Συνέντευξη Βασίλης Μουρατίδης: «Το πέναλτι του Σπανέα ό,τι πιο σιχαμερό έχω δει στο ποδόσφαιρο!»

EUROKINISSI

Ο Βασίλης Μουρατίδης, γυρίζει τα ρολόγια πίσω στη δεκαετία του ’90, αφηγείται το πέρασμά του από Δόξα Δράμας, Ολυμπιακό και Πανιώνιο και θυμάται τι αντιμετώπιζαν οι ποδοσφαιριστές από τους διαιτητές στα χρόνια της Α’ Εθνικής!

Διαιτησία! Μια πονεμένη ιστορία για το ελληνικό ποδόσφαιρο! Μια αφήγηση που αποκτά ολοένα και πιο έντονα κεφάλαια από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, με τη θέσπιση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.

Κάθε ομάδα έχει να καταγράψει τα δικά της… ντοκουμέντα σφαγών, κάθε ποδοσφαιριστής έχει να περιγράψει εμπειρίες που έζησε με αποφάσεις διαιτητών που προκαλούσαν τη νοημοσύνη τους. Τι άλλαξε με την πάροδο των ετών; Τα… πειστήρια των εγκλημάτων. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η ενημέρωση των φιλάθλων γινόταν κυρίως μέσα από τα περιορισμένα στιγμιότυπα της «Αθλητικής Κυριακής».

Με τη γέννηση της ιδιωτικής και κυρίως συνδρομητικής τηλεόρασης, ξεκίνησε ουσιαστικά η μαζική τηλεοπτική κάλυψη ολόκληρων αγώνων της Α’ Εθνικής και πλέον η φίλαθλη κοινή γνώμη είχε τη δυνατότητα να έχει πιο τεκμηριωμένη άποψη για το τι συνέβαινε στα παιχνίδια όλων των ομάδων.

Ακόμη, όμως, και πριν την… ολική τεχνολογική μετάλλαξη και την επανάσταση της ελληνικής τηλεόρασης, υπήρξαν φάσεις που «έγραψαν ιστορία» στο ποδόσφαιρο μας. Μία από αυτές είχε συμβεί τον Φεβρουάριο του 1996 στη Νέα Σμύρνη, με πρωταγωνιστή τον διαιτητή, Γιώργο Σπανέα.

Αντίπαλοι ο Πανιώνιος που έδινε αγώνα ζωής και θανάτου για τη σωτηρία του και ο μετέπειτα πρωταθλητής Παναθηναϊκός. Οι γηπεδούχοι προηγούνταν 1-0, όταν στο 76ο λεπτό της αναμέτρησης καταλογίστηκε ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα πέναλτι στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου…

Ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές… αυτόπτες μάρτυρες ήταν και ο Βασίλης Μουρατίδης, ο οποίος βίωσε εκείνη τη σεζόν έναν πολύ σκληρό υποβιβασμό φορώντας τη φανέλα του Πανιωνίου.

Ένας ιδιαίτερα χαρισματικός ποδοσφαιριστής που αποτέλεσε μια από τις πρώτες μεταγραφές του Σωκράτη Κόκκαλη στον Ολυμπιακό, σε μια εποχή που το νέο αφεντικό της πειραϊκής ΠΑΕ προσπαθούσε να φέρει στο λιμάνι του Πειραιά την «αφρόκρεμα» των ταλέντων των επαρχιακών ομάδων. Και ο Βασίλης Μουρατίδης ήταν ακριβώς αυτό: Ένα ακατέργαστο ποδοσφαιρικό διαμάντι!

Ο… μαυραετός της Δόξας Δράμας που εξελίχθηκε σε… πάνθηρα της Νέας Σμύρνης ξεφυλλίζει το κουβάρι των ποδοσφαιρικών του αναμνήσεων, κολλάει το δικό του χαρτάκι στο άλμπουμ των αναμνήσεων του sportday.gr και φυσικά θυμάται τι είχε συμβεί στο πέναλτι του Σπανέα που οδήγησε τον Πανιώνιο στα «Τάρταρα» της Β’ Εθνικής.

