Ανδρέας Μουράτης: Ο θρυλικός «Μιζούρι» του Ολυμπιακού
Όσοι τον είχαν δει να αγωνίζεται, έλεγαν ότι ήταν ο κορυφαίος αμυντικός του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η ιστορία του Ανδρέα Μουράτη, ο οποίος έφυγε απ’ τη ζωή στις 10 Δεκεμβρίου 2000, εξακολουθεί να συγκινεί ακόμα και σήμερα.
Όσο απομακρυνόμαστε από την εποχή του Ανδρέα Μουράτη, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να συνειδητοποιήσει κανείς ότι το ποδόσφαιρο υπήρξε κάποτε ο ορισμός του λαϊκού παιχνιδιού, στο οποίο ήρωες ήταν απλοί άνθρωποι της βιοπάλης.
Τέτοιος λαϊκός ήρωας ήταν ο Μουράτης, ο θρυλικός «Μιζούρι» του Ολυμπιακού και της Εθνικής Ελλάδας, ο οποίος πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 2000 σε ηλικία 75 ετών. Ένας αγνός νέος που προερχόταν από τα κατώτερα λαϊκά στρώματα του Πειραιά, δεν έμαθε ποτέ γράμματα και ξέδινε στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής κλωτσώντας το τόπι στις αλάνες, ελπίζοντας μέσω της πιο συστηματικής ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο ότι θα έβρισκε την επαγγελματική αποκατάσταση.
Ήταν, βλέπετε, τόσο ταλαντούχος, που πολύ γρήγορα εξελίχθηκε στην ηγετική φυσιογνωμία του πιο λαοφιλούς συλλόγου της χώρας, του Ολυμπιακού, και το όνομα κι η φωτογραφία του κοσμούσαν τις αθλητικές εφημερίδες σχεδόν καθημερινά. Γρήγορα πέρασε το κατώφλι και της εθνικής ομάδας και το όνομά του έγινε συνώνυμο του πάθους και της λεβεντιάς, των βασικότερων προσόντων για όλους τους ποδοσφαιριστές που ριψοκινδύνευαν κάθε Κυριακή τη σωματική τους ακεραιότητα στα χωμάτινα γήπεδα της εποχής.
Αγωνιζόταν ως αριστερός μπακ στο 2-3-5 της εποχής, αλλά εκτός από ταχύτητα και μαχητικότητα, διέθετε καλή τεχνική κατάρτιση και κεραυνοβόλο σουτ. Γι’ αυτό ήταν ο φόβος και ο τρόμος των αντίπαλων τερματοφυλάκων στις εκτελέσεις φάουλ και πέναλτι. Χάρη στο πολύπλευρο ταλέντο του βοήθησε όποτε χρειάστηκε τον Ολυμπιακό και ως επιθετικός (σέντερ φορ ή μέσα αριστερά), έχοντας πάντοτε την ίδια επιτυχία.
Με τους «ερυθρόλευκους» κέρδισε πρωταθλήματα και Κύπελλα, ενώ ήταν βασικό στέλεχος της Εθνικής για μια πενταετία. Το ίδιο ποδόσφαιρο, όμως, που του πρόσφερε τόσες χαρές, του πρόσφερε και μια μεγάλη πίκρα. Το πρόωρο και άδοξο τέλος της καριέρας του, ως συνέπεια της περιβόητης «ανταρσίας» των διεθνών πριν από τον αγώνα με το Ισραήλ, τον Νοέμβριο του 1953, είναι ένα ιστορικό λάθος που δεν διορθώθηκε ποτέ.
