Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ - ΦΙΝΤΕΛ ΚΑΣΤΡΟ: Η πρώτη και... τελευταία εξομολόγηση του Ντιέγκο!

Η φιλία με τον Κάστρο ήταν για τον Μαραντόνα η πρώτη και τελευταία εξομολόγηση που έκανε ποτέ. Θα ήθελε πολύ να κλείσει τα μάτια του με το «Hasta la victoria siempre» να τον συνοδεύει στο τελευταίο πετάρισμα.

Σε διεθνή διάσκεψη του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, στην οποία ο Φιντέλ Κάστρο παρευρέθηκε, ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε αν φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο. Θα έπρεπε, εξάλλου, μετά τις αμέτρητες (συνολικά 637) απόπειρες δολοφονίας εις βάρος του. «Τι γιλέκο;» του αντιγύρισε. Ο δημοσιογράφος επέμεινε: «Όλοι λένε ότι φοράτε αλεξίσφαιρο γιλέκο». Ο ηγέτης της Κούβας, γελώντας, σχεδόν έσκισε το πουκάμισό του και έδειξε το γυμνό στέρνο του. «Έχω ηθική πανοπλία», απάντησε.

Ήταν 12 Οκτωβρίου 1979 και ο Κάστρο βρισκόταν ήδη 20 χρόνια, 10 μήνες και 12 μέρες, ουσιαστικά, τοποθετημένος στον πιο υψηλό θρόνο της Κούβας. Από τη 1 Ιανουαρίου του 1959, δηλαδή, όταν με το θρυλικό «Γράνμα», το σκάφος στο οποίο επέβαιναν 82 επαναστάτες, μαζί και ο Αργεντινός Ερνέστο Γκεβάρα, διέσχισαν τον ποταμό Τουξπάν του Μεξικού και ανέτρεψαν τη δικτατορία του Φουλχένθιο Μπατίστα, ο Φιντέλ ήταν ο πιο ισχυρός άντρας του νησιού της Καραϊβικής.

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα θα του φιλούσε τα χέρια πολύ αργότερα. Εκείνη τη μέρα, δηλαδή της διάσκεψης, συμπλήρωνε 35 μέρες ως παγκόσμιος πρωταθλητής Νέων, με το 3-1 επί της Σοβιετικής Ένωσης, και πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης που έγινε στην Ιαπωνία. Ο Μαραντόνα δεν είχε καν κλείσει τα 19 του, ήταν το φωτεινό αστέρι των Αρχεντίνος Τζούνιορς και ο πλέον φέρελπις έφηβος ποδοφαιριστής σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα, όμως, δεν υπήρχε από χρόνια. Εξολοθρεύτηκε στη Βολιβία, κυνηγώντας το άπιαστο όνειρο του Σιμόν Μπολιβάρ, με μία γραμμή, δηλαδή, να διαχωρίσει τις ΗΠΑ από τη Λατινική Αμερική και να τις αφήσει να «βουλιάξουν», αφού δεν θα μπορούσαν να προμηθεύονται, αντί πινακίου φακής, προϊόντα από το νότιο τμήμα της ηπείρου. Πιο γνωστός έμεινε ως «Τσε», ένας ισπανικός ιδιωματισμός που θα γινόταν να μεταφραστεί ως «άκου», δηλαδή όταν μιλάς και ψάχνεις την προσοχή του συνομιλητή σου, επειδή έχεις κάτι σημαντικό να πεις.

 

Το μπέιζμπολ και το ποδόσφαιρο

Αν και η σύνδεση του Ντιέγκο με τον Φιντέλ υπήρξε κατά βάση προσωπική, ο Κάστρο είχε ήδη γίνει ένα… ποδοσφαιρικό πρόσωπο, κυρίως λογοτεχνικά. Δεν πρόκειται μόνο για το εκπληκτικό κείμενο στο βιβλίο «Καθρέφτες», που ο Ουρουγουανός Εδουάρδο Γκαλεάνο γράφει για τον ηγέτη της Κούβας, αλλά κυρίως για τις δηκτικές μομφές που αφήνει να εκτοξεύονται σαν τόξο οξυβελές στο «Ποδόσφαιρο στη Σκιά και το Φως». Εκεί, με τις μικρές παύσεις για να μιλήσει για ένα γκολ, μία απόκρουση, ιαχές και άλλες καταστάσεις που σαστίζουν με το μύχο τους, ουσιαστικά κάνει μια ιστορική αναδρομή. Και σε κάθε τέλος κεφαλαίου των ετών που αφορούν το Παγκόσμιο Κύπελλο, αρχής γενομένης ελκείο 1962 και έπειτα, ο Γκαλεάνο αφήνει την εξής σημείωση: «Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι υπογραμμίζουν ότι είναι ζήτημα ωρών να συλλάβουν τον Φιντέλ Κάστρο».

