Ένα ρεκόρ που έσπασε για να φανεί η αξία του

Για να κατανοήσει κάποιος πώς είναι να σπας έναν αριθμό που κρατά 49 χρόνια, πρέπει να παρατηρήσει την αντίδραση του Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι στο ματς της Μπάγερν με τη Φράιμπουργκ.

Τελευταίο λεπτό της τελευταίας αγωνιστικής για την κανονική διάρκεια στην Bundesliga. Μπάγερν Μονάχου-Άουγκσμπουργκ 4-2, ως τότε. Ο Λιρόι Σανέ κάνει το σουτ και ο Ράφαλ Γκικέβιτς, Πολωνός, χάνει την μπάλα από τα χέρια του. Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι γίνεται, κλασικά, κάτοχος. Ντριμπλάρει προς τα δεξιά και πλασάρει στην κενή εστία. Πρόκειται για πολωνική συνωμοσία μέσα στο Μόναχο; Ουδείς εκ των δύο θα το παραδεχθεί ποτέ.

Ο συνήθως μετριοπαθής πανηγυρισμός που κέρδισε το λειψό βραβείο -όχι «Χρυσή Μπάλα»- της FIFA το 2020 αντικαθίσταται με κάτι που συμβαίνει μόνο σε τελικό Champions League -ή, έστω, σε κάποιο νοκ άουτ ματς μεγάλης διοργάνωσης. Ο Λεβαντόφσκι βγάζει τη φανέλα ενώ εξαπολύει σπριντ. Δεν υπάρχει λόγος να το κάνει, εκτός ότι… υπάρχει -και μάλιστα σημαντικός: είναι το 41ο γκολ του μόνο στο πρωτάθλημα. Είναι εκείνο που σπάει ένα ρεκόρ, που, όπως σχολίασε ο Άγγλος, που περιέγραφε το παιχνίδι, «έλεγαν ότι δεν θα σπάσει ποτέ». Είναι το γκολ που αφήνει δεύτερο τον Γκερντ Μίλερ για το σκοράρισμα σε μία σεζόν. Τα 40 γκολ πέτυχε στην Bundesliga την περίοδο 1971-72. Τότε, όπως και τώρα, 18 ομάδες, 34 ματς. Τότε, 24 νίκες, 7 ισοπαλίες, 3 ήττες για την Μπάγερν. Τώρα, 24 νίκες, 6 ισοπαλίες, 4 ήττες. Από παρεμφερές έως και ανατριχιαστικά ίδιο. Τότε, σύστημα βαθμολογίας 2-1-0. Τώρα, 3-1-0. Τότε, τρεις βαθμούς διαφορά από τη δεύτερη Σάλκε. Τώρα, 13 από τη δεύτερη Λειψία. Τότε, μόλις το τρίτο πρωτάθλημα στην ιστορία της. Τώρα, το 31ο.

 

Θα ήταν σημαντικός πάντα

Η υψηλή νοημοσύνη και η παροιμιώδης αντίληψη

Αξίζει να ξαναδεί κάποιος τον πανηγυρισμό του Λεβαντόφσκι και την περιγραφή: Οτιδήποτε συμβαίνει εκείνη τη στιγμή δεν συνάδει με ένα ματς τελευταίας αγωνιστικής δίχως την παραμικρή σημασία. Ο Πολωνός πάει και αγκαλιάζει τον προπονητή της ομάδας, Χάνσι Φλικ, και μετά κάνει το ίδιο στον πάγκο με τον θρυλικό Ούλι Χένες, συμπαίκτη της Γκερντ Μίλερ στη μετάβαση της Μπάγερν από καλή ομάδα σε σπουδαίο ευρωπαϊκό κλαμπ. Επιστρέφοντας στον αγωνιστικό χώρο, γυρίζει και δείχνει τη γροθιά του. Σηκώνει το κεφάλι του προς τον ουρανό και μετά σκύβει ελαφρώς, βάζοντας τα χέρια στα μαλλιά του. Ήδη έχει αποτίνει φόρο τιμής στον… πρόγονό του: στο 40ό γκολ του, που έρχεται με πέναλτι στο 2-2 με τη Φράιμπουργκ, σηκώνει τη φανέλα του για να αποκαλύψει ένα διεθνές σύνθημα: «Gerd Muller 4ever» γράφει το μαύρο μπλουζάκι που φοράει από μέσα.  