Με αντάλλαγμα δυο ψαρόσουπες
Ο Μουράτης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 29 Νοεμβρίου 1925 (κατ’ άλλες πηγές το 1926). Ο πατέρας του, Μάρκος Μουράτης, ήταν πρόσφυγας απ’ τα Βουρλά της Μικράς Ασίας κι εργαζόταν ως λιμενεργάτης. Του άρεσε και το ποδόσφαιρο και μάλιστα είχε παρακολουθήσει τους πρώτους αγώνες του Ολυμπιακού, ο οποίος είχε ιδρυθεί λίγους μήνες προτού γεννηθεί ο γιος του.
Ο μικρός Ανδρέας ανακάλυψε το ταλέντο του στο ποδόσφαιρο αγωνιζόμενος από πολύ νεαρή ηλικία με την ανεξάρτητη ομάδα των Χρωματουργείων Πειραιά (ΧΡΩ.ΠΕΙ). Στα χρόνια της Κατοχής διακρίθηκε ως σαλταδόρος στα γερμανικά καμιόνια, απ’ όπου άρπαζε τρόφιμα και τιμαλφή, αλλά δεν έκοψε την μπάλα. Το 1942, μάλιστα, εντάχθηκε στην Προοδευτική, όπου το πηγαίο αλλά ακατέργαστο ταλέντο του άρχισε να ξεχωρίζει.
Ο Ολυμπιακός τον απέκτησε το 1944 με αντάλλαγμα… δύο ψαρόσουπες που τον κέρασαν οι παράγοντές του σε ένα ταβερνάκι στο Πέραμα. Έτσι πείστηκε ο Μουράτης να βάλει σταυρό (μια και δεν ήξερε καθόλου γράμματα) στο χαρτί που του πρόσφεραν οι εκπρόσωποι των «ερυθρόλευκων», όμως ζήτησε και κάτι ακόμη. Να παρέμβουν οι άνθρωποι του Ολυμπιακού ώστε να εξαφανίσουν τον φάκελο αριστερών φρονημάτων που είχε στην Ασφάλεια. Τα χρόνια της Κατοχής ο Μουράτης είχε αγωνιστεί και στην ομάδα της ΕΠΟΝ Πειραιά, αλλά τα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου επέλεξε συνειδητά να αποστασιοποιηθεί απ’ όλα αυτά.
Αν και αρχικά αγωνιζόταν στην επίθεση, στον Ολυμπιακό διέπρεψε ως αριστερός μπακ. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, αλλά είχε γερό «σκαρί» και το πάθος του τον έκανε απροσπέλαστο από τους δεξιούς εξτρέμ των αντιπάλων. Έτσι απέκτησε και το παρατσούκλι «Μιζούρι» το 1947, από το θρυλικό αμερικάνικο αεροπλανοφόρο που είχε διαπρέψει στις μάχες της Ίβο Τζίμα και της Οκινάουα κι εκείνη την εποχή ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά.
Λίγο καιρό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Ασλάν», το οποίο σημαίνει λιοντάρι στα τούρκικα. Είχε εντυπωσιάσει τους ντόπιους φιλάθλους στον αγώνα της Εθνικής Ελλάδας με την Τουρκία στην Κωνσταντινούπολη, στις 28 Νοεμβρίου 1948, αλλά και σε ένα ανεπίσημο φιλικό που διεξήχθη λίγες μέρες αργότερα, που τους ανάγκασε να τον παρομοιάσουν με τον βασιλιά των ζώων. Έκτοτε έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στη γειτονική χώρα, λόγω και της μικρασιατικής καταγωγής του.
Μέχρι το φθινόπωρο του 1953 ο Μουράτης ήταν ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια του ελληνικού ποδόσφαιρου, η απόλυτη ενσάρκωση του λαϊκού ήρωα της Κυριακής. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στα τρία πρωταθλήματα (1947, 1948, 1951) και τα τέσσερα Κύπελλα (1947, 1951, 1952, 1953) που είχε κατακτήσει ο Ολυμπιακός και κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι η ίδια η ΕΠΟ θα του έκοβε την μπάλα για ασήμαντη αφορμή.
