Λιονέλ Μέσι: Το ξύλο από τον Ράφα Μάρκες και η λύση των προβλημάτων

Ο Λιονέλ Μέσι χρησιμοποίησε το χρόνο ως μαθηματικό στοιχείο, δηλαδή ό,τι είναι, προκειμένου να φτάσει στην κορυφή της ποδοσφαιρικής μυθολογίας

Με την εκκίνηση για αυτό το κείμενο, απορρίφθηκαν διάφοροι πρόλογοι. «Το 2004, ο Μέσι…»… «Η ιδεατή στάση ποδοσφαιριστή πριν την έναρξη ενός παιχνίδιού ήταν του Ντιέγκο Μαραντόνα με την Αγγλία»… «Το υπάρξιακό με τις τεράστιες διαφορές της Μπαρτσελόνα με την Αργεντινή…»

Έγινε πολύ γρήγορα. Στις 18 Δεκεμβρίου 2022, ο Λιονέλ Μέσι στέφθηκε πρωταθλητής κόσμου με την Αργεντινή. Τρεις μήνες αργότερα, ειδικά στο Μπουένος Άιρες, αποθεώθηκε όσο ουδείς στην Ιστορία της χώρας. Δεν μπορούσε να φύγει από εστιατόριο, έφτανε με ΙΧ στην προπόνηση και οι ιαχές κατά τη διάρκεια των φιλικών με τον Παναμά και το Κουρασάο προσπερνούσαν κάθε προσδοκία.

Ο άνθρωπος βρήκε τον τρόπο να αναπτυχθεί. Λύση σε όλα τα προβλήματα που ανέκυψαν. Απάντησε σε όλες τις κατηγορίες και προσπέρασε όλα τα εμπόδια. Η μαθηματική υπερβολή (όλα) για κάποιον που συνεχίζει να παίζει, είναι μάλλον αναγκαία.

Ο Λιονέλ Μέσι στα μικράτα του, με τη φανέλα που αγάπησε περισσότερο από όλες

Από τότε που εντάχθηκε στην Αργεντινή, έπρεπε να βρει λύση σε ένα ζήτημα που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μάστιγα. Αν ο Μέσι αντιλαμβανόταν κάτι -ή αν το ψυχανεμιζόταν ή αν κινούνταν αυτόφωτα στο ασυνείδητό του- ήταν ότι όπως ένα μαθηματικό θεώρημα περνούν χρόνια απλώς για να αποτυπωθεί και άλλα τόσα για να αποδειχθεί, έτσι και για ένα πρόβλημα στο γήπεδο θα χρειαζόταν καιρός ώστε να βρεθεί η λύση του.

Θα έπρεπε ο νους να είναι εγρήγορος, ώστε να προκαλέσει ματιές από γωνίες που δεν είχαν ανακαλυφθεί ως τότε. Ο χρόνος θα ήταν σημαντικός για την ανάπτυξη θεμελίων μέσα στην αβεβαιότητα -και για τη δόμηση ενός κόσμου ο οποίος θα περιελάμβανε την προσαρμογή σε δύο ολότελα διαφορετικές καταστάσεις.

Το πρώτιστο και μεγαλύτερο πρόβλημα γινόταν αντιληπτό, όχι μόνο από τον ίδιο αλλά και, περιμετρικά, στους προπονητές του. Ο Μέσι έπρεπε να βρει λύση για τους εντελώς διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης του ποδοσφαίρου, ως στυλ, στην Μπαρτσελόνα και την εθνική Αργεντινής.

«Πάσαρε τη γ…νη την μπάλα»

Μέσα του φώλιαζε ο Πίμπε. Γινόταν φανερό, ήταν μια υπαρκτή κατάσταση μέσα στο γήπεδο, δεν επρόκειτο για κόσμο που είχε σχηματιστεί με γέφυρα τη φαντασία του. Δεν το ένιωθε, μόνο, το εξωτερίκευε από τα παιδικάτα του στο Ροσάριο. Με τη φανέλα της Νιούελς Ολντ Μπόις ήταν το Παιδί. «Δώστε μου την μπάλα και φύγετε από τη μέση», διέτασσε η γλώσσα του σώματός του τους συμπαίκτες του.

Ο Λιονέλ Μέσι έπαιρνε φόρα. Από την πρώτη στιγμή που την ακούμπησε, όταν ήταν 4, λες και συνέβη κάτι μεταφυσικό, η μπάλα κόλλησε πάνω του. Οι αμυντικοί στέκονταν απέναντί του και εκείνος έπρεπε να τους περάσει όλους και να σκοράρει. Ήταν ο Πίμπε και τα πόδια του ήταν το «Σουένιο», το όνειρο. Οι συμπαίκτες του έκαναν στην άκρη, για να περάσει. Το Παιδί θα μετατρεπόταν στον Καβαλάρη. Στο γόνιμο επίγονο της ποδοσφαιρικής ιεραρχίας, να ατενίζει, με το στέρνο προς τα έξω, σαν πολέμαρχος τον ορίζοντα.

