LONGFORM: Ο Μέσι και η Ρεάλ - όνειρο των 121 γκολ και των 100 βαθμών στη Liga

Το πρωτάθλημα του 2012 δεν έχει τη θέση που του αξίζει στη συλλογική μνήμη, κυρίως λόγω των χαμένων πέναλτι απέναντι στην… Μπάγερν Μονάχου.

Ο Ναπολέων Βοναπάρτης απείχε 168 εκατοστά από το έδαφος, βάσει, τουλάχιστον, αυτού που δίνει η Wikipedia. Ούτως ειπείν, η κοινή πεποίθηση πως ήταν κοντός ακροβατεί μεταξύ αλήθειας και μύθου. Κυρίως διότι η επανάληψη του βραχέως σώματος κάνει τον δέκτη να νομίζει ότι στην ομάδα μπάσκετ των νάνων θα έπαιζε οριακά σέντερ.

Ο Λιονέλ Μέσι μετριέται 1,69μ. Είναι κατά έναν πόντο ψηλότερος από τον Μεγάλο Ναπολέοντα και κατά τρεις από τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Τα χρόνια των δικών του πολέμων, η Μαδρίτη υπέφερε. Υπήρξε αιμοσταγής, αλλά όχι βίαιος, στρατηλάτης, λεηλάτης και μακελάρης χωρίς να το έχει στ’ αλήθεια σκοπό. Η εφόρμησή του υπήρξε ανάλογη ενός Αττίλα, αλλά με μια πλατωνική γεωμετρική ονείρωξη. Οι ισπανικοί πόλεμοι, κυρίως με τη Ρεάλ, ήταν αδυσώπητοι. Και τα καλύτερά του χρόνια, οι φίλοι της Μπαρτσελόνα ένιωσαν τέτοια ασφάλεια, που η αντίπαλός τους, στην ισπανική πρωτεύουσα, έμοιαζε σχεδόν εξαφανισμένη από το χάρτη.

Από το 2-6 του Μαΐου του 2009 στο 5-0 του Νοεμβρίου του 2010, από το 1-3 του Δεκεμβρίου του 2011 στο 3-4 του Μαρτίου του 2014, από το 0-4 του Νοεμβρίου του 2015 στο 2-3 του Απριλίου του 2017 και από το 0-3 του Δεκεμβρίου του 2017 στο 5-1 του Οκτωβρίου του 2018, η Μπαρτσελόνα φοβέρισε τη Ρεάλ όσο δεν είχε κάνει οποιοσδήποτε άλλος αντίπαλος στην ιστορία της.

Και δεν επρόκειτο, να πεις, για μια άνιση μάχη. Η Ρεάλ δεν πήγαινε σε έναν πυρηνικό πόλεμο με σφεντόνες, αλλά ήταν η Μπαρτσελόνα που κρατούσε τους κωδικούς στη βαλίτσα της. Η αίσθηση με τους «μπλαουγκράνα» να τίθενται απέναντι στους «μερένχες» ήταν εκείνη της καταιγίδας και ενός δυνατού βρόντου.

Παρ’ όλα αυτά, η Ρεάλ, σχεδόν ταυτοχρόνως με την Μπαρτσελόνα, έζησε μια από τις πλέον ένδοξες εποχές στην ιστορία της. Το μόνο που απέμενε, ήταν μία ιστορικής σημασίας υπόθεση.

Μια… γαλαζοαίματη ανηθικότητα

Η αναγκαστική επιλογή για την άκρη του πάγκου

Η Ρεάλ δεν απέκτησε σχεδόν ταυτοχρόνως τους Κριστιάνο Ρονάλντο και Ρικάρντο Κακά για να εναντιωθεί στην Μπαρτσελόνα. Ένα χρόνο αργότερα, όμως, ο Ζοσέ Μουρίνιο, προπονητής της Ίντερ που έκανε το τρεμπλ το 2010, προσελήφθη ακριβώς για αυτόν το λόγο. Η γαλαζοαίματη υπόσταση δέχθηκε ένα καίριο πλήγμα ήδη από τη στιγμή που υπέγραψε ο Πορτογάλος: η Ρεάλ είναι ένας σύλλογος που στην πραγματικότητα δεν ανήκει σε κανέναν, αλλά ο Μουρίνιο την έκανε δική του. Ο συγκεντρωτισμός και οι κάπως κλοουνίστικες αντιδράσεις ήταν ήδη γνωστές -και δεν υπήρχε περίπτωση στη Μαδρίτη να μην γνωρίζουν ότι δεν επρόκειτο να γλιτώσουν από αυτές.