Η «ανταρσία» και η ταινία
Η Εθνική Ελλάδας νίκησε με 1-0 το Ισραήλ την 1η Νοεμβρίου 1953 για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ελβετίας. Αργότερα, όμως, έγινε γνωστή μια ιστορία που συντάραξε την κοινή γνώμη. Το βράδυ πριν τον αγώνα, οι 15 από τους 16 διεθνείς είχαν φύγει από το ξενοδοχείο τους στην Κηφισιά και είχαν κατέβει στα γραφεία της ΕΠΟ στο κέντρο της Αθήνας, για να διεκδικήσουν την αύξηση στα οδοιπορικά που τους είχαν τάξει οι διοικούντες.
Η ομοσπονδία χαρακτήρισε «ανταρσία» την κίνηση των διεθνών, οι οποίοι ήταν τυπικά ερασιτέχνες – οι παράγοντες της ΕΠΟ θεωρούσαν ότι τους έκαναν χάρη και με τα λίγα «ψίχουλα» που τους έδιναν κάθε τόσο. Αν και λέγεται ότι οι πρωτοστάτες της κίνησης ήταν ο Λάκης Πετρόπουλος κι ο Μπάμπης Κοτρίδης, ο Μουράτης ήταν αυτός που βγήκε μπροστά για να μιλήσει στους παράγοντες εκείνο το βράδυ στην Αθήνα. Και την πλήρωσε πιο ακριβά απ’ όλους.
Οι παράγοντες της ΕΠΟ τον θεώρησαν υποκινητή της «ανταρσίας» και τον διέγραψαν από το μητρώο των ποδοσφαιριστών της χώρας, ενώ επέβαλε ισόβιο αποκλεισμό από την Εθνική στους υπόλοιπους διεθνείς (πλην του Ηλία Ρωσσίδη, που δεν είχε πάρει μέρος στην κίνηση)! Ο Μουράτης δεν θεωρούνταν πια ποδοσφαιριστής και δεν μπορούσε να μεταγραφεί ούτε στην Μπεσίκτας, η οποία τον Ιανουάριο του 1954 έκανε κίνηση για την απόκτησή του!
Πρόεδρος της ομοσπονδίας ήταν ο Αθανάσιος Μέρμηγκας, ο οποίος αν και προερχόταν από τον Ολυμπιακό, παρέμεινε αδιάλλακτος παρά τις αντιδράσεις των φιλάθλων. Η ΕΠΟ κρατούσε σκληρή στάση φοβούμενη ότι τυχόν ικανοποίηση του αιτήματος των διεθνών, θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου και οι οικονομικές απαιτήσεις των ποδοσφαιριστών θα ξέφευγαν από τα όρια.
Η «ανταρσία» χρησιμοποιήθηκε παραλλαγμένη ως προς το κίνητρό της και στην πλοκή της ταινίας του Βασίλη Γεωργιάδη «Κυριακάτικοι Ήρωες» (γνωστή και ως «Οι Άσοι του Γηπέδου»). Ο Μουράτης πρωταγωνιστεί υποδυόμενος… τον εαυτό του και ξεχωρίζει και για τις υποκριτικές του ικανότητες (αν και τη φωνή του έχει ντουμπλάρει ο γνωστός ηθοποιός, Παντελής Ζερβός). Η βαριά τιμωρία του ίδιου και των υπόλοιπων διεθνών, οι οποίοι στο φιλμ είναι οι Στάθης Μανταλόζης, Κώστας Πούλης, Λάκης Πετρόπουλος και Κώστας Λινοξυλάκης, αποτελεί βασικό θέμα του σεναρίου και προκαλεί και εκεί τις αντιδράσεις της φίλαθλης κοινής γνώμης.
