σωστό.

Έτσι πήγες στην Ένωση Ατρομήτου-Ρεθυμνιακού;

Από τα νεύρα μου λοιπόν, σκέφτηκα λίγο κουτοπόνηρα και είπα να πάω ένα χρόνο στην ΕΑΡ και μετά να γυρίσω στην Αθήνα. Ότι ζήτησα από την ΕΑΡ μου το έδωσαν. Γιατί ήταν η ομάδα του Θόδωρου Βαρδινογιάννη και λειτουργούσε άψογα. Πρόεδρος τότε ήταν ο Περάκης, τον οποίο τον φωνάζαμε “Βενιζέλο” γιατί φορούσε ένα δίκοχο και είχε και το μούσι, σαν τον Βενιζέλο. Είχαμε καλή ομάδα και φτάσαμε κοντά στην Α’ Εθνική, αλλά δεν τα καταφέραμε. Εκείνη πάντως η ομάδα ένωσε τον κόσμο του Ρεθύμνου. Όταν όμως πέθανε εντελώς ξαφνικά ο Θόδωρος Βαρδινογιάννης η ομάδα δεν μπορούσε να είναι η ίδια. Έμεινα μέχρι το τέλος ως βοηθός του Μπόνιτς, όμως τίποτα δεν ήταν το ίδιο και παρά το γεγονός ότι ανέλαβε ο Παπαδογιάννης για να σώσει την ομάδα, ήταν και αυτός άπειρος παράγοντας. Εγώ ανέλαβα στη συνέχεια με τον Κώστα Αντωνίου μαζί και πήγαμε καλά, αλλά δεν μπορέσαμε να βγάλουμε την ομάδα κατηγορία. Μετά ανέλαβα μόνος μου, αλλά έγιναν πολλά παρατράγουδα που φυσικά δεν μου άρεσαν κι έτσι δεν ακολούθησα το επάγγελμα του προπονητή.

Υπό το βλέμμα του Τάκη Περσία σε δράση στο παιχνίδι με την Κραϊόβα στη Ρουμανία τον Οκτώβριο του 1984

«Ο Παναθηναϊκός έπαιζε πιο συνηρητικά στην Ευρώπη, ενώ εμείς μπαίναμε στα παιχνίδια με το πνεύμα του Ολυμπιακού, θέλαμε παντού να παίζουμε επιθετικά»

-Πριν κλείσουμε θέλω να γυρίσουμε πίσω στα χρόνια του Ολυμπιακού και να μου πεις για μερικά ιστορικά ευρωπαϊκά παιχνίδια.

Η πρώτη μου εμπειρία ήταν ως μέλος της αποστολής στο παιχνίδι με τη Νάπολι. Φανταστική ατμόσφαιρα. Ήμουν και μικρός στα 18-19, αλλά μου έμεινε η ατμόσφαιρα. Μετά ήταν τα ματς με τη Λέφσκι και τη Μπάγερν όπου και πάλι ήμουν στην αποστολή. Η ευκαιρία που μου δόθηκε ήταν λοιπόν στο ματς με την Εστερ το 1982, όπου εμείς είχαμε εγκαινιάσει το Ολυμπιακό στάδιο. Αμέσως μετά το Πανευρωπαϊκό του στίβου, όπου Βερούλη και Σακοράφα είχαν κάνει τις μεγάλες εμφανίσεις τους. Τότε μάλιστα ο Νταϊφάς είχε φέρει και την μπάντα του ναυτικού. Ήταν καταπληκτική η ατμόσφαιρα.

Η ενδεκάδα του Ολυμπιακού στο ιστορικό παιχνίδι με την Έστερς. Πάνω σειρά: Αναστόπουλος, Παπαδόπουλος, Γούναρης, Βαμβακούλας, Σαργκάνης, Μίχος. Κάτω σειρά: Κοκολάκης, Λεμονής, Κουσουλάκης, Εσταβίγιο, Περσίας

Σκόραρες σε εκείνο το ματς.

Μπροστά σε 80.000 κόσμο στο δεύτερο ημίχρονο, ενώ είχαμε προηγηθεί με τον Αναστόπουλο, εγώ ο Λεμονής και ο Αναστόπουλος αλλάξαμε τη μπάλα και σε 17 δευτερόλεπτα πετύχαμε γκολ. Ήμουν ο τυχερός της υπόθεσης και το σημείωσα εγώ. Ειλικρινά δεν μπορώ να περιγράψω εκείνο το συναίσθημα. Ένιωσα ότι είχαν σβήσει τα φώτα. Μάλιστα ο κόσμος δεν είχε προλάβει καλά καλά να γυρίσει στις εξέδρες. Πέσαν όλοι πάνω μου, αγκαλιές, χαμός. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και το συναίσθημα ήταν τόσο έντονο που δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ, παρά το ότι ήμουν κουρασμένος γιατί είχαμε τρέξει πολύ. Το έχω ξαναπεί ότι έβαλα γκολ μπροστά σε 80.000 κόσμο, ενώ εγώ είμαι από το Ρέθυμνο που έχει 30-35 χιλιάδες κόσμο όλο κι όλο.

