Μαρσέιγ: Η γέννηση θεών που παραμένουν παιδιά

Ο Αλέξις Σάντσες έγινε το προϊόν μιας φαντασμαγορικής παρουσίασης από τη Μαρσέιγ, που υπενθύμισε στο φίλαθλο κόσμο για ποιο λόγο ήταν απαραίτητη αυτή η μεταγραφή.

Αυτό που πρέπει να κάνει ο παθών, όταν πιάσει φωτιά το μάτι της κουζίνας, είναι να βρέξει ελαφρώς μια πετσέτα και να την ρίξει πάνω στην εστία που καίγεται. Δεν γίνεται λόγος για πυρκαγιά, αλλά για μια κατάσταση που προλαμβάνεται. Συνίσταται να μη ρίξει νερό ούτε, βέβαια, λάδι. Η φωτιά, σε αυτήν την περίπτωση, θα φουντώσει.

Η Ολιμπίκ Μαρσέιγ είναι η φλεγόμενη εστία. Και αρκετοί από τους ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που έχουν φορέσει τη φανέλα της πρέπει να επιλέξουν τον τρόπο που θα αντιμετωπίσουν τη δυσοίωνη κατάσταση. Αν καεί το μάτι, σιγά τα λάχανα. Το θέμα είναι να μην καούν οι ίδιοι.

Στη συντριπτική πλειονότητα, ρίχνουν νερό. Κάποιοι μπερδεύουν το μπουκάλι του νερού με εκείνο του λαδιού. Σε αυτόν τον κόσμο όλα γίνεται να συμβούν.

Ως εξαιρετικά ιδιαίτερο κλαμπ, στη Μαρσέιγ περικλείεται ένας ψυχισμός που δυνητικά παραπέμπει σε μια κατάσταση η οποία είναι παθολογική. Για την πρώτη γαλλική ομάδα που κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, βέβαια, ουδείς αρνείται πως είναι ένα σπουδαίο κλαμπ.

Επιπλέον, παρ’ ότι η Γαλλία δεν αποτελεί την επιτομή του ποδοσφαιρικού φανατισμού, οι οπαδοί δεν δέχονται τα πάντα αβασάνιστα. Το παράδειγμα της Παρί Σεν Ζερμέν -σε μια πόλη μάλιστα που παραδοσιακά έχουν αρκετές προτεραιότητες μέσα στις οποίες δεν είναι το ποδόσφαιρο- είναι χαρακτηριστικό.

Οι οπαδοί της Μαρσέιγ αγαπούν την παρουσία των χαρισματικών ποδοσφαιριστών περισσότερο από την αποδοτικότητά τους

Αλλά οι Παριζιάνοι το έχουν χούι να διαμαρτύρονται αμέσως μόλις νιώθουν πως τους κοροϊδεύουν. Δουλειά τους είναι να κρατούν το σοβινισμό τους σε υγιώς υπερβολικά επίπεδα, παρ’ ότι η δουλειά γίνεται περισσότερο για το φαίνεσθαι και λιγότερο για το είναι. Όλη η Ευρώπη ακόμη πληρώνει παράβολο για τη Γαλλική Επανάσταση.

Η υπερβολή για το 1789 είναι τέτοια, που τεχνηέντως λησμονούνται δύο πράγματα: ότι, πρώτον, η εποχή της Αναγέννησης είχε αρχίσει στην Ιταλία, με επίκεντρο τη Βενετία και σύμβολο τους αστρονόμους. Δεύτερον, ότι 13 χρόνια πριν στις Ηνωμένες Πολιτείες γιόρταζαν την Ανεξαρτησία και δύο χρόνια πριν, το Σύνταγμα.

Αυτό σηματοδότησε την πρώτη Δημοκρατία τους σύγχρονους καιρούς. Φυσικά, οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει δηκτικός, τονίζοντας τη δυσλειτουργία του πολιτεύματος, αλλά ούτως ή άλλως ομοιάζει με νόμο πως όταν συμβαίνει κάτι για πρώτη φορά, δύσκολα δουλεύει στην εντέλεια.

