Ο Λούκα Μόντριτς ζάλισε κόσμο στο Euro

Το γκολ του Κροάτη μέσου στο Euro ήταν μοναδικής ομορφιάς και σημειώθηκε σε ειδικές συνθήκες,

Το γκολ του Λούκα Μόντριτς με τη Σκωτία, η οποία είχε να σκοράρει σε μεγάλη διοργάνωση 23 χρόνια και 6 μέρες, από τότε, δηλαδή, που ο Κρεγκ Μπέρλι ισοφάρισε τη Νορβηγία, η οποία είχε προηγηθεί με τον Χάβαρντ Φλο, για τη 2η αγωνιστική του Α’ ομίλου στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, ήταν περισσότερο από όλα μια νέα ευκαιρία για να εκτιμηθεί η αξία του Κροάτη μέσου. Εκπίπτει αν είναι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που έχει φορέσει ποτέ τη φανέλα της χώρας, αν και αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο.

Το σουτ του μέσου της Ρεάλ Μαδρίτης, ο οποίος πήγε στο Euro έχοντας ανανεώσει για ένα χρόνο με τους «μερένχες», ήταν θεσπέσιο μέσα στην απλότητά του: το εξωτερικό φάλτσο που έβαλε στην μπάλα ήταν το αποτέλεσμα της διορατικότητάς του, αφού είχε ήδη δει το κομμάτι του τέρματος που, αν την έστελνε, θα ήταν αδύνατον να αντιδράσουν οι αμυντικοί και ο τερματοφύλακας. Ο Μόντριτς είναι αυτός ο μέσος, ψάχνει χώρους και κάνει τις πιο δύσκολες μεταβιβάσεις να μοιάζουν απλές, επειδή ήδη τις έχει σκεφτεί.

Ένας σχετικά μικρότερος δείκτης δυσκολίας

Μεγαλύτερη είναι η ευκολία όταν το σουτ γίνεται εν κινήσει

Όταν η Κροατία μπήκε μπροστά στο σκορ με αυτό το γκολ, η διάδραση ήταν αναπόφευκτη: Κάπου γράφτηκε «ο Κουαρέσμα πανηγύρισε το γκολ του Μόντριτς». Τα αφιερώματα για έναν ποδοσφαιριστή που θα έχει να το λέει ότι παρεισέφρησε ανάμεσα σε Λιονέλ Μέσι και Κριστιάνο Ρονάλντο για να κατακτήσει «Χρυσή Μπάλα» και, μέχρι τουλάχιστον η «Χρβάτσκα» να κατακτήσει κάποιον τίτλο, πως οδήγησε την εθνική ομάδα της χώρας του στο καλύτερο πλασάρισμα της Ιστορίας της, τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2018, επρόκειτο να ακολουθήσουν.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι αυτό το γκολ ήταν ευκολότερο από άλλα της κατηγορίας του. Θα μπορούσε να είναι πάσα, μία από αυτές που ο Μόντριτς έχει κάνει εκατοντάδες φορές στην καριέρα του, για να ολοκληρώσει ένα συνδυασμό ή να βρει έναν ακραίο προκειμένου να δημιουργήσει την επιζητούμενη, στους σύγχρονους καιρούς, υπεραριθμία. Δεν χρειάζεται να είσαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής για να γνωρίζεις ότι, όταν έρθει η μπάλα από συμπαίκτη και την χτυπήσεις κατευθείαν έχεις περισσότερες πιθανότητες να «πιάσεις» το ιδανικό σουτ, σε σχέση με το χτύπημα που προκύπτει από το δικό σου κοντρόλ.

 

Παραδείγματος χάρη, αυτό είναι το γκολ του Ρικάρντο Κουαρέσμα στο παιχνίδι της Πορτογαλίας με το Ιράν. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να χτυπήσει την μπάλα κατευθείαν. Όμως, είτε επρόκειτο για την πάσα, που δεν του άρεσε, είτε για κάποιον προσωπικό, διεστραμμένο, λόγο, ο Πορτογάλος προτίμησε να φέρει την μπάλα από το αριστερό στο δεξί, για να πιάσει το σουτ. Αυτό σημαίνει πολύ μικρότερη απόσταση της μπάλας στη μεταβίβαση, αλλαγή της κίνησης του σώματος και μικρότερη φόρα. Γι’ αυτό όλα τα γκολ που σημειώνει με τον ίδιο τρόπο, αυτός ο αρτίστας, που πιθανότατα δεν ήθελε να βασανιστεί για να φτάσει στο καζαντζάκειο «εκεί που δεν μπορείς», είναι καταπληκτικά. Συν τοις άλλοις, είναι και δύσκολα σε ό,τι αφορά τους φυσικούς νόμους.