Ο Γιώργος Κοκολάκης γνωρίζει την αποθέωση στο κατάμεστο ΟΑΚΑ δευτερόλεπτα μετά το γκολ που σημείωσε απέναντι στην Έστερς

Το ματς με τον Άγιαξ;

-Και τα δύο ματς. Για μένα ειδικά το πρώτο είναι σημαντικό γιατί είχα κάνει ένα από τα καλύτερά μου παιχνίδια. Εκείνο το ματς έγινε η αιτία για να παίξω και στην Εθνική. Στο ενδιάμεσο παίξαμε με τον ΠΑΟΚ στις Σέρρες και ο Δαμανάκης στο 20 μου έκανε ένα βίαιο τάκλιν. Λόγω φανατισμού το έκανε, γιατί κατά τ’ άλλα ήταν φίλος μου και μετά ήμασταν και συμπαίκτες. Προσπάθησα όλη την εβδομάδα να γίνω καλά, στην παράταση δοκίμαζα και το πόδι μου, όμως τελικά δεν έπαιξα. Ευτυχώς όμως ήταν ο Νίκος ο Αναστόπουλος σε μεγάλη βραδιά και προκριθήκαμε. Μετά ακολούθησε το παιχνίδι με τη Μπενφίκα, όπου κάναμε μεγάλη εμφάνιση και προηγηθήκαμε 1-0, χάσαμε πέναλτι και είχαμε 3 δοκάρια. Θα μπορούσαμε να έχουμε πάρει την πρόκριση από το πρώτο ματς.

Ποια ήταν η διαφορά με τον Παναθηναϊκό και δεν μπορούσατε να κάνετε πορεία, ενώ εκείνος έκανε;

Στα ευρωπαϊκά παιχνίδια ο Παναθηναϊκός έπαιζε πιο συντηρητικά. Εμείς μπαίναμε με το πνεύμα του Ολυμπιακού, να παίξουμε επιθετικά. Στο μοναδικό παιχνίδι που δεν μπήκαμε έτσι, ήταν αυτό με τον Άγιαξ. Θυμάμαι ότι και κόντρα στο Αμβούργο, τη χρονιά που πήρε και τον τίτλο εδώ στην Αθήνα, είχαμε παίξει επιθετικά, είχαμε και τρία δοκάρια και φοβερή παρουσία και από ατυχία χάσαμε 1-0 στη Γερμανία. Όταν ήρθε εδώ το Αμβούργο, φανταστείτε ότι θεωρούσαμε πως το έχουμε. Αλλά τελικά χάσαμε 3-0.

«Βρισκόμουν άνετα με τον Περόνε, φοβερός παίκτης ο Σέστιτς, άρχοντας ο Νόιμαν»

Με ποιον συμπαίκτη σου μπορείς να πεις ότι βρισκόσουν με “κλειστά μάτια”;

Δεν θα το πιστέψετε, γιατί ήμουν στο ξεκίνημα της καριέρας μου. Όμως αυτός ο παίκτης ήταν ο Περόνε, ο οποίος μου είχε εξηγήσει πως να του περνάω τη μπάλα και βρισκόμασταν άνετα. Μάλιστα εγώ έπαιζα, σαν να ήμουν παίκτης της σημερινής εποχής. Έδινα τη μπάλα και έφευγα και δεν ήμουν στατικός. Γυρνούσα και πίσω για να καλύψω τον Βαμβακούλα όταν ανέβαινε, χωρίς να έχω εντολή του προπονητή.  Από κει και πέρα και ο Σέστιτς ήταν φοβερός παίκτης και ο Νόιμαν. Μάλιστα ο Χέμπερτ ήταν αυτό που λέμε “αρχοντικός παίκτης”, αλλά δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και αυτός για ελληνικό πρωτάθλημα. Φυσικά μην ξεχάσω και τον Νοβοσέλατς.

Σε πηγαδάκι κατά την έναρξη της προετοιμασίας του Ολυμπιακού τη σεζόν 1986-87, με τον αείμνηστο Αλκέτα Παναγούλια ακούγοντας τον Βασίλη Παπαχρήστου να… αγορεύει! 

-Κλείνοντας πες μου και για το σήμερα και που σε βρίσκουμε.

-Είμαι στην ακαδημία του Ολυμπιακού στο ρόλο του σκάουτερ. Είναι αυτό που μου αρέσει. Προσπαθούμε να βρούμε τα καλύτερα ταλέντα της Ελλάδας και ειδικά της Αθήνας, για να ενταχθούν στον Ολυμπιακό και να προσπαθήσουμε να βγάλουμε παίκτες για την πρώτη ομάδα. Βέβαια είναι πάρα πολύ δύσκολο να παίξεις στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού, γιατί έχει ανέβει πάρα πολύ ο πήχης. Πρέπει οι νέοι παίκτες να έχουν μεγάλοι υπομονή και να μην πιστέψουν ότι με ένα παιχνίδι έχουν πετύχει και το στόχο τους.  

Ο Γιώργος Κοκολάκης ξεφυλλίζει το βιβλίο των ποδοσφαιρικών του αναμνήσεων με τη βοήθεια του συντάκτη του sportday.gr, Γιώργου Μπιτσικώκου

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News