Ο ηγέτης της Κούβας, ένα παιδί που κυήθηκε από τα ζαχαροκάλαμα και τις κιθάρες των εργατών, υπήρξε θαυμαστής του μπέιζμπολ και του μπάσκετ, τα οποία καθ’ εκάστη εξασκούσε, αλλά όχι του ποδοσφαίρου. Η αγάπη του για τον Ντιέγκο Μαραντόνα, λοιπόν, τον οποίο γνώρισε μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 -ενδεχομένως για να του υπενθυμίσει ότι, αν και Θεός του ποδοσφαίρου, η επανάσταση ήταν γεμάτη από Διόνυσους και κατσικοπόδαρους, νύμφες και συνιστώσες που αφορούν την ανθρώπινη υπόσταση καθ’ ολοκληρίαν και όχι μόνο μερικώς- δεν αφορούσε κατά κύριο λόγο την μπάλα, αν και ποιος δεν θα μαγευόταν με το αριστερό πόδι του και τον τρόπο που έκανε ακόμα και μια απλή πάσα. Ποιος δεν θα συγχωρούσε τα απροσμέτρητα συμπλέγματα αν παρατηρούσε πώς, από το τίποτα που συνέβαινε, ένα πέταγμα της μπάλας μπροστά σηματοδοτούσε τη δημιουργία -θα μπορούσε να πρόκειται για εφεύρεση ή ανακάλυψη- του κάτι.

Υπήρχε ένα ψυχολογικό γαϊτανάκι που υποκινούσε τις σχέσεις των δύο ανδρών. Ο Μαραντόνα δεν ξέχασε ποτέ το δέος που ένιωσε από τα λόγια του Φιντέλ. Όταν ο Αργεντινός έβριζε τον Μπιλ Κλίντον όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν, ο Κάστρο τον προειδοποίησε να έχει φειδώ στους μύδρους του, αφού «ο επόμενος που θα έρθει (στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ) μπορεί να είναι πολύ χειρότερος». Ο Μαραντόνα επικαλούνταν αυτήν την κουβέντα ως παράδειγμα απόλυτης σοφίας.

Όταν κάλεσε τον άλτη του μήκους, Χαβιέρ Σοτομαγιόρ, στο τηλέφωνο, όπως είπε ο Κουβανός σε συνέντευξη που έδωσε στη δημοσιογράφο Μαρία Καούκη, λίγες ώρες μετά το θάνατό του, λέγοντάς του, σχεδόν καταρρέοντας, ότι «ο Κάστρο ήταν ο δεύτερος πατέρας μου». Αυτό το αριθμητικό δείχνει τη μοναδικότητα: ο Μαραντόνα τον επέλεξε ως πατρική φιγούρα, κάτι που σημαίνει ότι ο περιβόητος και αναπόφευκτος αντρικός ανταγωνισμός δεν υπήρχε στη δική τους σχέση -και η επέκτασή του ήταν ο Ούγκο Τσάβες, ο θρυλικός ηγέτης της ακόμη ανυπότακτης Βενεζουέλας, που ο «Πελούσα» λάτρευε. Εμφορούμενος από το παράδειγμα και το διαμέτρημα του νεφεληγερέτη της Αβάνας, έχτισε το προφίλ του επαναστάτη και άρχισε να καταφέρεται στο κατεστημένο, αν και εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσών. Ως τότε, το αντάρτικο σύμφυτο αφορούσε στο δικό του εγωτισμό, ο οποίος υπήρξε παροιμιώδης και ενδεχομένως ανεπανάληπτος, αφού ήταν ιδιαζόντω ς θορυβώδης.

 

Βασιλιά της καρδιάς μου

Στη διάρκεια της μακριάς, για τις καταχρήσεις, ζωής του, ο Μαραντόνα είχε πει πολλές υπερβολές. Αυτό ήταν απαραίτητο στοιχείο για τη μυθολογική αύρα που τον περιβάλλει και εσαεί θα το κάνει. Μία εξ αυτών πρέπει να υποτεθεί ότι είναι η δήλωση που είχε κάνει, ότι «η Κούβα άνοιξε τις πόρτες της όταν η Αργεντινή τις είχε κλείσει για μένα». Πιθανότατα, αναφέρεται στο 2000, όταν ο Κάστρο έδωσε εντολή να τον κουράρουν, για να αποτοξινωθεί, στην κλινική «La Perdera», η οποία υπήρξε για τον «Πελούσα» ένας από τους σταθμούς για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τα ναρκωτικά. Η αλήθεια είναι ότι δεν θα μπορούσες να φανταστείς την Αργεντινή να κλείνει οποιαδήποτε πόρτα για τον Ντιέγκο, αν και, πρέπει να διευκρινιστεί, το τέλος με τις κατηγορίες για ελλιπή παρακολούθηση και τους ενόχους για το θάνατό του πρέπει να αποτελεί ένα είδος δικαίωσης.