Με το τρόπαιο της αθανασίας

Και ύστερα έφτασε στη Βαρκελώνη. Η ζωή τον μετακύλησε. Και όλα άλλαξαν.

Στην Μπαρτσελόνα, το ζήτημα ήταν ότι τα όνειρα των παιδιών ήταν μαζεμένα σε ένα σεντούκι. Ο Μέσι πήγε για να δείξει την αξία του και να τα καταφέρει -αυτό δεν θα γινόταν με τη βοήθεια των άλλων. Μόνο που η Μασία πόρρω απείχε της στήριξης στην ατομικότητα. Ο Μέσι θα το μάθαινε, με το καλό και το άσχημο.

Έπρεπε να μάθει να πασάρει, ώστε να πάρει ξανά την μπάλα. Αυτό πήρε τόσο χρόνο, που νωρίς στην πρώτη ομάδα, έφαγε… ξύλο. Το 2004, ακόμα και έπειτα από τρία χρόνια στη Μασία, την οποία στελέχωσε την άνοιξη 2001, το έτος της άτακτης φυγής σχεδόν μισού εκατομμυρίου κόσμου από τη χρεωκοπημένη Αργεντινή, το παιδί από το Ροσάριο δεν φώλιαζε καν μέσα του: ούρλιαζε, σαν Μεξικανός Ράφα Μάρκες έγινε έξαλλος σε μία φάση που ο Μέσι είχε την μπάλα, ντρίμπλαρε, αλλά δεν σούταρε ούτε πάσαρε. «Πάσαρε τη γ…νη την μπάλα», του φώναξε ο Μάρκες. Ο Μέσι αντέδρασε. Και τότε ο Μάρκες σκέφτηκε ότι «έπρεπε να τον κάνω να σκάσει».

Ο Μέσι στραβοκοιτάζει τον Μάρκες

Όταν επέστρεφε στην εθνική ομάδα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το χαριτωμένο πάσινγκ γκέιμ και η αίσθηση ότι θα σε κάλυπταν οι συμπαίκτες σου όταν έχανες την μπάλα, δεν αρκούσαν. «Αν παίξεις έτσι, θα σε φτύσουν», του έλεγαν οι προπονητές του. «Όταν χάνεις την μπάλα, πρέπει να τρέχεις για να την ξαναπάρεις», τον νουθετούσαν. «Πρέπει να παίζεις λες και έχεις μαχαίρι στην τσέπη σου», του επαναλάμβαναν.

Αυτό το υπαρξιακό είχε ως αποτέλεσμα, μέσα σε περίπου μία τετραετία από την εμφάνισή του, να μετατραπεί ο Μέσι στον κορυφαίο ντριμπλέρ, τον πλέον περιώνυμο ατομιστή και τον πιο ομαδικό παίκτη στον κόσμο, την ίδια στιγμή. Ο πρώτος στόχος είχε επιτευχθεί.

Ο δεύτερος ήταν πιο δύσκολος, καθώς έπρεπε να απαντηθεί ένα δίλημμα που η ύφανσή του μοιάζει να φτιάχτηκε εξ υπαρχής του ανθρώπινου είδους: «Γεννιέσαι ή γίνεσαι ηγέτης;»

Λιονέλ Μέσι και Ντιέγκο Μαραντόνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010

Θα έπαιρνε περισσότερα χρόνια για να το απαντήσει. Βόλτες στην τουαλέτα από το άγχος του, ύφος που κυμαινόταν ανάμεσα στο φόβο και τη χαρά, στάση αμυντική, αποδοκιμασίες που τον έκαναν να σαστίζει, αφού προέρχονταν από εκείνους τους Αργεντινούς που ξυπνούσαν στις 6 για να πάνε στη δουλειά, αυτούς που ήθελε να ευχαριστήσει περισσότερο.

Τελικά, όλο αυτό το διάστημα και μέχρι τον πύρινο λόγο πριν τον τελικό του Copa America το 2021 στο «Μαρακάνα», ο Μέσι σκεφτόταν. Έψαχνε τον τρόπο ώστε η εξαμμένη Αφροδίτη να αναδυθεί πάνω στην πιατέλα του Πυθαγόρειου Θεωρήματος. Οι ευπειθείς αναφορές, πια, οι εικόνες του με το τρόπαιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου, κάνουν λόγο για ένα άκρως επιτυχημένο εγχείρημα.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News