Μουντιάλ 2022: Το ρεκόρ που κρύβουν οι Ιταλοί και απειλεί ο Ντιντιέ Ντεσάν

ΑΠΕ

Τι πέτυχε ο γερο-δάσκαλος του ποδοσφαίρου Βιτόριο Πότσο, γιατί δεν το πολυαναφέρουν οι Ιταλοί και πώς μπορεί να πετύχει το ίδιο ο Ντιντιέ Ντεσάν.

Ο Ντιντιέ Ντεσάν όταν η Γαλλία θα αντιμετωπίζει την Αγγλία στον προημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το Σάββατο, θα ελπίζει σε ένα ακόμα μεγάλο βήμα προς ένα σχετικά άγνωστο ρεκόρ. Να γίνει μόλος ο δεύτερος προπονητής που θα πάρει το τρόπαιο σε δύο συνεχόμενες διοργανώσεις.

Μόλις δύο χώρες κατάφεραν να κερδίσουν συνεχόμενα Μουντιάλ. Η Ιταλία το 1934 και το 1938 και η Βραζιλία το 1958 και το 1962, με τη διαφορά ότι η Σελεσάο τα κατάφερε με δύο προπονητές ενώ οι Ιταλοί με τον, Βιτόριο Πότσο.

Με το παρατσούκλι Il Vecchio Maestro (ο γερο-δάσκαλος), ο Πότσο θεωρήθηκε οραματιστής της εποχής. Ήταν ο εμπνευστής της Μεθόδου (Metodo), του συστήματος που οδήγησε στη διάταξη 4-3-3. Ωστόσο, πέρα από τον σεβασμό που έχει κερδίσει ως ο μόνος προπονητής που κέρδισε δύο φορές το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Πότσο παραμένει σχετικά γνωστός. Και υπάρχει λόγος για αυτό.

«Δεν είναι τυχαίο ότι λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν ποιος είναι», λέει ο ιστορικός Δρ Άλεξ Αλεξάνδρου, πρόεδρος και συνιδρυτής του δικτύου Football and War.

«Σκεφτείτε την Ιταλία μετά το 1945 και πώς η FIFA και η Ιταλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου προβάλλουν και προωθούν τους εαυτούς τους. Το μόνο πράγμα που δεν θέλουν είναι να δώσουν πόντους στον Πότσο και σε αυτό που συνέβη τη δεκαετία του 1930, γιατί υπάρχει μια σημαντική σύνδεση με την ακροδεξιά και τον φασισμό».

Παρά το γεγονός ότι ο Πότσο ανέλαβε για πρώτη φορά τις τύχες της εθνικής ομάδας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912 – προτού ανέλθουν οι φασίστες στην εξουσία στην Ιταλία – και δεν ήταν ποτέ μέλος του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, η ιστορία του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ακροδεξιό κίνημα που κορυφώθηκε στη δικτατορία του Μπενίτο Μουσολίνι.

Τα τέσσερα αστέρια που με υπερηφάνεια είναι ζωγραφισμένα στη φανέλα της εθνικής ομάδας της Ιταλίας για να συμβολίσουν την τετράδα των νικών τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο αφορούν και τις επικρατήσεις του 1934 και του 1938.

Kέρδισε τα τρόπαιά του υπό ένα φασιστικό καθεστώς

«Υπάρχει αυτή η ελαφριά μυρωδιά, αν θέλετε, μετά τον πόλεμο, και ο Πότσο δεν είναι τόσο δημοφιλής όσο θα μπορούσε να είναι, επειδή κέρδισε τα τρόπαιά του υπό ένα φασιστικό καθεστώς», εξηγεί ο Ιταλός αναλυτής Τζον Φουτ στο νέο βιβλίο «How to Win the World Cup».

«Δεν αναγκάστηκε να το κάνει αυτό, συμμετείχε. Οι παίκτες χαιρετούσαν φασιστικά και ειπώθηκαν πολλά γι’ αυτό, οπότε είναι πρόβλημα όσον αφορά την Ιταλία».

Ο ιστορικός του αθλητισμού, καθηγητής Jean Williams, προσθέτει: «Πολλοί άνθρωποι περιγράφουν τον Πότσο ως έναν άνθρωπος που συνθηκολόγησε με το καθεστώς – που συμβιβάστηκε αντί να αντισταθεί. Αν δεν επρόκειτο να φύγει από τη χώρα, ήταν πολύ δύσκολο να το αποφύγει κάτι τέτοιο όπως ακριβώς πολλοί νεαροί άνδρες εντάχθηκαν στη Νεολαία του Χίτλερ στη ναζιστική Γερμανία».

