Νίκος Σαρίδης: Από τους «Γκουμομπασινάδες» στους... Δουβικοτζίμες

Η Ελλάδα γεννά πλέον (και) «εννιάρια», αλλά και κάθε λογής επιθετικούς.

Τoν προηγούμενο αιώνα, όταν είχε αρχίσει δειλά-δειλά να παίρνει μπροστά η φάμπρικα των ακαδημιών, με πιονέρους τους τότε διοικούντες τον Παναθηναϊκό, οι οποίοι είχαν οργανώσει την Παιανία με γήπεδα, γυμναστήρια, ξενώνες κ.λπ., οι haters της εποχής απαξίωναν την προσπάθεια με το περίφημο «Γκουμομπασινάδες».

Αλλά ακόμη κι όσοι δεν είχαν διάθεση να ισοπεδώσουν εκείνο το πρωτόλειο, παραδέχονταν ότι η παραγωγή περιοριζόταν σε «Γκουμομπασινάδες», δηλαδή αμυντικογενείς παίκτες, άντε μέχρι
κανέναν… Καραγκούνη (χαφ, δηλαδή, με ψυχή κι αυταπάρνηση). Από σέντερ φορ ή περιφερειακούς επιθετικούς, άδεια η βιτρίνα. Οσοι τέτοιοι είχαν βγει, δεν είχαν μακροημερεύσει στην κεντρική σκηνή.

Σήμερα, μερικές δεκαετίες αργότερα, το τοπίο είναι τελείως διαφορετικό, αφού τελείως διαφορετικό είναι και το ποδόσφαιρο. Εχει κυλήσει, βλέπετε, πολύ νερό στ’ αυλάκι. Η Ελλάδα γεννά πλέον (και) «εννιάρια», αλλά και κάθε λογής επιθετικούς. Χθες, για να πιάσουμε το πιο πρόσφατο, η Κόμο αγόρασε απ’ τη Θέλτα τον Τάσο Δουβίκα έναντι 13 εκατ. ευρώ. Λίγα εικοσιτετράωρα νωρίτερα, η Μπράιτον είχε αποκτήσει τον Στέφανο Τζίμα, που αν και άγουρος, κοστολογήθηκε στα 22 εκατ. στερλίνες, χονδρικά γύρω στα 26 εκατ. ευρώ. Πολλά λεφτά για παίκτη που ουσιαστικά είχε διανύσει μέχρι τώρα κάτι λίγα χιλιόμετρα στη δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας, αλλά προφανώς κάτι περισσότερο γνωρίζουν οι Αγγλοι, ενώ το περασμένο καλοκαίρι διαβάζαμε ότι η Σπόρτινγκ έδινε 25 εκατ. ευρώ για τον Φώτη Ιωαννίδη. Σίγουρα, πάντως, έδωσε 18 σπαρταριστά εκατ. ευρώ στην Αλκμααρ η άλλη ομάδα της Λισαβώνας, η Μπενφίκα, για να ψωνίσει τον Βαγγέλη Παυλίδη. Μην ξεχνάμε ακόμη ότι πιο παλιά, το 2021 συγκεκριμένα, η Νόριτς είχε σκάσει 11 εκατ. ευρώ για τον Χρήστο Τζόλη, που παρεμπιπτόντως η  χρηματιστηριακή του καμπύλη άρχισε φέτος, μετά από μία μεγάλη βουτιά, να παίρνει πάλι τα πάνω της. Για να μην πούμε, βεβαίως, πόσα χρήματα θα μπορούσε να φέρει στο ταμείο του Ολυμπιακού ο Μπάμπης Κωστούλας, αν ετίθετο αυτή τη στιγμή θέμα πώλησής του.

Απ’ τις υποδομές του Αστέρα Τρίπολης ξεπήδησε ο Δουβίκας, απ’ το «φυτώριο» του ΠΑΟΚ αναδείχτηκαν ο Τζίμας κι ο Τζόλης, απ’ την κάτοχο του Youth League Κ-19 του Ολυμπιακού ο Κωστούλας, από μία μικρή ακαδημία της Θεσσαλονίκης ο Παυλίδης, απ’ τον Ολυμπιακό Χαλκίδας κι εν συνεχεία απ’ τα «δεύτερα» του Λεβαδειακού ο Ιωαννίδης.

Από πολλές και διαφορετικές Παιανίες κοινώς. Τον δρόμο, βεβαίως, είχε ανοίξει, κάποια χρόνια πριν, ο Κώστας Μήτρογλου, όμως ελόγου του δεν ήταν δημιούργημα του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά γερμανοθρεμμένος. Επίσης, ίσως να είναι συμπτωματικό, ίσως κι όχι, οι μισοί απ’ τους νυν hot επιθετικούς που έχει βγάλει η Ελλάδα είναι παιδιά επαγγελματιών  ποδοσφαιριστών. Ο «Babis-tuta» τυγχάνει -ως γνωστόν- γιος του άλλοτε «ερυθρόλευκου» αμυντικού
Θανάση Κωστούλα, ο Φώτης είναι τέκνο του Βασίλη Ιωαννίδη, στόπερ κάποτε του Ολυμπιακού,
ο Τάσος παιδί του Γιάννη Δουβίκα, πάλαι ποτέ επιθετικού της Καλαμάτας και του Παναργειακού. Πιθανόν, δηλαδή, να είχαν -λόγω μπαμπά- καλύτερη καθοδήγηση, σε όλα τα στάδια της καριέρας τους, από κάποια άλλα παιδιά κι αυτή η… πολ ποζίσιον να ήταν που τους άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή.

Κάθε περίπτωση, πάντως, έχει τις ιδιαιτερότητές της. Το 2021, για παράδειγμα, ο Βόλος ήθελε να
παραχωρήσει τον Δουβίκα στον ΠΑΟΚ, αλλά ο παίκτης επέμενε για εξωτερικό. Αντίθετα, το 2024 ο Ιωαννίδης συμφιλιώθηκε με την ιδέα ότι προς το παρόν το συμφέρον του είναι στον Παναθηναϊκό.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στην SPORTDAY που κυκλοφορεί
Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News