Ο Τζόλης δεν έπρεπε να μείνει στην Ελλάδα

Ακόμα κι αν στον ΠΑΟΚ ήθελαν να τον κρατήσουν για μία τριετία στην αντρική ομάδα, δεν υπήρχε ένα επιχείρημα για να τον πείσει.

Ήταν μακράν το ωραιότερο ματς της Super League 2019-20 το ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός 0-1, για την 1η αγωνιστική των play off. Στα επιμέρους, το παιχνίδι μπορεί να μη βλεπόταν, οι παίκτες να κινδύνευαν με θλάση σε κάθε άνοιγμα, το πρωτάθλημα να είχε, ουσιαστικά, κριθεί, όμως ήταν το πρώτο ντέρμπι με το οποίο καλωσορίστηκε το ποδόσφαιρο δύο μήνες μετά την τελευταία φορά.

Επίσης, σε αυτό το παιχνίδι ήταν που δημιουργήθηκε ένα προνόμιο, όπως γίνεται να εξεταστεί υπό αυτήν την οπτική γωνία: ο Χρήστος Τζόλης στη δεξιά πλευρά της επίθεσης του ΠΑΟΚ, ο Κώστας Τσιμίκας στην αριστερή της άμυνας του Ολυμπιακού. Ο τελευταίος έπαθε ό,τι δεν του είχε συμβεί όλη τη χρονιά σε Champions League και Super League. Αποσυναρμολογήθηκε. Ο αντίπαλος ακραίος επιθετικός χαφ ήταν άπιαστος. Ο μίτος ξετυλίχθηκε με χαρακτηριστική ευκολία. Ο Τζόλης ήταν προϊόν της ακαδημίας του ΠΑΟΚ και της ανίκητης εφηβικής ομάδας του. Δίκην απειλής ή εκστατικής προσμονής, από τη Θεσσαλονίκη κραύγαζαν, «έρχονται κι άλλοι από πίσω».

Για πόσο; Για ένα χρόνο;

Τόσο, ουσιαστικά, κράτησε η θητεία του πλέον 19χρονου ακραίου μεσοεπιθετικού. Αν οι πιο ονειροπόλοι έβλεπαν τον Παναθηναϊκό των αρχών του μιλένιουμ, πλανιόνταν πλάνη θερβαντική. Να μείνουν παίκτες τόσα χρόνια σε μία ομάδα, ώστε να την στελεχώσουν όλοι μαζί στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, συνιστά αυταπάτη. Κι αυτό δεν συμβαίνει επειδή η παραγωγική διαδικασία είναι τόσο στέρεη ώστε να βγαίνουν ομαδόν ποδοσφαιριστές-διαμάντια, όπως εδυνήθη να κατανοήσει η Νόριτς στο πρώτο κιόλας ματς του, δύο γκολ και δύο ασίστ σε ματς 6-0 επί της Μπόρνμουθ για το Carabao cup. Γίνεται επειδή δεν μπορούν να τους κρατήσουν.

Το χυδαιότερο; Δεν μπορούν καν να τους πείσουν ότι το να μείνει δύο ή τρία χρόνια στην ίδια ομάδα θα ήταν γι’ αυτούς ευεργετικό μελλοντικά.

 

Κρυστάλλινος καθρέφτης της κοινωνίας

Δεν κάνει ούτε για… στάση

Στον ΠΑΟΚ, πρέπει να δοθεί αυτό ως πόντος, με τον Τζόλη το προσπάθησαν. Όλα τα play off και σχεδόν το πρώτο μισό του επόμενου πρωταθλήματος, στη Super League, δεν έπαιξε ολόκληρο ματς. Υπήρξε διδαχή, άλλωστε επειδή ο Πάμπλο Γκαρσία δεν ήταν ο προπονητής που θα περίμεναν στην πρώτη ομάδα, δεν σημαίνει ότι δεν έκανε καλό δασκάλεμα και σμίλεμα στους χαρακτήρες των νεότερων. Ο Τζόλης έλαμψε και στα ευρωπαϊκά παιχνίδια. Πέρυσι είχε σχεδόν γκολ ανά ματς ανά μέσο όρο. Ήταν νέος και σπουδαίος με την ασπρόμαυρη φανέλα, κάτι που μπορεί να είσαι πολύ λίγο στη ζωή σου. Μετά τελείωσε η ντροπή. Τον ξεζούμισαν. Στο όριο του καψίματος. Δεν γινόταν διαφορετικά.

