ΝΤΙΕΓΚΟ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ: Μια ζωή πλάι του, ένας χρόνος μακριά του, μια αιωνιότητα μαζί του! (vids, pics)

Ο Γιάννης Καπαγερίδης καταγράφει τις εμπειρίες ζωής και το θαυμασμό του για τον αιρετικό καλλιτέχνη της μπάλας που το παγκόσμιο ποδόσφαιρο θρήνησε πριν από ένα χρόνο και θα εξακολουθεί να λατρεύει και να δακρύζει για αυτόν στου χρόνου τη διαδρομή

Ο μαγνητισμός που εξέπεμπε, εκπέμπει και θα εκπέμπει, όσο η μπάλα,  που εκείνος όπως ελάχιστοι, αλλά και ίσως,  με την καθ’ υπερβολή ετυμηγορία ουκ ολίγων, περισσότερο από κάθε άλλον, πριν, ταυτόχρονα και μετά, μάγευε, ήταν , είναι και θα είναι διαρκής.

Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα ήρθε – ή έπεσε όχι σαν διάττον αστέρας αλλά σαν τρομερός κομήτης –  από την πολύ μακρινή σε εμάς Αργεντινή στον πλανήτη ποδόσφαιρο πριν από πάνω – κάτω μισό αιώνα για να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό το ρου της ιστορίας του δημοφιλέστερου των σπορ παγκοσμίως. Και να  κατακτήσει ολόψυχα εκατομμύρια ανθρώπους σε κάθε γωνιά της υδρογείου.

Να γίνει ένα με την ποδοσφαιρική (και όχι μόνον σε ορισμένες περιπτώσεις) διάσταση του είναι μας. Ομολογώ (με αρκετή δόση υπερηφάνειας) ότι είμαι ανάμεσα σε εκείνους που ανήκουν στην εν λόγω κατηγορία. Και μου δίνεται η ευκαιρία μέσα από το υπέροχο τούτο αφιέρωμα του Sportday.gr να  μιλήσω για τον δικό μου Μαραντόνα. Τον «Ντιεγκίτο» όπως αρέσκομαι να τον αποκαλώ,  αν και είδε το φως της ζωής επτά μήνες πριν από εμένα. Λεπτομέρεια που η καρδιά παραβλέπει. Εξωστρακίζει. Βλέπετε τον αλησμόνητο Αργεντίνο μάγο της «στρογγυλής θεάς», όπως συμβαίνει συχνά με τους φορείς μεγαλείου, είτε τον λατρεύεις, είτε τον αρνείσαι απόλυτα. Και όπως και να το δει κανείς έδωσε αφορμές και για τα δύο.

Μια 41χρονη «σχέση»

Ας ξετυλίξουμε όμως το κουβάρι αυτής της 41χρονης (σε κάτι παραπάνω από ένα μήνα) «προσωπικής» σχέσης. Πέραν της γνώσης ότι έχει κεφαλαιώδη σημασία ως συνολική εμπειρία για μένα, εκτιμώ ότι, έχει κάποιο αναγνωστικό ενδιαφέρον.