Ο Κάστρο ήξερε ότι η ιατρική στην Κούβα ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο, είχε φροντίσει ο ίδιος, για πολλές δεκαετίες, για την πρόοδο των επιστημών στο νησί της Καραϊβικής. Στους «Καθρέφτες», ο Γκαλεάνο γράφει πως «είχε φτιάξει τη λιγότερο άδικη κοινωνία της Λατινικής Αμερικής». Ο Μαραντόνα χτύπησε το πρόσωπό του στη γάμπα του και η Αφροδίτη Μάνου θα μπορούσε να τραγουδά το «Βασιλιά της καρδιάς μου, κι απ’ το τατουάζ μου εσύ με πονάς και με καις πιο πολύ». Ο «Ντίεζ» θα του μιλούσε για το ποδόσφαιρο, τον Ζοάο Χαβελάνζε (ένα όνομα που όποτε γράφεται είναι σαν να τον ακούς να το λέει) και τη συνωμοσία εις βάρος του στις ΗΠΑ -έπρεπε να είναι οι ΗΠΑ του ιμπεριαλισμού- το 1994 και ο Φιντέλ θα επαναλάμβανε ιστορίες από την επανάσταση, που θα επενεργούσαν στην ψυχή του ακροατή του σαν να τις λάμβανε για πρώτη φορά, αφού θα έβγαζε ένα ολότελα διαφορετικό συμπέρασμα.

Μια πιο λογοτεχνική πραγματικότητα, όμως, είναι ότι οι συναντήσεις τους είχαν μια πιο σαφή… ποιητική στόχευση, αν επιτρέπεται το οξύμωρο.

 

Ο Άγιος Ερνέστο

Η αλήθεια είναι ότι το… καλό τατουάζ, στο δεξιό μπράτσο, του Ερνέστο Γκεβάρα, ο Μαραντόνα το είχε σαν φυλαχτό. Σε μία φωτογραφία, απαθανατίζεται να το δείχνει στον Φιντέλ. Οι ατέρμονες συζητήσεις τους πρέπει να είχαν και ως θεματολογία τον Άγιο Ερνέστο. Ο Μαραντόνα γεννήθηκε το 1960 και δεν είχε ιδέα ότι η United Fruits (δηλαδή η Chiquita, αν ο αναγνώστης ενδιαφέρεται για το ποιες μπανάνες δεν θα τον περίκλειαν στο καθεστώς της «μπανανίας») χρεοκόπησε την Βολιβία, οπότε υπήρξε ηθικός αυτουργός για το κυνηγητό που εξαπέλυσαν οι Αμερικανοί ώστε να φέρουν τον Αργεντινό γιατρό βολικά. Μεγαλώνοντας, όπως χιλιάδες άνθρωποι, σάστισε με την ιστορία του Γκεβάρα και, φυσικά, οι συναντήσεις με τον Φιντέλ ήταν η πηγή. Από το ορμήνεμα του σοφού ηγέτη να μη φύγει για τη Λατινική Αμερική, μόνον πέντε χρόνια μετά την Κρίση των Χοίρων, έως τις στιγμές που επακολούθησαν του θανάτου του, ο Γκεβάρα, αθάνατος ων, πρέπει να δημιουργείται η βεβαιότητα ότι απασχόλησε κατά το δοκούν τους δύο άντρες -και όχι μόνον ως γεγονός, αλλά και ως ύπαρξη.

Διότι οι δυο τους βρίσκονταν εκεί, ακόμη ζωντανοί, επιβιώσαντες από πολλαπλές ενδότερες και εξωτερικές επιθέσεις, αλλά έκπτωτοι άγγελοι από τον ψόγο των πράξεων που έκαναν εις βάρος και των πειρασμών που ενέδωσαν. Ο «Τσε», κατά το μαοϊκό «αν θέλεις, μπορείς», κυνήγησε ένα όνειρο που αποδείχθηκε άπιαστο και η μόνη αμαρτία του ήταν ότι ενέδωσε στον ονειροκόσμο του. Κι αν για τον Φιντέλ η ζωή που έζησε άξιζε τον κόπο, με μια Κούβα ελεύθερη κι ωραία, μακριά από μία αυτοκρατορία από την οποία «δεν θέλουμε τίποτα», όπως έγραψε στον αδελφό του, Ραούλ, αφού παρακολούθησε με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, το παιχνίδι της εθνικής Κούβας με τους Tampa Bay Rays σε ό,τι είναι ένα από τα στολίδια της Αβάνας, το στάδιο «Latinoamericano», ο Ντιέγκο πρέπει να είχε ένα μικρό προβληματισμό παραπάνω: η ζωή του υπήρξε θυελλώδης, μπήκε σε ό,τι ήταν το μικροσκόπιο τα χρόνια του κολοφώνα της δόξας του, αλλά δεν ήταν απολύτως διάφανη και οι ηρωισμοί, όσο μεγαλειώδεις κι αν υπήρξαν, του άφησαν την αίσθηση ότι έγιναν εκ του ασφαλούς.

Κι αν αυτήν την εποχή οι αναφορές στη μοίρα γίνονται όλο και λιγότερες, το γεγονός ότι και οι δυο τους πέθαναν την ίδια ημερομηνία θα πρέπει να μη λογίζεται μόνο σύμπτωση. Εν πάση περιπτώσει, οι ρομαντικοί ξέρουν ότι δεν λογίζεται.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News