Σε μια σκηνή, μάλιστα, οι τιμωρημένοι ποδοσφαιριστές έχουν στήσει γλέντι σε μια ταβέρνα κι ο Πετρόπουλος τραγουδά «Ο Μουράτης έχει δίκιο, το ‘γραψε κι η Αθλητική» (η μουσική του τραγουδιού είναι του Αργύρη Κουνάδη και οι στίχοι του Ναπολέοντα Ελευθερίου). Το 1956, βέβαια, όταν βγήκε στις αίθουσες η ταινία, η πίεση της κοινής γνώμης είχε αναγκάσει ήδη την ομοσπονδία να άρει τις ποινές των διεθνών.
Στα τέλη του 1954 ο Μουράτης απέκτησε ξανά δικαίωμα συμμετοχής και επέστρεψε στον Ολυμπιακό, όχι όμως και στην Εθνική. Αποχώρησε από τους «ερυθρόλευκους» ως πρωταθλητής το 1955 και έπαιξε για μερικά χρόνια στον Αργοναύτη, προτού κρεμάσει οριστικά τα παπούτσια του.
Μια ζωή κοντά στον Ολυμπιακό
Παρότι δεν έμαθε ποτέ γράμματα, ο Ανδρέας Μουράτης ήταν ένας άνθρωπος που έφαγε τη ζωή με το κουτάλι και συχνά άκουγες απ’ το στόμα του λαϊκές σοφίες. Σε κατοπινές συνεντεύξεις του δεν έκρυβε και την πίκρα του για το τι του άφησε η ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο. «Σημάδια και κουσούρια σε όλο το σώμα», είχε πει κάποτε στον Σεραφείμ Ευαγγελίου του «Φωτός».
Παρ’ όλα αυτά, δεν έφυγε ποτέ από το άθλημα ούτε απ’ τον αγαπημένο του Ολυμπιακό. Τη δεκαετία του ’60 συμμετείχε σε αγώνες παλαιμάχων του συλλόγου, ενώ τα τελευταία χρόνια που αγωνίστηκε στον Αργοναύτη, άσκησε παράλληλα και καθήκοντα προπονητή. Το 1971 βρέθηκε στον πάγκο του Ολυμπιακού, ως άμεσος συνεργάτης του Γιώργου Δαρίβα. Αργότερα εργάστηκε για πολλά χρόνια ως προπονητής στις παιδικές ομάδες των ακαδημιών των «ερυθρόλευκων».
Έφυγε με ένα ακόμα παράπονο σαν σήμερα το 2000. Ότι εκείνη την εποχή το γήπεδο του Ολυμπιακού ήταν γκρεμισμένο και δεν πρόλαβε να το δει τη νέα μορφή που πήρε το 2004. Στην ίδια συνέντευξη που είχε δώσει στον Ευαγγελίου, λίγο καιρό προτού πεθάνει, είχε πει ότι πήγαινε στο «Καραϊσκάκη» πιο συχνά απ’ το σπίτι του. «Με πάνε προς τα κει τα πόδια μου, σαν το… μουλάρι που βάζει κάτω το κεφάλι και περπατάει».
* Με πληροφορίες από τα βιβλία «Ανδρέας Μουράτης, ο ηρωικός Μισούρι» (Θρύλος Εκδόσεις ΜΕΠΕ) και «Οι 50 Κορυφαίοι – Αυτοί που άφησαν εποχή στο ελληνικό ποδόσφαιρο» (Πήγασος Εκδοτική).
Άλλα γεγονότα στην Ελλάδα και τον κόσμο στις 10 Δεκεμβρίου
2021: O καλαθοσφαιριστής του Παναθηναϊκού Νεοκλής Αβδάλας κάνει ντεμπούτο στην Ευρωλίγκα (1:47 συμμετοχή, 1/2 δίποντα) στη νίκη επί της της Άλμπα Βερολίνου με 82-67, σε ηλικία 15 ετών και 10 μηνών και 6 ημερών. Γίνεται έτσι ο νεότερος παίκτης στην ιστορία που σκοράρει στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Γεωργιανού, Μανούτσαρ Μαρκοϊσβίλι, ο οποίος είχε αγωνιστεί με την Άλμπα Βερολίνου όντας κατά έναν μήνα μεγαλύτερος.