Photo Credits: Δημήτρης Μεσσήνης | Eurokinissi

Βασίλη που γεννήθηκες;

Γεννήθηκα στο χωριό Μεγαλόκαμπος της Δράμας και όπως ήταν φυσικό, από εκεί ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο. Πρώτα με τα παιδιά στο σχολείο και στις αλάνες και στη συνέχεια στην ομάδα του χωριού μου, τους Μαυραετούς Μεγαλόκαμπου Δράμας.

Εκεί σε είδαν οι άνθρωποι της Δόξας;

Βέβαια εκεί. Άλλωστε κάθε ταλέντο από το νομό Δράμας και όχι μόνο, μπαίνει αμέσως στις λίστες της Δόξας και όταν έρχεται η ώρα κάνει και την μεταγραφή. Έτσι έγινε και με εμένα.

«Στα δικά μας χρόνια η Δόξα Δράμας μπορούσε να αποκτήσει το δεκάρι της Λέφσκι Σόφιας. Σήμερα τέτοιες μεταγραφές από ομάδες της Περιφέρειας δεν υπάρχουν ούτε ως σκέψη!»

Πότε ακριβώς πήγες στη Δόξα;

Πήγα το καλοκαίρι του 1986 και τότε προπονητής ήταν ο Χρήστος Αρχοντίδης. Για μένα ήταν τεράστια η αλλαγή, καθώς ως Δραμινός, πήγαινα όποτε μου δίνονταν η ευκαιρία και παρακολουθούσα τα παιχνίδια της Δόξας.

Πως ένιωσες όταν μπήκες στα αποδυτήρια;

Πως να νιώσω; Δέος. Μπήκα σε αποδυτήρια με παίκτες – θρύλους στα δικά μου μάτια, όπως και όλων των παικτών της ηλικίας μου τότε. Δαύκος, Υφαντίδης, Βασιλακάκης, Παπαθεοδώρου και τόσοι άλλοι. Ήρθαν και ως ξένοι οι Βούλτσεφ, Σβέτκοφ τότε. Σκέψου ότι η Δόξα είχε τη δυνατότητα να παίρνει το δεκάρι της Λέφσκι Σόφιας, ενώ τώρα ούτε σαν σκέψη δεν μπορεί να έρθει στο ελληνικό πρωτάθλημα ένας τέτοιος παίκτης, εάν φυσικά δεν ξοδευτούν αρκετά εκατομμύρια.

Με τη φανέλα της Δόξας Δράμας έκανες πολύ καλές εμφανίσεις και αυτό προκάλεσε και το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού.

Στη Δόξα πραγματικά έμαθα το ποδόσφαιρο και μπόρεσα να φορέσω τη φανέλα της για 7 χρόνια. Ήταν πολύ καλές εποχές, με τη Δόξα να έχει μια υπολογίσιμη ομάδα και το γήπεδο να είναι κατάμεστο σε αρκετά παιχνίδια.

«Όταν με πήρε ο Πέτροβιτς στο τηλέφωνο για να πάω στον Ολυμπιακό, έπαθα σοκ… Με έπιασε ταραχή!»

Η μεταγραφή σου στον Ολυμπιακό πως έγινε;

Είχαμε παίξει με τον ΠΑΟΚ για το κύπελλο και είχα κάνει πολύ καλές εμφανίσεις. Μάλιστα είχαμε καταφέρει να προκριθούμε καθώς ήμασταν καλύτεροι στα δύο παιχνίδια. Στον επόμενο γύρο είχαμε αντιμετωπίσει τον Ολυμπιακό και επίσης έκανα πολύ καλή εμφάνιση και στα δύο ματς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να με δει ο Πέτροβιτς, ο οποίος ήταν αρχικά προπονητής του ΠΑΟΚ και στη συνέχεια του Ολυμπιακού. Ήταν τότε που έφυγε από τον ΠΑΟΚ και ανέλαβε στη μέση της χρονιάς τον Ολυμπιακό και έτυχε να με δει σε 4 παιχνίδια για το κύπελλο ως αντίπαλο της ομάδας του.