Άλλωστε, 250 χρόνια δεν έχουν συμπληρωθεί ακόμη από τότε και ελάχιστες Δημοκρατίες έχουν λειτουργήσει με ευκρίνεια και θετικά αποτελέσματα.

Το προκείμενο, ωστόσο, είναι πως οι Γάλλοι δεν είναι αθώοι του φανατισμού. Στον Νότο, όμως, η ένταση είναι λίγο μεγαλύτερη. Τέτοια, που το ταβάνι παίκτη που ποντάρει στη Μαρσέιγ για να κάνει καριέρα είναι χαμηλότερο από αυτό που προοιωνιζόταν από τις ικανότητές του.

Ο (όχι και τόσο) κουλ Αλέξις

Αφορμή για το κείμενο είναι, βέβαια, η απόκτηση του Αλέξις Σάντσες. Ο Χιλιανός δεν είναι το πιο ήσυχο παιδί του κόσμου, καθώς η θητεία του στην Άρσεναλ δεν ήταν ανέφελη. Ο Αλέξις είναι ο ποδοσφαιριστής με τον οποίο η Χιλή κατέκτησε δύο διαδοχικά Copa America, το 2015 και το 2016 για την έκδοση του Σεντενάριο.

Έφτασε, μάλιστα, να παίζει στην Μπαρτσελόνα για τρεις σεζόν και να φεύγει από εκεί επειδή δεν είχε πολύ χρόνο συμμετοχής. Το τάιμίνγκ του ήταν τραγικό: στους «μπλαουγκράνα» μεταγράφηκε λίγο αφού κατέκτησαν το Champions League το 2011 και έφυγε πριν τη σεζόν που το πήραν για τελευταία φορά, δηλαδή το 2014-15.

Στην Άρσεναλ, έπειτα, ο Αλέξις επέδειξε όρεξη μέχρι να μην… έχει. Τους μήνες πριν τη μεταγραφή του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ  επεδείκνυε συμπεριφορά εμπρηστική, που έκανε τους συμπαίκτες του έξαλλους. Η διαρροή από τα αποδυτήρια των «κανονιέρηδων» είναι ενδεικτική.

Ο Αλέξις έκανε τα πάντα ώστε να δείχνει στην τηλεοπτική κάμερα πως εκείνος προσπαθούσε και οι συμπαίκτες του όχι. Είχε μονίμως το ύφος τού «δεν σας αξίζω» και η φυγή του για τη Γιουνάιτεντ, που για τους φίλους της Άρσεναλ αποτέλεσε πράξη προδοτική, έφερε ανακούφιση στα ενδότερα.

Ο Αλέξις Σάντσες είναι ο ήρωας της Χιλής, που την οδήγησε σε δύο διαδοχικές κατακτήσεις Copa America

Στο Μάντσεστερ η απόδοσή του έπεσε αισθητά και τον ένα χρόνο που έγινε ένοικος «Ολντ Τράφορντ» έπαιξε 45 παιχνίδια και πέτυχε μόλις πέντε γκολ. Δεν σκόραρε καθόλου στο Champions League και έβαλε δύο γκολ στο Κύπελλο.

Το 2019 μεταγράφηκε στην Ίντερ, όπου, παραδόξως, ήταν αισθητά καλύτερος. Η χρονιά του πρωταθλήματος ήταν η καλύτερή του, αφού έπαιξε σε 30 παιχνίδια και πέτυχε εφτά γκολ. Από τα συνολικά 79 ματς του στη Serie A, πάντως, μόνο στα 9 έβγαλε ολόκληρο ενενηντάλεπτο.