2020: Ο αρχηγός του Ολυμπιακού Βασίλης Σπανούλης σημειώνει 14 πόντους στην εκτός έδρας νίκη του Ολυμπιακού επί του Ερυθρού Αστέρα με 81-79 και φτάνει τους 4.323 πόντους στην Ευρωλίγκα. Ανεβαίνει έτσι στην πρώτη θέση του πίνακα των σκόρερ της διοργάνωσης όλων των εποχών, ξεπερνώντας τον Χουάν Κάρλος Ναβάρο (4.321).
2013: Ο Ολυμπιακός νικά με 3-1 την Άντερλεχτ στο «Γ. Καραϊσκάκης» (33′, 58′ Σαβιόλα, 90’+4 Ντομίνγκες/39′ Κλιέσταν) και προκρίνεται στους «16» του Champions League, μια και τερματίζει δεύτερος στον όμιλό του πίσω από την Παρί Σεν Ζερμέν και πάνω απ’ την Μπενφίκα.
2003: Ο Ολυμπιακός γνωρίζει τη συντριβή με 7-0 από τη Γιουβέντους στο Τορίνο, στο πλαίσιο της τελευταίας αγωνιστικής των ομίλων του Champions League. Το τρίτο γκολ της Κυρίας που πέτυχε ο Νταβίντ Τρεζεγκέ, είναι το υπ’ αριθμόν 3.000 στην ιστορία της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης (με τη μορφή που έχει από το 1992-93).
2000: Η Ισπανία κατακτά για πρώτη φορά στην ιστορία της το Davis Cup, νικώντας στον τελικό που φιλοξενήθηκε στη Βαρκελώνη την Αυστραλία με 3-1.
1999: Διεξάγεται σε παμπ του Λονδίνου η πρώτη… σαλιγκαροδρομία. Η πολλή ώρα που χρειάστηκαν τα σαλιγκάρια για να τερματίσουν, ανάγκασε πολλούς από τους θαμώνες να μεθύσουν, με αποτέλεσμα να μην προλάβουν να δουν τον νικητή.
1999: Ο Αυστραλός Μικ Ντούαν, πέντε φορές παγκόσμιος πρωταθλητής στις μοτοσυκλέτες 500cc, ανακοινώνει ότι αποχωρεί από τη δράση σε ηλικία 34 ετών, ως συνέπεια του τραυματισμού που είχε υποστεί επτά μήνες νωρίτερα στην Ισπανία.
1998: Ο Παναθηναϊκός επικρατεί της Μανρέσα με 63-58 στο ΟΑΚΑ και φτάνει τις εννιά νίκες σε ισάριθμους αγώνες στην Eυρωλίγκα, καταρρίπτοντας το ρεκόρ καλύτερης εκκίνησης της Μπαρτσελόνα (8×8). Ο ΠΑΟ θα ανεβάσει κι άλλο τον πήχη, αφού το σερί θα φτάσει στο 14/14.
1997: Ο Τάσος Μητρόπουλος ολοκληρώνει την πλούσια καριέρα του αγωνιζόμενος ως αλλαγή στον αγώνα Ολυμπιακός-Ρόζενμποργκ 2-2 για την τελευταία αγωνιστική του ομίλου του Champions League. Χάρη σε δική του προσπάθεια, μάλιστα, οι «ερυθρόλευκοι» κερδίζουν φάουλ με οποίο ισοφαρίζουν τους Νορβηγούς και τους στερούν την πρόκριση στους «8» (περνά η Γιουβέντους ως καλύτερη δεύτερη από άλλον όμιλο). Ο Μητρόπουλος ήταν τότε 40 ετών και 109 ημερών, ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστή που πήρε μέρος σε αγώνα του Champions League.
