ΖΙΟΒΑΝΙ: Μισός αιώνας θρησκευτικής πίστης

Ο «μάγος» του Ολυμπιακού, ο ποδοσφαιριστής που έδειχνε τον ουρανό σε κάθε γκολ του σε πρωτάθλημα, Κύπελλο, Champions League και Κύπελλο UEFA, και έκανε ακόμα και τους άπιστους να πιστεύουν, κλείνει τα 50 του την Παρασκευή, 4 Φεβρουαρίου.

Ο Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα είναι ο απόλυτος θρύλος του Ολυμπιακού -κι αν δεν είναι ο κορυφαίος ξένος στην Ιστορία της ποδοσφαιρικής ομάδας, είναι μακράν εκείνος που προτιμάται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Πια, είναι 50 χρόνων. 

 

Πνιγμένοι στην καψούρα από το πρώτο άγγιγμά του στην μπάλα, οι οπαδοί του Ολυμπιακού ερωτεύτηκαν βάναυσα το καλοκαίρι του 1999. Ήταν τέτοιο το συναίσθημα που, παρ’ ότι η καρδιά υπακούει στο πάγιο και τετριμμένο «η ζωή συνεχίζεται», ουδείς μπόρεσε να αντικαταστήσει τον Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα. Τον πενηντάχρονο, στις 4 Φεβρουαρίου 2022, μάγο του λιμανιού. Στον οποίο ούτε που… φαίνεται

Ακόμα και τώρα, πάνω από 16 χρόνια μετά την αποχώρησή του, ο Ζιοβάνι μιλάει για τη μοίρα που τον έστειλε στην Ελλάδα. Το ένα σημάδι που ζήτησε και μέσω του οποίου είδε τον επόμενο σταθμό του ήταν η προτροπή κάποιων ανυποψίαστων συμπατριωτών του να πάει, μαζί με τη σύζυγό του, Άννα Ρόζα, διακοπές σε ελληνικό νησί. Ήταν ακριβώς εκείνη η στιγμή που αποφάσισε να διαλέξει την Ελλάδα ως επίσημο σταθμό του και τον Ολυμπιακό, που ενδιαφερόταν για εκείνον. Στο Φάληρο, άλλωστε, αγαπήθηκε περισσότερο από ό,τι ένιωσε στις υπόλοιπες ομάδες του, αλλά, κυρίως, αγαπήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Το καλοκαίρι συμπληρώνονται 23 χρόνια από την έλευσή του στους «ερυθρόλευκους» και ουδέποτε κάποιος πλησίασε στο βάθος του συναισθηματικού κόσμου που ο οπαδός του Ολυμπιακού άφηνε να αναβλύζει αντικρίζοντας όποιον δικαίως αποκλήθηκε μάγος.

Ήταν ακριβώς αυτή η θρησκευτική πίστη που του είχαν, η υποψία (που πολύ εύκολα μετατρέπεται σε βεβαιότητα) ότι έβλεπαν το γιο του Θεού. Ο Ζιοβάνι έκλινε το γόνυ σε κάθε γκολ και έδειχνε τον ουρανό και, αν ήταν κάποιον σκαφτό, μία μίνι λόμπα που προερχόταν από ποδιά σε δύσμοιρο αμυντικό, μια οβίδα έξω από την περιοχή ή ένα φαλτσαριστό πλασεδάκι με την μπάλα να καταλήγει βασανιστικά στα δίχτυα, όπως στο 1-4 της Λεωφόρου την 21η Μαρτίου του 2001, έδειχνε τον ουρανό. Μαζί του τον κοίταζαν όλοι οι οπαδοί των «ερυθρόλευκων», όπως, πρωτύτερα, εκείνοι της Σάντος, που η διετία που φόρεσε τη φανέλα της, από το 1994 έως το 1996, έφτανε για να τον εξυψώσουν στο σημείο που βρίσκεται μόνο ο Πελέ.