Και βέβαια έφυγε. Ήρθαν τα πολλά λεφτά, η ωραία πρόταση από τη Νόριτς, η ακριβότερη που έχει περάσει ποτέ από τα γραφεία, η ακριβότερη που έχει κάνει ποτέ η Νόριτς, κάποια στιγμή θα τον έδιναν, βγήκαν τα κομπιουτεράκια, πάει, τον έδωσαν, να είμαστε καλά και σε καμιά 20ετία το ξαναβλέπουμε.

Ούτε γι’ αστείο να περάσει από το μυαλό να μείνει, να παίξει μπάλα στη δική του ομάδα, να γίνει ο αληθινός ηγέτης της, να την οδηγήσει κάπου και μετά, όχι πολύ αργά, στα 24-25, να φύγει για μία πιο καλή ομάδα και να κάνει ένα τεράστιο συμβόλαιο. Και σε αυτό, βέβαια, δεν φταίει ο Τζόλης. Δεν ευθύνεται καν τόσο ο ΠΑΟΚ. Φταίει ότι είναι ανέφικτο να προσδιοριστεί η παράμετρος. Το «μείνε για να γίνεις καλύτερος» παραμένει, όπως σε όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας, μία φαντασίωση.

Η Ελλάδα δεν κάνει για στάση ποδοσφαιριστών. Πολύ μεμονωμένα, ο Ολυμπιακός μπορεί να κάνει καλύτερους τους ξένους του, αλλά κι αυτός ξεφορτώθηκε άρον άρον τον Τσιμίκα. Το δέλεαρ, βεβαίως, ήταν καταφανώς ελκυστικότερο, Λίβερπουλ, Γιούργκεν Κλοπ, αλλά δεν είναι ξένη γλώσσα ο τόπος κατά τον οποίο ο Έλληνας ποδοσφαιριστής δεν πρέπει να μείνει στην ομάδα του επειδή θα βαλτώσει.

 

Ούτε ένα επιχείρημα

Όταν η διακοπή των εθνικών ομάδων δεν είναι καν… διακοπή

Αυτό το βρίσκεις παντού. Ακόμα και στις αθλητικές εφημερίδες, για τους νεόκοπους δημοσιογράφους. Είκοσι χρόνια πριν, έκανες μια τριετία στον «Φίλαθλο» ή την «Ηχώ» και δεν υπήρχε κάτι να μην μπορείς να αντιμετωπίσεις. Τώρα, μοιάζεις με μωρό Κινέζου. Σε πετάνε στη θάλασσα νεογέννητο και πρέπει να μάθεις να κολυμπάς. Προοπτικές, σε τούτο τον τόπο, εκείνοι που θέλουν να μάθουν δεν έχουν. Ούτε, βέβαια, αυτοί που πρέπει να μάθουν. Το χάρισμα παραμένει φτερωτό και δεν γίνεται συμπαγές.