1996: Ο διεθνής Πορτογάλος μεσοεπιθετικός, Πάουλο Φούτρε, ανακοινώνει ότι αποχωρεί από το ποδόσφαιρο σε ηλικία 30 ετών, λόγω τραυματισμού στο γόνατο.
1987: Πεθαίνει σε ηλικία 77 ετών στη Φιλοθέη ο δρομέας Στέλιος Κυριακίδης, εμβληματική μορφή του ελληνικού αθλητισμού χάρη στη νίκη του στον Διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης του 1946, η οποία πρόσφερε χαρά στους Έλληνες που ακόμα δεν είχαν συνέλθει από τις κακουχίες της Κατοχής. Μάλιστα, παρέμεινε επί ένα μήνα στις ΗΠΑ για να συγκεντρώσει ανθρωπιστική βοήθεια (η οποία έμεινε γνωστή ως το «Πακέτο Κυριακίδη»). Κατέκτησε έξι χρυσά μετάλλια σε Βαλκανικούς Αγώνες (στα 5.000μ., τα 10.000μ. και τον Μαραθώνιο) και αμέτρητες διακρίσεις στα Πανελλήνια και τα Παγκύπρια Πρωταθλήματα. Πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948 στο Λονδίνο, όπου όμως εγκατέλειψε εξουθενωμένος στα μισά περίπου του Μαραθωνίου.
1979: Ο διεθνής Αργεντινός ποδοσφαιριστής, Χουάν Ραμόν Ρότσα, μεταγράφεται κατά την περίοδο του Δεκεμβρίου στον Παναθηναϊκό ως «Γιάννης Μπουμπλής».
1977: Στην δεύτερη χρονιά του στις πίστες, ο Στιβ Κόθεν γίνεται ο πρώτος τζόκεϊ που κερδίζει 6 εκατομμύρια δολάρια σε μια σεζόν όταν κερδίζει την 6η κούρσα του Adequate, ιππεύοντας την «Little Hapiness». Θα ανακηρυχθεί «Αθλητής της Χρονιάς» για το 1977 από το Sports Illustrated, το Associated Press και το Sporting News και θα κερδίσει τρία Eclipse Awards.
1973: Για πρώτη φορά μετά το 1885 ισοβαθμούν στην πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης των ανδρών στο τένις δύο παίκτες, ο Σταν Σμιθ και ο Τζίμι Κόνορς.
1967: Ο 19χρονος αρσιβαρίστας του Παναθηναϊκού, Χρήστος Ιακώβου, σημειώνει παγκόσμιο ρεκόρ εφήβων στο ντεβελοπέ στην κατηγορία των 75 κιλών, κατά τη διάρκεια του Πανελληνίου Πρωταθλήματος.
1926: Ο Γάλλος πρόεδρος της ΦΙΦΑ, Ζιλ Ριμέ, προτείνει να μελετηθεί το ενδεχόμενο διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου στο ποδόσφαιρο. Το σχέδιο υποβάλλεται επίσημα στη Ζυρίχη, ολοκληρωμένο από την επιτροπή, στις 25 Φεβρουαρίου 1927.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Επική δήλωση Αταμάν: «Νομίζουν ότι θα μας σταματήσουν με ασυνήθιστες ποινές - Κλείστε εισιτήρια για το Αμπου Ντάμπι και ετοιμαστείτε για το όγδοο»
- ΑΕΚ Παρασκήνιο: Ο γρίφος με Γαλανόπουλο
- ΑΕΚ: Φάκελος Ελίασον - Τι συμβαίνει με τον Σουηδό;
- Βαγιαννίδης Παρασκήνιο: Οι λεπτομέρειες που οδήγησαν στην ανανέωση με τον Παναθηναϊκό
- Μεντιλίμπαρ: «Η ομάδα μας δε νιώθει τις απουσίες»