Ξεκινά στη μακρινή Δυτική Γερμανία (τότε) όπου την περίοδο των Εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους στο πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό, της ταπεινότητας του υπογράφοντος το παρόν, είχα πάει να επισκεφθώ τα ξαδέρφια και τους θείους που ήταν μετανάστες εκεί. Σε μια μικρή πόλη στην καρδιά της χώρας, ονόματι Βερτόλ. Πέραν της ευκαιρίας των επαφών με αγαπημένα πρόσωπα, γνωριμία με μια ξένη χώρα, εντελώς διαφορετική από τη δική μας, και φυσικά την τακτική «επιδρομή» στα δισκοπωλεία, για την ανεύρεση διαμαντιών της λατρεμένης τέχνης που δύσκολα (ή και διόλου) μπορούσε κανείς να εντοπίσει στα πάτρια εδάφη, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω και τη νεόκοπη τότε διεθνή διοργάνωση του Mundialito (το μικρό Παγκόσμιο Κύπελλο). Το World ChampionsGold Cup (Copa de Oro de Campeones Mundiales)  που ξεκίνησε στις 30 Δεκεμβρίου 1980 στην Ουρουγουάη με την FIFA να γιορτάζει μέσω αυτού την 50η επέτειο  του Παγκόσμιου Κυπέλλου που είχε διεξαχθεί στην ίδια χώρα της Νοτίου Αμερικής το 1930. Όλα τα ματς φιλοξενήθηκαν στο περίφημο «Σεντενάριο» του Μοντεβίδεο από την ημέρα εκείνη ως τις 10 Ιανουαρίου της επόμενης χρονιάς.  Με την παρουσία όλων των εθνικών ομάδων που είχαν κατακτήσει το ποδοσφαιρικό «άγιο δισκοπότηρο». Ουρουγουάη, Ιταλία, Βραζιλία, Δυτική Γερμανία , Αργεντινή  καθώς και η δις ηττημένη (άδικα για ουκ ολίγους) σε τελικό Ολλανδία (για να δημιουργηθούν δύο όμιλοι των τριών). Και  ήταν οι πρώτες πρωϊνές ώρες της Πρωτοχρονιάς του 1981 που με βρήκαν άγρυπνο (η μεγάλη διαφορά της ώρας ανάμεσα στην Ευρώπη και τη μακρινή ήπειρο ήταν ο αυτουργός και το ποδοσφαιρικό πάθος ο εκτελεστής) να παρακολουθώ το ματς της Αργεντινής με την εθνική ομάδα της χώρας στην οποία είχα ταξιδέψει. Την τότε πρωταθλήτρια της «Γηραιάς Ηπείρου» (είχε κατακτήσει τον ευρωπαϊκό τίτλο έξι μήνες νωρίτερα στα γήπεδα της Ιταλίας) ομάδα του Γιούπ Ντέρβαλ με αστέρια τους Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε , Φέλιξ Μάγκατ, Χάνς Πέταρ Μπρίγκελ, Μάνφρεντ Καλτζ, Ράινερ Μπόνοφ, Χάνσι Μίλερ, Κλάους Άλοφς, Χορστ Χρούμπες κ.α.

Αντίπαλος της η κάτοχος του παγκόσμιου τίτλου Αργεντινή  του Λουίς Μενότι και των  σπουδαίων Μάριο Κέμπες, Οσβάλντο Αρντίλες, Ντανιέλ Πασαρέλα, Αλμπέρτο Ταραντίνι,  Ουμπάλντο Φιλιόλ που κάτι παραπάνω από δύο χρόνια πριν είχαν στεφθεί για πρώτη φορά πρωταθλητές κόσμου  (προς απογοήτευση –και όχι μόνον- εμού και των φίλων της Βραζιλίας και της Ολλανδίας).

Εκείνη η ομάδα είχε δύο νέα ονόματα. Τον σέντερ φορ Ραμόν Ντίαζ που ακόμα ήταν αναπληρωματικός και τον 20χρονο μεσοεπιθετικό Ντιέγκο Μαραντόνα ο  οποίος είχε ήδη ξεκινήσει λίγα χρόνια πριν να γίνεται γνωστός διεθνώς για τις εξαιρετικές του δεξιότητες (ή … αριστερότητες αν θέσουμε ως πρόταγμα το μαγικό του αριστερό πόδι). Τον… ακρίκρισα τότε για πρώτη φορά και μπορεί κανείς να πει ότι ήταν  έρωτας με την πρώτη ματιά.