Πέτυχε μόλις ένα γκολ στο Champions League και έβαλε 20, αλλά και 23 ασίστ, σε συνολικά 109 συμμετοχές. Το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του και η… παρανόηση των δυνατοτήτων του, δηλαδή το να θέλουν οι προπονητές να τον βάλουν σε καλούπι, τον καθιστούν ιδανικό για τη Μαρσέιγ, που παθιάζεται με τους προβληματικούς που έχουν χάρισμα.

Τα χαμένα ταλέντα

Στο «Βελοντρόμ» έχουν κατοικοεδρεύσει ανά καιρούς σπουδαίοι ποδοσφαιριστές. Κάποιοι εξ αυτών, ο Ντιντιέ Ντεσάν, ο Ρομπέρ Πιρές, ο Φαμπιέν Μπαρτέζ, ο Μαρσέλ Ντεσαγί, μπόρεσαν και… απέδρασαν, κάνοντας σπουδαία καριέρα, αλλά ουδέποτε θεωρήθηκαν κάτι μαγευτικό, μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Ο Φρανκ Ριμπερί κόντρα στον Μάριο Γέπες σε παιχνίδι με την Παρί Σεν Ζερμέν

Επιπλέον, οι περισσότεροι ανήκαν στο σύλλογο την εποχή που υπήρχε πακτωλός χρημάτων, οπότε η ευθύνη ήταν μεγαλύτερη. Από ομάδα του κόσμου, η Μαρσέιγ είχε μετατραπεί στην ομάδα του (άτακτου) προέδρου Μπερνάρ Ταπί.

Ήταν οι γοητευτικοί ποδοσφαιριστές που αντιμετώπισαν το μεγαλύτερο πρόβλημα και που δεν έπιασαν το ταβάνι τους. Παραδόξως, σε αυτήν την κατηγορία δεν ανήκει ο Φρανκ Ριμπερί, που στη Μασσαλία αυτονοήτως λάτρεψαν το συγκρουσιακό του χαρακτήρα του. Η μεταγραφή του στην Μπάγερν έφερε αυτομάτως στεγανά πειθαρχίας και ο Ριμπερί μπόρεσε να είναι χρήσιμος.

Το ίδιο το κλαμπ και το καθεστώς στην ιεραρχία του τον έκανε, όμως, τέτοιο. Διότι, αλλέως, στην Εθνική ο Ριμπερί τα έκανε… ρόιδο. Θεωρήθηκε αρχικά ο αντικαταστάτης του Ζινεντίν Ζιντάν, ενώ ήταν εκείνο το ταλέντο που το 2006 προσέφερε τα μέγιστα ώστε η Γαλλία να φτάσει στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου.

Ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής, όμως, κρίνεται όταν η… σειρά του σταματάει να είναι εκείνη του ψάρακλα. Ο Ριμπερί δεν απέδωσε ποτέ στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, κάτι που συνέβη και με τον Ζαν Πιέρ Παπέν, ο οποίος ήταν ο πλέον άτυχος: το 1992 έφυγε από τη Μαρσέιγ και μεταγράφηκε στη Μίλαν και ένα χρόνο αργότερα η ΟΜ νίκησε τους «ροσονέρι» στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

Το γεγονός ότι κάποτε ο Σαμίρ Νασρί είχε χριστεί ο γνήσιος επίγονος του Ζινεντίν Ζιντάν αποτελεί πλέον ιεροσυλία

Η Μαρσέιγ είχε στις τάξεις της ποδοσφαιριστές όπως ο Σαμίρ Νασρί και ο Χατέμ Μπεν Αρφά, που το ταλέντο τους ήταν απερίγραπτο. Για τον πρώτο, γεννημένο στη Μασσαλία, οι προσδοκίες ήταν τόσο αυξημένες, που όταν σταμάτησε ο Ζιντάν, του οποίου κρίθηκε ως γνήσιος επίγονος, ήταν ο ποδοσφαιριστής που οι Γάλλοι περίμεναν να τους οδηγήσει στην επόμενη μέρα.