Αυτός ήταν που εισηγήθηκε και τη μεταγραφή σου;

Όχι μόνο εισηγήθηκε, αλλά ήταν ο ίδιος που με πήρε και τηλέφωνο.

Πες μου αυτή την ιστορία.

Ήταν καλοκαίρι και ήμουν στο σπίτι μου. Χτύπησε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο διερμηνέας του, ο οποίος μου μετέφερε ότι ο προπονητής του Ολυμπιακού ήταν μαζί του και ήθελε να μου κάνει πρόταση για να πάω στην ομάδα του.

Εσύ πως ένιωσες τότε;

Έπαθα σοκ, με έπιασε ταραχή. Ο προπονητής του Ολυμπιακού να με παίρνει ο ίδιος, έστω και με τη βοήθεια του διερμηνέα του; Φυσικά και ήταν κάτι το φανταστικό και φυσικά δέχθηκα αμέσως να κατέβω στην Αθήνα για να συζητήσουμε.

Στην Αθήνα με ποιον συναντήθηκες;

Κατέβηκα με τους ανθρώπους της Δόξας και πήγαμε στα γραφεία του Ολυμπιακού. Συναντηθήκαμε με τον κ. Κόκκαλη, αλλά και τον γενικό αρχηγό τον Χάρη Καραμολέγκο και συμφωνήσαμε και έγινε η μεταγραφή μου. Εκείνο το καλοκαίρι πήγα στον Ολυμπιακό, μαζί με μεγάλα ονόματα, όπως o Εστάι, Κρίστενσεν, γύρισε ο Αναστόπουλος, ήρθαν οι Γκώνιας, Ιωαννίδης, Αμανατίδης, Στρακόσια. Ταυτόχρονα ήταν στην ομάδα παίκτες όπως ο Προτάσοφ, ο Καραπιάλης… Τι να πρωτοθυμηθώ.

Δέος και πάλι για σένα, όταν μπήκες στα αποδυτήρια.

Δεν το συζητάμε. Εγώ ένα παιδί από το χωριό ξαφνικά να είμαι στην Αθήνα και τον μεγαλύτερο σύλλογο της χώρας, τον Ολυμπιακό. Και με τέτοιους συμπαίκτες. Πραγματικά ένιωθα σαν… χαμένος.

Δεν έπεσες σε καλή περίοδο όμως. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο έμεινες μόνο έναν χρόνο;

Και αυτός, αλλά πραγματικά δεν ήταν καλή περίοδος για τον Ολυμπιακό. Ο κυριότερος λόγος όμως που έμεινα μόνο έναν χρόνο, ήταν ότι δεν υπήρχε η ηρεμία στην ομάδα. Εκείνη τη χρονιά αλλάξαμε τρεις προπονητές. Ξεκινήσαμε με Πέτροβιτς, που με είχε φέρει στην ομάδα και μετά ήρθαν Πολυχρονίου και Αλέφαντος. Κάθε προπονητής που έρχονταν, έβαζε να παίζουν τα μεγάλα ονόματα. Ένιωθαν μεγαλύτερη σιγουριά έτσι, αλλά δεν πετύχαιναν και πολλά.

Πήρες όμως συμμετοχές.

Πήρα και συμμετοχές ναι και πέτυχα συνολικά 5 γκολ και στο πρωτάθλημα και στο κύπελλο.

«Ήταν τρομακτική η πίεση στα “πέτρινα χρόνια” του Ολυμπιακού. Ακόμη και μεγάλοι παίκτες είχαν καταρρεύσει μπροστά στα μάτια μου!»

Πες μου για εκείνη τη χρονιά. Πολλοί καλοί παίκτες, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε ο Ολυμπιακός να πάρει κάτι.

Κοίτα αρχικά θα σου πω ότι η πίεση ήταν τρομακτική. Ήταν τα “πέτρινα χρόνια” και ο κόσμος είχε χάσει εντελώς την υπομονή του. Μέχρι και πέτρες είχαμε δεχθεί στο πούλμαν και τα αποτελέσματα γενικά δεν ήταν καλά. Δεν σου κρύβω ότι για εμένα τα “μεγάλα ονόματα” στην ομάδα είχαν “καταρρεύσει” στα μάτια μου. Θεωρώ ότι δεν πρόσφεραν αυτά που μπορούσαν και αυτά που περίμεναν όλοι. Θεωρώ ότι δικαίως δεν τα πήγαμε καλά εκείνη τη χρονιά.