Η αφαίρεση είναι καθηλωτική: το ρεκόρ έμεινε άθικτο για 49 χρόνια, ας το πούμε μισό αιώνα για να είμαστε μέσα. Η Μπάγερν κατέκτησε ακόμα 27 πρωταθλήματα πριν εκείνο της προηγούμενης σεζόν. Ήταν εξοπλισμένη με επιθετικούς αξίας, που ένιωθες ότι μπορούσαν να σκοράρουν όποτε ήθελαν. Τα 40 του «χοντρούλη» έσπασαν από ένα φορ που βρομάει χάρισμα.

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι εκείνη η ομάδα έπαιζε μόνο για να σκοράρει ο Γκερντ Μίλερ και δεν θα είχε… δίκιο. Όχι υπό την έννοια ότι δεν ισχύει εκείνο που θα έλεγε, αλλά λόγω του τρόπου που σκόραρε ο δαιμόνιος φορ. Πάρα πολλά από τα γκολ θα μπορούσαν να απασχολήσουν τη γεωμετρία και την ανθρώπινη ευελιξία. Υπάρχει ένα που βάζει έχοντας γείρει προς τη δεξιά πλευρά του, στερεωμενος στο έδαφος με το δεξί πόδι του. Το αριστερό είναι τεντωμένο και η μπάλα πάει σε αυτό και εκείνος, με κάποιον τρόπο, την σπρώχνει προς τα δίχτυα. Αν δεν υπήρχε ορισμός του φορ, πριν τον Γκερντ Μίλερ, δημιουργήθηκε άμα τη παρουσία του. Και μπορεί το… εννιαμισάρι να «σκότωσε» τη θέση, αλλά δεν θα έπρεπε να τίθεται ζήτημα σε ό,τι αφορά την καριέρα που θα έκανε ένας ποδοσφαιριστής με τόσο υψηλή νοημοσύνη και παροιμιώδη αντίληψη του χωροχρόνου οποιαδήποτε εποχή.

Ένα τεράστιο διάστημα

Ήταν… ανισόρροπος

Το εκπληκτικό ήταν ότι ο Μίλερ σκόραρε τα περισσότερα γκολ του χωρίς οποιαδήποτε ισορροπία. Το χάος που δημιουργούσε η παρουσία του στη φάση και η ικανότητα να βρίσκεται εκεί που ήταν η μπάλα, ήταν παροιμιώδης. Ο άνθρωπος σκόραρε 398 γκολ σε 453 ματς με την Μπάγερν, ένα ρεκόρ που μόνο τη σύγχρονη εποχή και μόλις δύο ποδοσφαιριστές, ο Λιονέλ Μέσι και ο Κριστιάνο Ρονάλντο, μπορούν να καυχώνται ότι έχουν ξεπεράσει. Οι δυο τους έσπαζαν ρεκόρ, όποια κι αν ήταν αυτά. Αλλά το διάστημα που έχει περάσει από αυτά είναι πολύ μικρό για να συγκριθεί με εκείνο που κράτησε το ρεκόρ του Μίλερ σε ένα φύσει επιθετικό πρωτάθλημα.

Βασικά, ήταν ένα ρεκόρ αντικειμενικά μακρύ. Στο τένις, παραδείγματος χάρη, ο Ρόι Έμερσον κράτησε την πρωτοκαθεδρία σε Major 32 χρόνια, πριν κατακτήσει το 13ο του ο Πιτ Σάμπρας. Ο τελευταίος είδε το ρεκόρ του να σπάει σε μια εφταετία μέσα. Ο δε Φέντερερ, που έσπασε, το είδε να ισοφαρίζεται μόλις ενάμιση χρόνο αφού πήρε το τελευταίο του Major.