 

Έρωτας με την πρώτη ματιά

Όταν τέλειωσε το τουρνουά στα εμού ποδοσφαιρικά μάτια είχε φωλιάσει η μαγεία αυτού του κοντούλη πάνω–κάτω συνομήλικου μου, αλλά και του πανύψηλου άρχοντα από τη Βραζιλία Σωκράτες, που απόντος του λατρεμένου μου Ζίκο ήταν ο μαέστρος της «σελεσάο». Ξανάδα τον Μαραντόνα τόσο στο 1-1 κόντρα στην εμού πολυαγαπημένη ομάδα. Ματς στο οποίο πέτυχε το μοναδικό του τέρμα σε εκείνο το τουρνουά που η «αλμπισελέστε» αποχαιρέτησε πρόωρα γιατί ναι μεν στην πρεμιέρα επικράτησε 2-1 (με το αυτογκόλ του Καλτζ στο 84’ και το γκολ του Ντίαζ τέσσερα λεπτά μετά) στο φινάλε των Γερμανών (είχαν  προηγηθεί με τον Χρουμπες στο πρώτο μέρος ) αλλά η Βραζιλία πέρασε στον τελικό γιατί  σάρωσε λίγα 24ωρα μετά 4-1 την ίδια αντίπαλο στο τελευταίο παιχνίδι του 2ου ομίλου.

Έκτοτε επικοινωνούσα με το φαινόμενο Μαραντόνα μέσω δημοσιευμάτων των εφημερίδων και των τηλεοπτικών αποσπασμάτων που μας έδιναν μια γεύση της … αγωνιστικής υπεραξίας του σε μια εποχή που η μικρή οθόνη δεν είχε την απόλυτη μεταφορά της αθλητικής πληροφορίας την οποία απέκτησε (μοσχοπληρώνοντας ομολογουμένως) τις τελευταίες δύο και πλέον δεκαετίες.

 

 Το 1982 στο Παγκόσμιο της Ισπανίας οι  συμπατριώτες του και οι όλο και αυξανόμενοι θαυμαστές του προσδοκούσαν πολλά από αυτόν και την εθνική Αργεντινής. Όμως ατύχησαν αμφότεροι. Έπεσαν πάνω στην, απολαυστικότερη κατ’ εμέ,  εθνική ομάδα όλων των εποχών σε τελικά της κορυφαίας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης, Βραζιλία(κόντρα στην οποία αποβλήθηκε προς… εμου ευχαρίστηση) και την μετέπειτα θριαμβεύτρια Ιταλία. Και αποχαιρέτησαν στη 2η φάση το Μουντιάλ της χώρας της Ιβηρικής Χερσονήσου δίχως να ανταποκριθούν  στις προσδοκίες και δικαιώσουν την αναμφισβήτητη τους ποιότητα.

 

 

Την οποία τέσσερα χρόνια αναμφίβολα δεν είχε η ομάδα της χώρας του τανγκό στα γήπεδα του Μεξικό. Αλλά εκεί ο Μαραντόνα  μεγαλούργησε σε ένα άνευ προηγουμένου και επομένου σχεδόν one man show. Κι  έκανε τους πάντες να υποκλιθούν απόλυτα στο μεγαλείο του. Εμού συμπεριλαμβανομένου ασφαλώς που είδα εκείνη την έκδοση του κορυφαίου ποδοσφαιρικού ραντεβού λίγους μήνες πριν πάρω το απολυτήριο  του στρατού.

 

Μερικούς μήνες  αργότερα ξεκίνησε η επαγγελματική ενασχόληση μου με τη δημοσιογραφία με την ειδικότητα του  διεθνατζή (συνειδητή και ευτυχής επιλογή ομολογουμένως συν τα σύντομα  ή παράλληλα περάσματα από το ρεπορτάζ του … μπάσκετ). Και έκτοτε άρχισε μια άλλου είδους σχέση με τον κορυφαίο Αργεντίνο (και όχι μόνον για πάμπολλους ειδικούς και μη) ποδοσφαιριστή. Τα χρόνια περνούσαν και ο  μεγαλουργών επί χρόνια και ταλανιζόμενος  στη συνέχεια από αμαρτίες και πράξεις αμφισβητούμενης –επιεικώς– διάστασης Μαραντόνα, ήταν κομμάτι και μάλιστα κεντρικό της ειδησεογραφίας που διαχειριζόμουν στα διάφορα μετερίζια που είχα.

Επικές μάλιστα ήταν στο πρώτο μισό οι διαφωνίες με τον τότε διευθυντή του σπουδαίου αθλητικού τμήματος της «Απογευματινής» μέγιστου συναδέλφου Φαίδωνα Κωνσταντουδάκη για την εμμονή μου με τον Μαραντόνα.