Στο ποδόσφαιρο, βέβαια, είναι δύσκολο να αρνηθείς μια μεγάλη πρόταση, αλλά στην Ελλάδα δεν γίνεται να προταχθεί και αντεπιχείρημα. Αν θέλεις να κρατήσεις τον παίκτη, δεν μπορείς καν να του πεις ότι «πρέπει να βελτιώσεις στοιχεία του παιχνιδιού σου και εδώ θα το κάνεις με επιτυχία». Του λες, «άμε στην ευχή της Παναγίας και ο Θεός μαζί σου». Ο Τζόλης έπαιξε ήδη, ακόμα δεν πήγε, το πρώτο ματς πρωταθλήματος. Στην Ελλάδα δεν θα είχε παίξει ακόμη παιχνίδι -και θα περίμενε μετά την παραδοσιακή διακοπή των εθνικών ομάδων, που στην περίπτωση της Super League δεν είναι καν διακοπή, αλλά έναρξη πρωταθλήματος! Κι η πλάκα είναι ότι αυτό δεν είναι καν πρωτόγνωρο.  Έχει ξανασυμβεί.

 

Μηδενική αντίσταση

Ένα αφήγημα ελάχιστα πειστικό

Ο Τζόλης, λοιπόν, έφυγε και δεν βρέθηκε κάποιος να πει ότι «έπρεπε να μείνει εδώ», εκτός, βέβαια, από αυτόν που νοιάζεται πραγματικά για τον άνθρωπο -και όχι για τον παίκτη. Οι προσπάθειες βελτίωσης των ποδοσφαιρικών είναι κρυφό σχολειό, πρέπει να μην ακούγεται κάτι γι’ αυτές ώστε να ευοδώνονται. Το προεδροκεντρικό ποδοσφαιρικό μοντέλο έχει ήδη πολλά ελαττώματα, αλλά ότι ο παίκτης είναι δεύτερου ρόλου είναι αμάρτημα. Και αυτό δεν βοηθιέται, πλην των άλλων, από τον αυξημένο εγωισμό, το φιλήδονον της ματαιοδοξίας, το, αν αφήσεις όλα τα συμφέροντα απ’ έξω, ποιος είναι πιο άντρας, ποιος είναι αφεντικό, ποιος θα την φέρει σε ποιον. Ο Ιονέσκο πετά την πένα του αγανακτισμένος.

Εδώ πρέπει να υπενθυμισθεί ότι πριν 17 χρόνια η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα -και στο ελληνικό πρωτάθλημα οι καταστάσεις αλλοφροσύνης ξεπερνούν κάθε προσδοκία. Η ελάχιστη σύνδεση των συλλόγων με την Εθνική είναι παροιμιώδης, όχι επειδή δεν υπάρχει αλλού αλλά, για τη μυθική απάθεια σε ό,τι συμβαίνει. Δεν είναι καν υποψία ότι ο ποδοσφαιρικός κόσμος έξω από το τερέν είναι τάλε κουάλε με τον πολιτικό κόσμο, ανά διαστήματα, κιόλας, συνδέονται και οι πολιτικοί τρομοκρατούνται από το σενάριο να χάσουν ψήφους επειδή δυσαρέστησαν τους οπαδούς μίας ομάδας.

Το ελάχιστο που θα έπρεπε να έχει γίνει, ήταν να φτιαχθεί ένα πρωτάθλημα στο οποίο ο γηγενής θα πειθόταν να παραμείνει επειδή σε βάθος τριετίας θα ήταν τόσο καλός που ομάδα όπως η Γιουβέντους δεν θα αποκλειόταν ως προοπτική.

Ούτε λόγος. Όταν δουλεύεις στου κασίδη το κεφάλι, ακόμα και το ίδιο το κασίδη φτάνει στο σημείο να σου πει, «ρε αδελφέ, μήπως να δοκίμαζες κάτι άλλο;» Ο Τζόλης έκανε το καλύτερο για τον εαυτό του και ο ΠΑΟΚ, το καλύτερο για τον παίκτη του. Οι διοικήσεις των ελληνικών ομάδων, όμως, με αυτήν τη λογική, πώς θέλουν να δείχνει η τηλεόραση τα παιχνίδια τους; Τι να δει κάποιος; Αν είναι τυχερός, έναν ποδοσφαιριστή που σε ένα χρόνο θα έχει μεταναστεύσει, μπας και κρατήσει αναμμένη την ποδοσφαιρική φλόγα του.  

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News