Όμως, τον απέκτησαν. Θυμούνταν το αριστουργηματικό κοουτσάρισμα στον πρώτο ημιτελικό του Champions League, το 3-1 επί της Μπαρτσελόνα στο «Τζουζέπε Μεάτσα», και την παροιμιώδη αμυντική τακτική στο δεύτερο ματς, του «Καμπ Νου» όταν η Ίντερ δέχθηκε ένα ανελέητο σφυροκόπημα από την αρχή και κράτησε, αφού ηττήθηκε 1-0 με το γκολ του από την Τετάρτη κορυφαίου αμυντικού σκόρερ στην ιστορία του Champions League, του Ζεράρ Πικέ. Έφεραν στη μνήμη τους τον πανηγυρισμό του στο κέντρο του «Καμπ Νου» και την προσπάθεια του Βίκτορ Βαλντές να τον βγάλει εκτός αυτού. Έβλεπαν ένα σύμμαχο του Ρονάλντο, κάποιον με τον οποίο μιλούσε την ίδια γλώσσα, ακόμα και αν ψυχανεμίζονταν ότι αυτό το ντουέτο ήταν το φορτηγό με τη νιτρογλυκερίνη που οδηγούσε ο Υβ Μοντάν στο «Μεροκάματο του τρόμου».

Το πρωτάθλημα των ρεκόρ

Η πνευματική κορυφή του Ζοσέ Μουρίνιο

Όπως ήταν πρόδηλο στην περίπτωση του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, όταν πήγε από την Μπαρτσελόνα στη Λιμόζ, καταστροφικό σε κάνει μόνο η συνθήκη. Χρειάζεται άνθρωπος με συγκεκριμένο είδος ευφυΐας για να κατανοήσει πώς γίνεται η δουλειά: ο Μπόζα είχε 128 επιθετικά συστήματα για τους αδόκητους πρωταθλητές Ευρώπης στο Φάληρο, τον Απρίλιο του 1993, και η εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχολογίας, με τους διαιτητές στο στόχαστρο, ήταν εντυπωσιακή. Ο Μουρίνιο, από την άλλη, μπορεί να κρίνεται από ένα σύνολο ανθρώπων για την τριετία του με παρονομαστή ότι έκανε τη Ρεάλ αμυντική ομάδα, αλλά στην πραγματικότητα, το σύνολο της σεζόν 2011-12, δηλαδή της επόμενης περιόδου από εκείνο το άκρως εξευτελιστικό 5-0, ήταν από τα κορυφαία όλων των εποχών και εξέλιξε το ποδόσφαιρο στο ανοιχτό γήπεδο σε τέτοιο βαθμό, που είναι δόκιμο να ειπωθεί ότι ουδεμία ομάδα, πριν ή μετά, το έπαιξε καλύτερα από εκείνη.

Ο Μεσούτ Οζίλ και ο Άνχελ ντι Μαρία ήταν αληθινές οπτασίες στο ανοιχτό γήπεδο, δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις ώστε το πυρηνοκίνητο τέκνο του Φουντσάλ να σκοράρει 46 γκολ στη La Liga, σε 28 από τα 38 παιχνίδια που έπαιξε, ο Καρίμ Μπενζεμά είχε τη γνώριμη μορφή του πιο σταθερού φορ την τελευταία εικοσαετία, ο Ρικάρντο Κακά είχε μια τελευταία έκλαμψη πριν ξεκινήσει να πνέει τα λοίσθια, ο Γκονζάλο Ιγκουαίν ερχόταν από πίσω ως αναπληρωματικός, ο Σάμπι Αλόνσο ενορχήστρωνε τα πάντα από πίσω, δίπλα του ήταν ο Σάμι Κεντίρα, που έπαιζε σε βάθος, ο Μαρσέλο έβαζε τη σφραγίδα για να βρει το σπίτι του στη Μαδρίτη, ο Μουρίνιο λάνσαρε για πρώτη φορά τον Ραφαέλ Βαράν ως παρτενέρ του Σέρχιο Ράμος στην άμυνα και πίσω ήταν ο Ίκερ Κασίγιας, πριν τον «δώσει» στεγνά ο προπονητής του ως ρουφιάνο του Τύπου, τον Δεκέμβριο του 2012. Εννοείται ότι επρόκειτο για υπερομάδα που κοστολογούνταν με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, αλλά δεν θα ήταν η πρώτη τέτοια, ακόμα και στην ιστορία της Ρεάλ Μαδρίτης, που θα αποδεικνυόταν γελοιογραφία. 

Εκείνη τη σεζόν ήταν που ο Πορτογάλος τεχνικός, με τα συγκρουσιακά στοιχεία του και τον αυθορμητισμό (ακόμα και τον… επιτηδευμένο) σε πλήρη παράταξη, έφτασε στην πνευματική κορυφή του. Είναι να αναρωτιέται κάποιος αν φέρνει στο μυαλό του εκείνες τις στιγμές σε περιπτώσεις όπως του «Ασμίρα», που η Ρόμα του συντρίβεται 6-1 από την Μπόντο Γκλιμτ!