Οι μαιτρ από τη Λατινική Αμερική

Η διαφορά του φάλτσου από το σουτ του τρίτου δαχτύλου

Η ομορφιά του εξωτερικού φάλτσου, εν γένει, δεν γίνεται, πάντως, να παρακαμφθεί. Το κορυφαίο γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018 ήταν ένα τέτοιο σουτ, με στοιχεία από σκροπ: Ο Μπενζαμέν Παβάρ ισοφάρισε 2-2 την Αργεντινή πριν βγει το ημίχρονο στη ραψωδία της 30ής Ιουνίου στην Αγία Πετρούπολη, για τη φάση των «16», και οι «τρικολόρ» περιμάζεψαν μια κατάσταση η οποία φαινόταν… στραβή, για να νικήσουν και να ανοίξουν, ως είθισται, το ταγάρι για συζητήσεις επί συζητήσεων, που αφορούσαν στο αν ο Λιονέλ Μέσι έπαιξε το τελευταίο παιχνίδι του με την «αλμπισελέστε».

Στην κορυφή, βεβαίως, της αλπικής οροσειράς με τα χτυπήματα με το εξωτερικό του ποδιού, βρίσκονται οι Βραζιλιάνοι. Οι πλέον φιλότεχνοι μπορούν να αναγνωρίσουν στοιχεία από καλλιτεχνικά ρεύματα, ειδικά στην ομάδα που αποκλήθηκε «βασίλισσα χωρίς στέμμα» και λογίζεται ως εκείνη που έκλεισε την «μπελ επόκ» του ποδοσφαίρου: το αραβούργημα του 1982 είχε Έντερ και Ζίκο, οι οποίοι ήταν οι πυλώνες τουλάχιστον μισής ντουζίνας παικτών που μπορούσαν να στείλουν την μπάλα όπου ήθελαν.

Λόγω, ενδεχομένως, του ταμπεραμέντου, στα σουτ τους υπάρχει μια μικρή διαφοροποίηση. Το φάλτσο δεν γίνεται τόσο προφανές όσο η μετατόπιση της μπάλας. Το περιβόητο φάουλ του Ρομπέρτο Κάρλος με τη Γαλλία, στο πρώτο Κύπελλο Συνομοσπονδιών εθνικών ομάδων, το 1997 στο Παρίσι, είναι το πιο τρανό δείγμα. Η πορεία της μπάλας αλλάζει μονοκόμματα, δίχως να παίρνει τις φανερές στροφές. Αυτό ονομάζεται το σουτ του τρίτου δαχτύλου και, από μαρτυρίες, ο πρώτος διδάξας ήταν ο Γκαρίντσα, αν και πιθανώς προϋπήρχε τις έτερος, που είχε δοκιμάσει το χτύπημα όταν οι αποικιοκράτες πήγαν το ποδόσφαιρο σε εκείνα τα εδάφη.

Το… ελληνικό αίμα

Το γκολ του Λουτσιάνο στη Λεωφόρο

Το σουτ του τρίτου δαχτύλου δεν παρέμεινε βραζιλιάνικη υπόθεση για πολύ καιρό. Ο Αντρέα Πίρλο το δοκίμαζε πολύ συχνά στο τελευταίο μέρος της καριέρας του, ενώ και ο Κριστιάνο Ρονάλντο το είχε υιοθετήσει: παραμένει… βιβλικό ένα γκολ του με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, απέναντι στην Πόρτσμουθ, ενώ υπήρξαν περιπτώσεις που ακόμα και η συσσωρευμένη αστοχία του είχε γίνει θέμα, κυρίως τη δεύτερη χρονιά του στη Γιουβέντους. Η απορία ήταν για ποιο λόγο δεν άφηνε κάποιον άλλον να χτυπά τα φάουλ.

Ο ενδοξότερος εκπρόσωπος του είδους αυτού του σουτ, βεβαίως, είναι ο Ζουνίνιο Περναμπουκάνο. Με τον Όλι Καν να τρώει τα μούτρα του στο δοκάρι του Ολυμπιακού Σταδίου του Μονάχου, σε ένα Μπάγερν-Λυών 1-2 για τους ομίλους του Champions League, στις 5 Νοεμβρίου του 2003, τον Αντώνη Νικοπολίδη να κοιτάζει στο 3-0 της Βραζιλίας επί της Ελλάδας για το Παγκόσμιο Κύπελλο Συνομοσπονδιών το 2005, και δεκάδες άλλους τερματοφύλακες να κυνηγούν χίμαιρες, με όποια ροπή προς την κυριολεξία μπορεί να ενέχει αυτή η λογοτεχνική μεταφορά, ο Ζουνίνιο υπήρξε απίστευτος εκτελεστής φάουλ, αφού μπορούσε να δώσει ύψος στην μπάλα προκειμένου εκείνη να περνάει το τείχος, ενώ, κατόπιν, την έβλεπε να κατεβαίνει και να πέφτει σαν χειροβομβίδα στο τέρμα.