Για το ακριβές του πράγματος, ο Νασρί έκανε καριέρα ζηλευτή για το μεγαλύτερο ποσοστό των ποδοσφαιριστών. Έπαιξε μια τριετία στην Άρσεναλ του Αρσέν Βενγκέρ και φόρεσε επί έξι χρόνια τη φανέλα της Μάντσεστερ Σίτι, με την οποία είχε ενεργό συμμετοχή στην κατάκτηση του πρωταθλήματος την πρώτη χρονιά του.

Ήταν παρών τη στιγμή του περίφημου γκολ του Σέρχιο Αγουέρο με την ΚΠΡ, που χάρισε το πρώτο πρωτάθλημα στους «πολίτες» ύστερα από 44 χρόνια. Κατέκτησε άλλο ένα, το 2014, αλλά ο χρόνος συμμετοχής του έπεφτε κλιμακωτά.

Ο Χατέμ Μπεν Αρφά έμοιαζε εκ φύσεως καλλιτέχνης, αλλά δεν δικαίωσε τις προσδοκίες

Όσο για τον Μπεν Αρφά, οι ρέκτες του θεαματικού ποδοσφαίρου τον λατρεύουν. Στη Μαρσέιγ έπαιξε από το 2008 έως το 2011, ύστερα από μια τετραετία στη Λυών, αλλά πρακτικά ήταν πάρα πολύ κατώτερος των ικανοτήτων του.

Η οροφή του ήταν η τετραετία στη Νιούκαστλ και τα δύο χρόνια του στην Παρί Σεν Ζερμέν, κατά τα οποία κορόιδευε την κοινωνία ολάκερη.

Η τύχη του Ζιντάν

Φυσικά, η Μαρσέιγ δεν έχει τo μονοπώλιο στο «κάψιμο». Ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται ακριβώς για ένα συγκεκριμένο τρόπο που οι ποδοσφαιριστές της, όσο καλοί κι αν θα μπορούσαν να είναι, αποτυγχάνουν να περάσουν στο επόμενο επίπεδο.

Ο Ριμπερί, ο Νασρί και ο Μπεν Αρφά, ακόμα και ο Ντμίτρι Παγέτ, είχαν διαφορετικό στυλ παιχνιδιού, αλλά αυτό που ήταν κοινό τους αφορούσε στο ακατέργαστο μεγαλειώδες του παιχνιδιού τους. Στη Μασσαλία λατρεύουν αυτού του είδους την τέχνη, τη γέννηση θεών μπροστά στα μάτια τους. Τους είναι υπεραρκετή.

Ο γαλλικός Νότος βράζει από ενθουσιασμό για το αρμονικό. Είναι φτωχοί και θαμπώνονται από οτιδήποτε θα μπορούσε να τους κάνει να ξεχάσουν την πραγματικότητα. Οι απαιτήσεις τους από τους ποδοσφαιριστές που θαυμάζουν είναι να μπορούν να τους θαυμάζουν.

Ποιος θα έμενε αλώβητος από τις καθημερινές εκδηλώσεις λατρείας; Θα χρειαζόταν κάτι πολύ περισσότερο από ανθρώπους που να τον νουθετούν, συμβουλεύοντάς τον να παραμείνει συγκεντρωμένος.

Η Μαρσέιγ συνδυάζει την αλεγρία με την παράνοια και γι’ αυτό είναι το ασφαλές σπίτι κάθε υπέροχου παιδιού που το στυλ του δεν αρέσει στην ποδοσφαιρική αριστοκρατία.

Διάβολε, αποτέλεσε για λίγο το… σπίτι του Μάριο Μπαλοτέλι, μια σύζευξη που θα έκανε περήφανο τον Ρόμπερτο Οπενχάιμερ. Μάλιστα, ο Ιταλός ήταν σπουδαίος για όσο έμεινε, αλλά τέτοιο ηλεκτρικό πάθος ιδεατό είναι να θάβεται στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, διότι όταν τελειώνει αρχίζουν οι αλυσιδωτές εκρήξεις.