Θα πρέπει να του αποδοθεί, πάντως, ότι εκείνη τη χρονιά στη Liga, με τους 100 βαθμούς σε 38 παιχνίδια (δηλαδή σε σύνολο 114) και, κυρίως, τα 121 γκολ, ενσάρκωσε τα όνειρα της συμμετρίας του συγχωρεμένου Βαλερί Λομπανόφσκι και έδειξε ένα ποδόσφαιρο που δεν αφαιρούσε κάτι από την προετοιμασία της αντιμετώπισης του πυρηνικού όπλου της Καταλονίας, αλλά παρέμενε έξοχο, υπέρ το δέον θεαματικό. Η Ρεάλ νίκησε την Μπαρτσελόνα 2-1 στη Βαρκελώνη, αν και είχε ηττηθεί 3-1 στην έδρα της. Για πρώτη φορά, όμως, η ατμόσφαιρα «μύριζε» ισορροπία και όχι καθολική ανωτερότητα των «μπλαουγκράνα».

Όλες οι μεταβιβάσεις αποκτούσαν τη σημασία τους, ως κινήσεις που θα έφταναν σε ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα, μέσω του κόπου για να γίνουν αυταπόδεικτα η απόλυτη επιλογή, η μόνη σωστή κατάσταση που θα μπορούσε να υπάρξει, και ενείχαν ένα είδος φουτουρισμού και ακρίβειας, που, όμως, διατηρούσε ένα ρομαντισμό και μια καλλιτεχνία κατευθείαν από την Κλασική Εποχή.

 

Ένα ιστορικό «αν»

Το χαμένο ραντεβού με το Μόναχο

Ουδόλως τυχαίο είναι, άλλωστε, που τα ρεπορτάζ της εποχής έφερναν τον Ρονάλντο εξόχως δυσαρεστημένο με την αποχώρηση τόσο του Οζίλ όσο και του Ντι Μαρία. Η Ρεάλ εκείνης της περιόδου θα έμενε στη συλλογική μνήμη ως μία από τις κορυφαίες ομάδες όλων των εποχών. Της έλειψε ό,τι ο ίδιος σύλλογος, σε αρκούντως υποδεέστερες εκδόσεις εντός χορταριού είχε κάνει 9 φορές στην ιστορία του, ό,τι ήταν προορισμένος να κάνει. Δηλαδή, το τρόπαιο με τα μεγάλα αυτιά. 

Ο Μουρίνιο παρακολούθησε εκείνα τα πέναλτι με την Μπάγερν Μονάχου στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου», στο δεύτερο ημιτελικό του Champions League που έληξε με σκορ 2-1 υπέρ της Ρεάλ, σε θρησκευτικά ευλαβική στάση. Γονατισμένος, με τη δεξιά πατούσα του πάνω από την αριστερή και το αριστερό γόνατό του στη γραμμή του πλαγίου άουτ. Το έβλεπε σαν ταπεινός ποιμένας, σαν αμαρτωλός εξομολογούμενος, με μια αγωνία που θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος ότι στοιχεία της υπήρχαν στην Αποκάλυψη. Ένιωθε το εισιτήριο για το σταθμό του Μονάχου να χάνεται, τον τελικό να ξεμακραίνει. Όταν ο Ρονάλντο και ο Κακά έχασαν το πέναλτι, η αμυδρή ελπίδα έδειξε αξιοθρήνητες τάσεις φυγής, αλλά όταν ο Ράμος σούταρε εκείνο το πρώτο αξιομνημόνευτο meme στην ιστορία του ποδοσφαίρου και ο Μπάστιαν Σβαϊνστάιγκερ πήρε φόρα για το δικό του χτύπημα, ήξερε ότι όλα είχαν τελειώσει.

Αυτό το ιστορικό «αν», που καθόρισε, με το γκολ του Αντρές Ινιέστα στο «Στάμφορντ Μπριτζ» το 2009 τη συλλογική συνείδηση, ο Μουρίνιο πρέπει να το θυμάται ακόμη. Η Τσέλσι δεν θα γλίτωνε, αναμφίβολα, από τη Ρεάλ στο Μόναχο. Οι «μερένχες» σπάνιως χάνουν τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών, συχνά, δε, είναι εξαιρετικά πειστικοί. Μια παράσταση πολλά με λίγα στο παιχνίδι που η Ρεάλ δεν πήγε, αυτομάτως θα την καθιστούσε μία από τις κορυφαίες ομάδες όλων των εποχών.

Όπως συμβαίνει συνήθως, σε ένα είδος που προκαθορισμένα μυθοποιείται και καταδικάζεται από την κίνηση, εκείνη η υπέροχη ομάδα υπήρξε αγλαή για τα μάτια, αλλά αυτό το κενό δεν την φέρνει αυτομάτως στη μνήμη, όταν η κουβέντα στρέφεται σε απάτητες κορυφές.  

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News