ΟΛΛΑΝΔΙΑ: Ο «παράδεισος» του νέου Έλληνα ποδοσφαιριστή

Η απομάκρυνση από το τοξικό ελληνικό περιβάλλον, μια λίγκα όπου τους δίνει ευκαιρίες και τους επιτρέπει να κάνουν λάθη για να μάθουν: Η Ολλανδία βοηθάει τα Ελληνόπουλα να ανθίσουν!

Ο «χάρτης» της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας άλλαξε τα τελευταία χρόνια. Η μετακίνηση των τεκτονικών πλακών επισπεύσθηκε και με την πανδημία του κορωνοϊού. Εφαρμόζονται νέοι τρόποι στη διαχείριση των συλλόγων και στο τί αναζητούν, ενώ με την εξάπλωση της επιστήμης των δεδομένων είναι διαφορετικές οι μέθοδοι εντοπισμού και αξιολόγησης των ποδοσφαιριστών σε μια μεταγραφική αγορά που, πλέον, ποντάρει σε νεαρούς παίκτες. Σ’ αυτόν τον κόσμο, ο νεαρός Έλληνας ποδοσφαιριστής έχει θέση. Αρκεί ν’ αγωνίζεται σε σύλλογο μιας λίγκας που αποδέχεται το ρόλο της. Γι’ αυτό και η Ολλανδία έχει εξελιχθεί σε… παράδεισο.

Στην Eredivisie αγωνίζονται αυτή τη σεζόν: ο Νίκος Μιχελής κι ο Αργύρης Καμπετσής στη Βίλεμ. Ο Τάσος Δουβίκας στην Ουτρέχτη. Ο Δημήτρης Λημνιός στην Τβέντε. Ο Γιάννης-Φοίβος Μπότος στην Γκο Αχέντ Ιγκλς. Ο Παντελής Χατζηδιάκος κι ο Βαγγέλης Παυλίδης στην Άλκμααρ. Ο Κώστας Λάμπρου στην Τσβόλε. Είναι, δε, γνωστό πως η ΕΠΟ είχε στο… μάτι και τον Ορέστη Κιουμουρτζόγλου της Χεράκλες προκειμένου να τον κάνει διεθνή με την Ελλάδα (έχει γερμανική υπηκοότητα και έχει παίξει με την Κ-21 της Γερμανίας). Από αυτούς μόνο ο Χατζηδιάκος κι ο Λάμπρου είναι άνω των 23 ετών. Πέραν των… γνωστών που έχουν δημιουργήσει το όνομά τους στην Ολλανδία (Χατζηδιάκος, Παυλίδης, Λάμπρου) ως τώρα πρωταγωνιστούν ο Δουβίκας κι ο Μπότος. Δύο γκολ έκαστος σε πέντε και έξι συμμετοχές, αντίστοιχα.

Που οφείλεται, όμως, η επιτυχία των Ελλήνων παικτών στην Ολλανδία; Η εξήγηση είναι απλή: παίζουν και μάλιστα σ’ ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον το οποίο δεν είναι τόσο τοξικό όσο το ελληνικό. Μπορεί στην Ελλάδα να υπάρχει η αίσθηση πως δεν πρόκειται για ένα πρωτάθλημα υψηλού επιπέδου, αλλά τους τελευταίους μήνες τα ολλανδικά κλαμπ έχουν τις περισσότερες νίκες στην Ευρώπη μετά από τα αγγλικά!

Επιπλέον, κανείς τους δεν αγωνίζεται στο «Big-3» της Ολλανδίας (Άγιαξ, Αϊντχόφεν, Φέγενορντ) οπότε οι απαιτήσεις δεν είναι τεράστιες και συνάμα τους επιτρέπεται να κάνουν λάθη, από τα οποία μαθαίνουν. Δεν υπάρχει αυτό το τόσο… ελληνικό «μην τους κάψουμε». Παράλληλα, οι συγκεκριμένες ομάδες αποδέχονται την αποστολή τους. Η επιβίωσή τους ή οικονομική ευημερία τους εξαρτάται από την ανάπτυξη και μεταπώληση παικτών. Δεν το κάνουν μονάχα με τους Έλληνες, αλλά με παίκτες απ’ όλο τον κόσμο. Οπότε έχουν επενδύσει σ’ αυτόν τον τομέα. Για παράδειγμα, η Φένλο είχε εξειδικευμένο προπονητή για να δουλεύει με τον Γιώργο Γιακουμάκη στο εναέριο παιχνίδι και γενικά στις κινήσεις που θα έπρεπε να κάνει στον αγωνιστικό χώρο.