Στα ατομικά αγωνίσματα επίσης δεν υπάρχει ρεκόρ αντίστοιχου χρόνου. Δεν απορρίπτεται να διαβεί το Ρουβίκωνα των 50 χρόνων το 1.53.28 της Γιαρμίλα Κρατοτσβίλοβα στα 800μ., που έγινε το 1982, ή τα 47.60 με τα οποία έτρεξε η Μαρίτα Κοχ τα 400μ., το 1985, παρ’ όλα αυτά το πρώτο συμπλήρωσε 38 και το δεύτερο 36 χρόνια. Αυτά, βεβαίως, είναι ατομικά ρεκόρ που δεν σημειώνονται σε μία χρονιά, αλλά σε μία διοργάνωση και μία προσπάθεια, που σημαίνει ότι οι πιθανότητες είναι κάπως λιγότερες. Όμως, τα μίτινγκ για τους αθλητές είναι αυξημένα. Τα ρεκόρ του Σεργκέι Μπούμπκα, παραδείγματος χάρη, δεν επιβίωσαν όσο θα ήθελε, ενώ τα 8,90μ. που πήδηξε ο Μπομπ Μπίμον στο Μεξικό, το 1968, κράτησαν μόλις 23 χρόνια. Στις 31 Αυγούστου, δε, τα 8,91μ. του Μάικ Πάουελ στο Τόκιο κλείνουν 30 χρόνια ζωής.

Οι αραχνιασμένες επιδόσεις

Όταν ο Κόμπε σημείωσε 81 πόντους

Αλλά αυτό που κάνει ακόμα πιο μεγαλειώδες το ρεκόρ του Μίλερ, είναι εκείνα που το καλύπτουν. Οι 100 πόντοι του Γουίλτ Τσαμπερλεϊν στο ΝΒΑ, παραδείγματος χάρη, που δεν έχει πλησιάσει κάποιος από το 1963 για να τους καταρρίψει. Ενδεικτικό είναι πως όταν ο Κόμπε Μπράιαντ σκόραρε τους 81 πόντους με τους Τορόντο Ράπτορς, στις 22 Ιανουαρίου 2006, πήρε τη δεύτερη καλύτερη επίδοση από τον ίδιο παίκτη, που είχε σκοράρει 78 το 1961! Πέρασαν, δηλαδή, 55 χρόνια για να πάρει κάποιος τη… δεύτερη θέση.

Ισχύει το αυτό με τους 38.387 πόντους του Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ στο ΝΒΑ, τα εφτά διαδοχικά χρυσά ολυμπιακά μετάλλια των ΗΠΑ στο μπάσκετ σε Άντρες (1936-1968) και Γυναίκες (1996-2021), τα οκτώ σερί Ευρωμπάσκετ της Σοβιετικής Ένωσης (1957-1971) και τα τέσσερα διαδοχικά χρυσά στο χόκεϊ επί πάγου στους χειμερινούς Ολυμπιακούς (1964-1976) ή τα τρία χρυσά των Κουβανών στο βόλεϊ Γυναικών, από το 1992 έως το 2000. Μαζί, τα 9 χρόνια και 9 μέρες που είχε να ηττηθεί ο Έντουιν Μόουζες στα 400μ. με εμπόδια, τα 13 χρόνια χωρίς ήττα στην ελληνορωμαϊκή του Αλεξάντερ Καρέλιν και άλλα σπουδαία επιτεύγματα, ων ουκ έστιν αριθμός.

Ασφαλώς, οι διαφορετικές διαστάσεις καθιστούν τη σύγκριση αδύνατη, αν και πάντα είναι περιττή. Ωστόσο κάνουν κατανοητό το επίτευγμα για τον παίκτη που έφυγε από τη ζωή στις 15 Αυγούστου του 2021 και που όταν ο Λεβαντόφσκι πέτυχε το γκολ δεν θα μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί για ποιον λόγο έπρεπε να τον αφορά.

Κι αν θα μπορούσε, δεν θα γινόταν να το πει.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News