Ο Δρ Αλεξάνδρου συμφωνεί: «Δεν νομίζω ότι ο Πότσο σπαταλούσε χρόνο για την πολιτική αυτή καθαυτή ή τον φασισμό, αλλά του άρεσε το ποδόσφαιρο και έπρεπε να επιβιώσει σε αυτό το καθεστώς. Έκανε αυτό που ένιωθε ότι έπρεπε να κάνει για να κάνει τη δουλειά που ήθελε να κάνει».

H εικόνα ενός σύγχρονου και διεκδικητικού έθνους

Η φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι είχε γρήγορα αναγνωρίσει την αξία μιας ισχυρής σύνδεσης με το ποδόσφαιρο μετά την κατάληψη της εξουσίας το 1922. Η Ιταλία ήταν οικοδέσποινα του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1934. Οι ηγέτες της χώρας θεώρησαν σημαντικό να κερδίσουν το τρόπαιο, επιβεβαιώνοντας έτσι τις ισχυρές εθνικιστικές αξίες του φασισμού και μεταφέροντας την εικόνα ενός σύγχρονου και διεκδικητικού έθνους στον υπόλοιπο κόσμο.

Η τακτική προσέγγιση του Πότσι θα βοηθούσε τις πιθανότητες να βρεθεί στο δρόμο της δόξας η Ιταλία. Ίσως με λίγη εξωγηπεδική βοήθεια καθώς υπήρξαν φήμες ακόμα και για συναντήσεις του ίδιου του Μουσολίνι με διαιτητές πριν από τους σημαντικούς αγώνες.

Δεν αποδείχθηκε ποτέ διαφθορά, όμως αντίπαλοι παραπονέθηκαν πολλές φορές για τον τρόπο που οι διαιτητές αντιμετώπιζαν την Ιταλία. Ο Ελβετός διαιτητής Ρενέ Μερσέ τιμωρήθηκε από την Ομοσπονδία της χώρας του για τα σφυρίγματά του στον αγώνα της Ιταλίας με την Ελβετία.

Παρά τις όποιες κατηγορίες, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η τακτική εφευρετικότητα του Πότσο βοήθησε τα μέγιστα την Ιταλία. Άλλωστε τέσσερα χρόνια αργότερα, το απέδειξε στη Γαλλία, την πατρίδα του τότε προέδρου της FIFA, Ζιλ Ριμέ. Γνωστή είναι η ιστορία με τους Βραζιλιάνους, οι οποίοι πριν από τον ημιτελικό με την Ιταλία στη Μασσαλία έδειχναν σε όλους τα εισιτήρια που είχαν βγάλει για το Παρίσι, όπου θα διεξαγόταν ο τελικός. Ο Πότσο πήγε στο ξενοδοχείο τους και τους προέτρεψε να του πουλήσουν τα εισιτήριά τους. Αυτοί του πρόσφεραν ένα για τους δει στον τελικό. Την ιστορία μετέφερε λίγο αργότερα στους παίκτες του, τους εξόργισε και νίκησαν με 2-1. Πρόκειται για τον ημιτελικό, στον οποίο ποτέ δεν μάθαμε γιατί δεν έπαιξε ο μεγάλος σταρ της Βραζιλίας, Λεονίντας (Leônidas da Silva).

«Αρχίζουμε να βλέπουμε τις αρχές της άμυνας του κατενάτσιο, όπου ο κεντρικός χαφ είναι ένα είδος στόπερ», εξηγεί ο Γουίλιαμς: «Υπό τον Πότσο, αντί ένας κεντρικός χαφ να είναι αυτός που μοίραζε τη μπάλα, η μεσαία γραμμή έγινε πιο σημαντική, με έναν αμυντικό χαφ και έναν επιθετικό χαφ».

Επί των ημερών του Πότσο η Ιταλία έζησε τις μεγαλύτερες στιγμές της ποδοσφαιρικής της ιστορίας και πέτυχε ένα σπουδαίο σερί μένοντας αήττητη από το Δεκέμβρη του 1934 μέχρι το 1939. Παραμένει ο μόνος προπονητής στην ιστορία του ποδοσφαίρου που έχει κερδίσει δύο σερί Παγκόσμια Κύπελλα και ο Ντιντιέ Ντεσάν αυτός που τον απειλεί στο Κατάρ.

Με πληροφορίες από BBC.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News