Ύστερα από πέντε μήνες, στις αρχές Ιουνίου του 2019, ο Μπαλοτέλι, που έγινε ο πρώτος επιθετικός στην Ιστορία της ΟΜ μετά τον Γιόζιπ Σκόμπλαρ ο οποίος σκόραρε στα πέντε πρώτα παιχνίδια του στο «Βελοντρόμ», αποχαιρέτησε εγκάρδια τη Μασσαλία.

Με βάση τη στατιστική, ο Ζινεντίν Ζιντάν μοιάζει τυχερός που δεν έπαιξε στη Μαρσέιγ

Όμως, το πραγματικά αγαπημένο παιδί του γαλλικού Νότου ουδέποτε έπαιξε στη Μαρσέιγ, αν και πλησίασε αρκετά.

Αυτό το τέκνο από την Αλγερία τυγχάνει να θεωρείται ο κορυφαίος Γάλλος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Ο Ζινεντίν Ζιντάν γεννήθηκε στη Μασσαλία, ήθελε να παίξει στη Μαρσέιγ, αλλά αυτό δεν συνέβη. Στα 14 του, ήθελε να ενταχθεί στις ακαδημίες, αλλά αυτό δεν συνέβη.

Ο λόγος ήταν πως στη Μαρσέιγ το 1986 δεν έδιναν οποιαδήποτε βάση στις ακαδημίες. Το οικογενειακό περιβάλλον του Ζιντάν εκτίμησε, μάλλον σωστά, πως το παιδί θα χανόταν.

Αυτό αποτέλεσε ευλογία για τον «Ζιζού». Αρχής γενομένης από τις Κάννες, ο Ζιντάν πήρε το βάπτισμα πυρός στην κομψότητα και, κυρίως, δεν ένιωθε ότι του ανήκε ο κόσμος. Στη Μαρσέιγ θα τον λάτρευαν, θα τον προσκυνούσαν, αλλά αυτό θα έκανε κακό στο ταμπεραμέντο του, το οποίο αναδεικνυόταν κατά διαστήματα, όπως και στην τελευταία στιγμή της καριέρας του στο ποδόσφαιρο.

Ήταν εκείνες οι στιγμές που αντιλαμβανόταν κάποιος πως η φύση του Ζιντάν, παρά τις εκλεπτυσμένες διαδρομές του στη Βουργουνδία, το Τορίνο και τη Μαδρίτη, δεν είχε ξεφορτωθεί το κράμα αλγερινής ρίζας και Μασσαλίας, η οποία ανέκαθεν φώλιαζε μέσα του.

Όμως, δεν συνέβαινε τον περισσότερο καιρό. Ο Ζιντάν παρέμενε στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του μετρημένος και μετριοπαθής. Συνεχίζει, βεβαίως, και αποκαλεί τη Μαρσέιγ «η ομάδα μου». Από του Χάρου τα δόντια γλίτωσε.

Μόνο να φανταστεί κάποιος γίνεται ποια εξέλιξη θα είχε η πορεία του αν κατέληγε στη Μαρσέιγ το 1986 ή το 1992, που τον απέκτησε η Μπορντό. Ή τι θα συνέβαινε αν ο Τιερί Ανρί και ο Κιλιάν Εμπαπέ φορούσαν την κυανόλευκη φανέλα και όχι την ερυθρόλευκη της Μονακό.

Η Μαρσέιγ είναι ένας πλανήτης, που κάνει τους κακομαθημένους γητευτές του ποδοσφαίρου να νιώθουν ασφαλείς. Στην περίπτωση του 33χρονου Αλέξις Σάντσες, η σημασία που έχει για το μέλλον του είναι μηδαμινή. Αλλά έπρεπε να γίνει η μεταγραφή για να γίνει κατανοητό πόσο απαραίτητη ήταν. Ναι, για το σύμπαν ολόκληρο.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News