Έζησες όμως και καλές στιγμές.

Βέβαια και έζησα, στα παιχνίδια της Ευρώπης. Εκείνη τη χρονιά είχαμε προκριθεί επί της Μπότεφ και στη συνέχεια παίξαμε τα δύο παιχνίδια με την Τενερίφη. Ήταν άδικος εκείνος ο αποκλεισμός, καθώς είχαμε δεχθεί αυτογκόλ, τόσο στο πρώτο, όσο και στο δεύτερο παιχνίδι. Ειδικά όμως το 4-3 στο “Γ. Καραϊσκάκης” θα μου μείνει αξέχαστο. Εγώ είχα την τύχη να ανταλλάξω φανέλα με τον Ρεδόνδο, ο οποίος μετά πήγε στη Ρεάλ και έγινε ο παίκτης που ξέρουμε όλοι. Προπονητής τους ήταν ο Χόρχε Βαλντάνο, οπότε η εμπειρία που βίωσα ήταν τεράστια.

Μετά τη χρονιά στον Ολυμπιακό, πήγες για δύο χρόνια στον Πανιώνιο.

Εκεί η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Μπορεί να υπήρχε και πάλι πίεση, γιατί ο Πανιώνιος και ειδικά ο κόσμος του, έχουν απαιτήσεις, αλλά από την άλλη πλευρά ήμασταν πραγματικά οικογένεια. Βγαίναμε όλοι μαζί στην Πλατεία για καφέ και πραγματικά περνάγαμε πολύ καλά.

Ο Βασίλης Μουρατίδης με αντίπαλο τον Γιώργο Αγορογιάννη σε αναμέτρηση ΑΕΚ – Πανιωνίου τον Απρίλιο του 1995 στο «Νίκος Γκούμας».

Παρ’ όλα αυτά, βίωσες τον υποβιβασμό με την ομάδα.

Αυτό ήταν κάτι που μας πλήγωσε πραγματικά. Είχαμε καλή ομάδα, αλλά όλα ξεκίνησαν από μια φάση που ακόμα τη βλέπω στον ύπνο μου.

«Μετά το πέναλτι του Σπανέα, κλαίγαμε στα αποδυτήρια»

Ποια ήταν αυτή;

Μα το πέναλτι που έδωσε ο Σπανέας στο ματς με τον Παναθηναϊκό. Πραγματικά ήταν κάτι το ανεκδιήγητο. Δεν σου κρύβω ότι το θεωρώ ότι πιο σιχαμερό έχω δει στο ποδόσφαιρο. Κλαίγαμε στα αποδυτήρια μετά το ματς, γιατί δεν μπορούσαμε να δεχθούμε την αδικία. Ήμασταν μπροστά στο σκορ και αυτός ο άνθρωπος αποφάσισε να δώσει αυτό το πέναλτι με αποτέλεσμα να μην κερδίσουμε το ματς και ουσιαστικά από εκεί να μας πάρει η “κάτω βόλτα” και να υποβιβαστούμε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Στον Πανιώνιο ήσουν συμπαίκτης και με τον Μίλινκο Πάντιτς.

Άλλος παικταράς αυτός. Φοβερό παιδί και καταπληκτικός ποδοσφαιριστής. Δεν ήταν τυχαία όσα πέτυχε στην καριέρα του, καθώς τα άξιζε και πήρε πραγματικά ότι άξιζε.

Τι κρατάς από την καριέρα σου Βασίλη;

Τις εμπειρίες που βίωσα σε μεγάλες ομάδες, όπως ο Ολυμπιακός και ο Πανιώνιος, αλλά φυσικά και τα όσα μου πρόσφερε η Δόξα Δράμας. Έζησα μεγάλες στιγμές και κέρδισα φίλους από το ποδόσφαιρο, με τους οποίους μιλάω ακόμα και σήμερα.

 

 

 

 

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News