Στην Ελλάδα, που ο Κώστας Φραντζέσκος υπήρξε ταχυδακτυλουργός και «πατέρας της μπανάνας», όπως αποκαλούσαμε παιδιά το φαλτσαριστό χτύπημα, δεν έχουν καταγραφεί πολλά χτυπήματα με το σουτ του τρίτου δαχτύλου. Το πλέον περιώνυμο, βεβαίως, είναι το δεύτερο γκολ του Ολυμπιακού στη Λεωφόρο, στον επαναληπτικό προημιτελικό Κυπέλλου της 21ής Μαρτίου 2001, με θύτη τον Λουτσιάνο. Ήταν ένα θαύμα για όσους το παρατήρησαν, με την μπάλα να ανεβαίνει και ξαφνικά, λες και είχε επισυνάψει συμβόλαιο με τον Ντίσνεϊ, να οριζοντιώνεται και να τραντάζει το οριζόντιο δοκάρι του Νικοπολίδη (πάλι) στο ιστορικό 1-4.

Η βαρυτική ανταρσία του Νελίνιο

Όταν ο Ντίνο Τζοφ έκανε ό,τι ήταν δυνατό -και αυτό δεν στάθηκε αρκετό 

Ενώ η τέχνη διατίθεται σε πολλές μορφές και, όπως λένε εκείνοι που τους αρέσει να νιώθουν παιδιά ενός ανώτερου θεού, το κύριο συστατικό της είναι η ηρεμία. Το γκολ του Μόντριτς είναι τέχνη επειδή βλέπεις έναν εγκέφαλο να δουλεύει και δεν υπάρχει φυσική ικανότητα που προτάσσεται, παρά μόνο η ίδια η τεχνική του ποδοσφαιριστή, την οποία, παρά όποια τάση, έχει δουλέψει.

Ένα παράδειγμα τέχνης ήταν το γκολ του εμβληματικού Τεόφιλο Κουμπίγιας, του Περουβιανού αρτίστα, στις 3 Ιουνίου 1978, πάλι με αντίπαλο τη Σκωτία. Αν και οι μάγκες με τα κιλτ πιάνονται συναπτά κορόιδα, το πέρασμα του φάουλ από το τείχος, εν στάσει, πληροί όλα τα κριτήρια. Ήταν για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής, στην ίδια διοργάνωση που μπήκε το κορυφαίο γκολ με εξωτερικό φάλτσο στην Ιστορία.

Στις 24 Ιουνίου του 1978, στο «Μονουμεντάλ», για το μικρό τελικό μιας διοργάνωσης, της δεύτερης κατά σειρά και της μίας από τις τρεις συνολικά, χωρίς ημιτελικούς, η Ιταλία προηγήθηκε 1-0 της Βραζιλίας με τον Φράνκο Καούζιο. Η «σελεσάο» έχει πέσει θύμα του 6-0 της Αργεντινής επί του Περού, που την άφησε εκτός τελικού. Ο δεξιός φουλ μπακ, Νελίνιο, γίνεται αποδέκτης της μπάλας από τον Ντιρσέου. Την φέρνει μπροστά του και…

 

Μπορεί να απολαύσει κάποιος, και μάλιστα σε κανονική κίνηση, τον Ντίνο Τζοφ να τεντώνεται για να αποσοβήσει το απευκταίο, αν και ο ίδιος, πρώτος από όλους, πρέπει να βλέπει τη ματαιότητα στην προοπτική. Παρά το ανέβασμα, ο Νελίνιο δεν έχει… δουλειά να κάνει αυτό το σουτ, το οποίο ήταν το πρώτο από τα δύο γκολ των Βραζιλιάνων για το τελικό 2-1. Αλλά για κάποιο λόγο οι Βραζιλιάνοι μπακ, ικανοί το δίχως άλλο, παραμένουν το μοναδικό ποδοσφαιρικό είδος που δεν έχει διαβρωθεί στο πέρασμα των χρόνων.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News