Περίμενα πως και πως κάθε απόγευμα, έξι ημέρες την εβδομάδα (το σαββατιάτικο ρεπό ήταν μοναδική εξαίρεση) αφενός την Gazzetta dello  Sport από την μαγεμένη από εκείνο Ιταλία αλλά  και την περίφημη γαλλική  L’ equipe για να πληροφορηθώ για κάτι ενδιαφέρον αναφορικά με τον κορυφαίο των κορυφαίων του λατρεμένου μου σπορ. «Καλά άλλες ειδήσεις δεν έχει εκτός από τον Μαραντόνα» ήταν η δικαιολογημένη, σ’ ένα βαθμό, ένσταση του, και καταγγελία για οξεία.. μαραντονίαση.

 

Όμως ποδόσφαιρο και Μαραντόνα ήταν έννοιες σε μεγάλο βαθμό ταυτόσημες στο αξιακό μου σύστημα αναφορικά με το σπορ που λατρεύω από παιδί. Και η παρουσία του στην ύλη της σελίδας  της οποίας είχα την επιμέλεια ήταν επιβεβλημένη. Ομολογώ την εμού αμαρτία. Και ούτε αισθάνθηκα τότε ή ακόμα και σήμερα σοφότερος (;) έχω κάποιο προβληματισμό για το γεγονός ότι διεκδικούσα με μεγάλες αξιώσεις (αν δεν μου δόθηκε δίχως σοβαρή αμφισβήτηση) ο τίτλος του πολυγραφότερου Έλληνα συντάκτη πολιτικής εφημερίδας σ’ ότι έχει να κάνει με εκείνον. Ανάλογες, αν και ομολογουμένως λιγότερο τακτικές στην ημερήσια διάταξη, ήταν άλλωστε και οι ενασχολήσεις με το φαινόμενο Μαραντόνα και στη συνέχεια σαν μεταπήδησα σε τηλεοπτικά «μαγαζιά». Άλλωστε κατ’ εμέ στο top 2 της διαδρομής στα εν λόγω ηλεκτρονικά μέσα ήταν το περίπου  6λεπτο μουσικό αφιέρωμα (υπό τους ήχους του τεράστιου Astor Piazzola) το οποίο δημιούργησα έπειτα από επί μακρόν επίμονη έρευνα οπτικού υλικού, ταλανίζοντας παράλληλα επί… εβδομάδες τους καλούς μου φίλους μοντέρ του Alpha.

 

Θεός και δαίμονας αντάμα, αθάνατος για πάντα

Ο Μαραντόνα ήταν με τα καλά του και τα άσχημα του «παρών» σε μεγάλο κομμάτι της επαγγελματικής ενασχόλησης δεκαετιών και μπορώ να πως με ειλικρίνεια ένα από τα θετικά, που είχε η τα τελευταία χρόνια αναγκαστική μου απαγκίστρωση από την, με την συντριπτικά μεγαλύτερη διάρκεια,  εντρυφή στο πεδίο των διεθνών αθλητικών ειδήσεων, ήταν ότι δεν χρειάστηκε να γράψω για το θάνατο του. Το ίδιο το γεγονός με γέμισε πίκρα, δύσκολα περιγράψιμη.  Όμως αποφεύγοντας  για καλή τύχη (τέλος πάντων) το οδυνηρό της θανάσιμης είδησης βρίσκω έναν επιπλέον λόγο για να τον αισθάνομαι ζωντανό. Ούτως ή άλλως είναι από εκείνες της μορφές, με τους φανατικούς λάτρεις και σχεδόν απόλυτους αρνητές, που δεν πεθαίνουν. Ούτε ο θάνατος του σώματος τους είναι σε θέση να σβήσει την αιώνια ζωή της αύρας τους. Και εκεί βαθιά μέσα μου (και σίγουρα δεν είμαι ο μόνος) ο Ντιεγκίτο είναι ζωντανός. Και θα είναι όσο ο χρόνος θα κυλά.

 

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News