100 χρόνια Ολυμπιακός: Οσο κι αν ψάξω, δε βρίσκω άλλο λιμάνι

Γιατί τίποτα στη ζωή δεν είναι πιο «δικό σου» από τον Ολυμπιακό…

Μια σημαία ερυθρόλευκη, ξεθωριασμένη, με τον παλιό έφηβο, εκείνον της δεκαετίας του ‘80, σ’ ένα μπαλκόνι στο νησί. Σε κάποιο νησί. Σε κάποιο χωριό, με λίγους κατοίκους, ή σε μια ψαρόβαρκα μεσοπέλαγα. Απαλλαγμένος από τα άγχη της πόλης, διακοπές γαρ, κάπως αποσυνδεδεμένος από τα «αθηναϊκά», την κοιτάς και η καρδιά σου σφίγγει, ενώ σχηματίζεται κάτι σα χαμόγελο. Είσαι Ολυμπιακός

Πως έγινες; Τυχαία. Κανένας δεν αποφασίζει την ομάδα του. Οσοι το κάνουν, μάλλον δε την αγαπούν όσο νομίζουν. Κάποιος σε έκανε. Με κάποιον ή με κάποιους πανηγύρισες μαζί τα πρώτα σου γκολ και τα πρώτα σου τρόπαια. Αν είσαι τυχερός, μ’ εκείνους πανηγύρισες έναν ανύποπτο Μάιο το Ευρωπαϊκό. Αν όχι, ή αν είσαι μεγαλύτερος, εκείνους σκεφτόσουν κοιτώντας τον ουρανό. Τους φανταζόσουν να χαμογελούν και η καρδιά σου, ζεστή, ευχαριστούσε την ερυθρόλευκη ριγωτή. Εκείνη σε συνδέει κόκκινα και παθιασμένα με το παρελθόν σου και με εκείνους που αγάπησες. 

Γι’ αυτό κάθε φορά που βλέπεις έναν κόκκινο δαφνοστεφανωμένο, κάτι μέσα σου φτουρά. Γι’ αυτό θες στο ψυγείο σου το κόκκινο μαγνητάκι, γι’ αυτό θες στα κλειδιά σου το κόκκινο μπρελόκ, γι’ αυτό φοράς στον γιό σου ή στην κόρη το κόκκινο σκουφί. Γι’ αυτό τον κουβαλάς μαζί σου σ’ όποια πόλη κι αν βρεθείς, γι’ αυτό συζητάς για εκείνον στα τηλέφωνα, στα μπαρ και στη δουλειά. Γι’ αυτό διαβάζεις πρώτη την κόκκινη σελίδα στην εφημερίδα ακόμα κι αν οι ειδήσεις είναι ανύπαρκτες ή επαναλαμβανόμενες. Για να τον βλέπεις και μέσα σου να γεννιούνται ξανά όσα μ’ εκείνον έχεις συνδέσει. Για να παίρνεις απ’ τις δόξες του τις χαρές που έχεις ανάγκη ώστε να απαλύνεις τις ασταμάτητες λύπες που κατά κανόνα φέρνει στην καθημερινότητά σου η ζωή.

Οσο κι αν ψάξεις, δε βρίσκεις άλλο λιμάνι, σ’ εκείνο να γυρνάς κάθε φορά, όπου κι αν η ζωή σε έχει βγάλει. Δεν υπάρχει, άλλωστε, κάτι τόσο μόνιμο και για σένα αγνό όσο το σήμα που σε συνοδεύει από τις πρώτες μέρες της ενσυνείδητης ύπαρξής σου ως την τελευταία.

Εκείνος, ο έφηβος, θα είναι πάντα εκεί, αιώνιος, σε απόλυτη αντίθεση με κάθε άλλο πρόσωπο ή ιδέα περάσει απ’ τη ζωή σου. Πως το έλεγε ο εκ των σημαντικότερων που τον αγάπησαν; «Και κόμματα έχω αλλάξει και πολλά έχω αλλάξει και με κατηγορούν γι’ αυτό, αλλά τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω». Για σένα, «δύο ομάδες υπάρχουν στην Ελλάδα. Ο Ολυμπιακός και τα δεύτερά του». 

Εκείνος που γιγαντώθηκε από το αίμα που κύλησε επάνω του. Είτε γιατί ο Νίκος Γόδας ζήτησε να τη φορά στον αγωνιστικό του θάνατο, είτε γιατί εικοσιμία ψυχές έφυγαν στα χώματα που συνέβησαν τα πάντα. Στα άγια χώματα του ποδηλατοδρομίου, που έγινε στάδιο και μετά γήπεδο, για να πνίξει στα 99 χρόνια την Αστον Βίλα και να κάνει αλήθεια ένα όνειρο τρελό. 

Αρχηγός, τότε και σήμερα, ο τύπος που λοιδορήθηκε όσο ελάχιστοι και αποδείχθηκε τόσο ισχυρός όσο σχεδόν κανείς. Την παραμονή της επετείου, ο φακός τον έπιασε να φουσκώνει και να χαμογελά περήφανα, βλέποντας την ερυθρόλευκη θάλασσα, φορώντας τη ρετρό φανέλα που τόσο πολύ του πηγαίνει, βγαίνοντας πρώτος από τη φυσούνα. Ο επόμενος των μεγάλων αρχηγών. Ο άξιος διάδοχος των μύθων των πρώτων δεκαετιών, του Κούλη, του Τζόλε, του Κώστα… Ο Παναγιώτης Ρέτσος.

Ακριβώς πίσω του, ο Κωσταντής Τζολάκης μ’ ένα όμοιο χαμόγελο, καθόλου επηρεασμένο από τα αρνητικά της θέσης. Από τη μόνιμη μοναξιά του τερματοφύλακα, που μέχρι κι εκείνη τη νύχτα τον ανάγκαζε να είναι ο μοναδικός που δε φορούσε το κομψοτέχνημα της Adidas. Μόλις 22. Ο επόμενος του Ζαμόρα (του κυρ-Αχιλλέα, της Ολυμπιακάρας), του τεράστιου Σάββα, του Λιονταριού, του Φάντομ, του Ελε, του Αντώνη. Πέντε έφηβοι των σπλάχνων τελειώσαν το παιχνίδι. Πέντε, όσα τ’ αδέλφια που τον ίδρυσαν σε μια γωνιά της -τότε- Ναυάρχου Μπήττυ με κόκκινο κρασί.

Από τις γειτονιές στη Δραπετσώνα, την Κοκκινιά, τα Ταμπούρια και το Πέραμα με τα ποτάμια εργατικού ιδρώτα, σα κύματα στα βράχια της πειραϊκής, ως τις Αυστραλίες και τις Αμερικές. Από την ταβέρνα του Μοίρα ως τα καφέ του Μικρολίμανου και πολύ παραπέρα. Ως τα μαγαζιά στα πέρατα του κόσμου που σήμερα συζητούν για τον Μεντιλίμπαρ, για τον Μπαρτζώκα και για όσους τιμούν τη ριγωτή της ζωής τους. Εκείνη που συμβολίζει τη ντομπροσύνη, το πάθος και τον μόχθο, εκείνη που πάνω της κουβαλά τόσες ρεμπέτικες πενιές και τόση αγνή αγάπη. 

100 χρόνια δεν είναι -να πούμε- αρκετά.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News