 

Τί βλέπουν στους Έλληνες ποδοσφαιριστές; Με δεδομένο πως κάθε περίπτωση διαφέρει, υπάρχουν ορισμένα κοινά στοιχεία. Αναγνωρίζουν πως πρόκειται για ποδοσφαιριστές με διάθεση να παίξουν, να δουλέψουν σκληρά, να μάθουν και να διακριθούν. Άνθρωποι που αποδέχονται την πρόκληση να ποντάρουν στους εαυτούς τους και να δοκιμάσουν την τύχη τους σε μια ξένη χώρα με σημαντικές διαφορές στη νοοτροπία από τη δική τους κι όχι μόνο. Υπολογίζουν, δε, στη μαχητικότητα και στο πάθος των Ελληνων ποδοσφαιριστών. Εκτιμούν πως η πλειονότητα γνωρίζει αρκετά καλά τα βασικά και στο πλαίσιο ενός γκρουπ δείχνουν την αλληλεγγύη τους προς τους συμπαίκτες τους, ενώ βασίζονται στο ότι δίνουν πάντοτε το 100%. Το μειονέκτημα είναι πως οι περισσότεροι δεν είναι έτοιμοι τακτικά, αλλά αυτό, ευτυχώς για εκείνους, είναι κάτι που αναπτύσσεται.

Στην περιφέρεια αυτού του κεντρικού ζητήματος υπάρχουν και άλλα. Οι εξαιρετικές σχέσεις και οι δίαυλοι που έχουν αναπτύξει με τους ολλανδικούς συλλόγους οι Έλληνες ατζέντηδες. Βάζουν τους παίκτες τους σε θέση ν’ αποκτήσουν μια θέση σε ρόστερ ομάδων της Eredivisie και από εκεί και πέρα είναι στο χέρι τους να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία. Η εμπιστοσύνη που έχει αναπτυχθεί με το χρόνο είναι και καρπός του «καλού ονόματος» που έχουν πλέον οι Έλληνες ποδοσφαιριστές στην Ολλανδία. Είναι πολλές οι ιστορίες επιτυχίας τα τελευταία χρόνια – ο Κώστας Τσιμίκας, ο Γιώργος Γιακουμάκης, ο Μάριος Βρουσάι, ο Βαγγέλης Παυλίδης.

 

Επίσης, η Ολλανδία στράφηκε στην Ελλάδα όταν περιορίστηκαν οι ευκαιρίες από άλλες χώρες. Πλέον, οι παίκτες από την πρώην Γιουγκοσλαβία έχουν περισσότερες ευκαιρίες να πάνε είτε απευθείας σε ανεπτυγμένα πρωταθλήματα όπως το ιταλικό και το γερμανικό, ενώ και η Αυστρία τους προσελκύει. Τα μεγάλα ταλέντα από τη Δανία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία πλέον δεν περνούν από εκεί. Συνέβη, για παράδειγμα, με τους Μίκελ Ντάμσγκααρντ, Ντέγιαν Κουλουσέφσκι και φυσικά τον Έρλινγκ Χάαλαντ που πήγαν στην Ιταλία και στην Αυστρία.

Τα τελευταία έξι χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί σχεδόν 150 μεταγραφές παικτών Κ-23 από ομάδες της Super League στο εξωτερικό. Η πλειονότητα αυτών έγινε στην Κύπρο όπου δεν διστάζουν να ποντάρουν σε νεαρούς παίκτες. Εκεί «έλαμψαν» για πρώτη φορά ο Δημήτρης Γιαννούλης κι ο Ευθύμης Κουλούρης. Πριν την Ολλανδία, ήταν η Αυστρία και το Βέλγιο που πόνταραν στους Έλληνες ποδοσφαιριστές, με την Ιταλία να παραμένει σταθερά καλή… πελάτισσα.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News