Ο προφήτης του Ολυμπιακού

Η θεία παρέμβαση

Η αίσθηση που έχει απομείνει από την εξαετή θητεία του Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα στον Πειραιά, αν και όχι ο χρόνος που έκανε αργότερα, τη σεζόν 2006-07, στον Εθνικό, δεν αφορά καθόλου τους τίτλους, τα πέντε πρωταθλήματα και το ένα Κύπελλο, την τελευταία χρονιά του, που κατέκτησε. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι στιγμές θόλωσαν στα μυαλά, ούτως ή άλλως μερικές είναι κλασικές: ο τραυματισμός του στο Καυτανζόγλειο, στις 4 Δεκεμβρίου του 1999, από το ολέθριο σφάλμα του Λάζαρου Σέμου, που ζήτησε και πήρε τη συγχώρεσή του κατά την επίσκεψή του στο νοσοκομείο που βρισκόταν, η αποβολή του στις 18 Απριλίου του 2004, στο 2-2 της Λεωφόρου, μετά την «προβοκάτσια» του Σωτήρη Κυργιάκου είναι δύο από τα πολλά παραδείγματα της θητείας του.

Η περίπτωση του Ζιοβάνι είναι από τις ελάχιστες που η ουσία βρίσκεται στο ρομαντισμό. Πρέπει να επιμείνει ο συντάκτης ότι η σχέση του με τους οπαδούς του Ολυμπιακού υπήρξε καρμική και ότι αυτό το θρησκευτικό στοιχείο το οποίο την δίεπε, την έκανε ακαταμάχητη και κυρίως αξέχαστη. Κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτοκρατορίας, οι «ερυθρόλευκοι» διατίθεντο να βλέπουν τον Βραζιλιάνο από το Μπελέμ παντί τρόπω και, κυρίως, με κάθε κόστος, όποια κι αν ήταν η κατάστασή του. Αρκούσε μόνο αυτό το άγγιγμα, η επιβολή πάνω στην μπάλα και ο τρόπος που την τιθάσευε. Για κανέναν παίκτη στην Ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος ακούστηκε περισσότερο η μεταφορά με τον τηλεφωνικό θάλαμο, είχε γραφτεί, μάλιστα, τόσες φορές, που έγινε κλισέ και τετριμμένη πολύ νωρίτερα από ό,τι θα προβλεπόταν στο πνευματώδες.

Είχε φτάσει η φήμη του να προηγείται της παρουσίας του, αν και η τελευταία ήταν υπαρκτή και επαναλαμβανόμενη: ουδείς εκ των λατρών του θα βαριόταν να επαναλαμβάνει το προνόμιο που ένιωθε έχοντας τον Τζιοβάνι στην ομάδα του. Αν οι περισσότερες συμπεριφορές του οπαδικού κινήματος στο ποδόσφαιρο υπόκεινται σε θρησκευτικά αίτια, αλλά, βέβαια, και ένα σύνδρομο πέους, και υποκινούνται εξ αυτών, η περίπτωση του Ζιοβάνι ήταν η πλησιέστερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει κάποιος στην ερώτηση «γιατί αισθάνεσαι έτσι για το ποδόσφαιρο;» Ήταν θεία παρέμβαση, η οποία, μάλιστα, με κάποιον τρόπο προϋπήρχε: η προσμονή, η προσδοκία, η αγωνία και, τελικά, η ψυχική αιχμαλωσία από την τέχνη του, ήταν ένα πολύπρακτο που ουδείς μπορούσε να ξεπεράσει.

Αμφίδρομη σχέση με τον Ολυμπιακό

Το κλάμα μέχρι τη… Γαλλία

Ο Ζιοβάνι λατρεύτηκε, λοιπόν, στον Πειραιά. Ο ίδιος αγάπησε τον Ολυμπιακό, αν και θαρρούσε ότι πεπρωμένο του ήταν η Μπαρτσελόνα: ακόμα και τώρα, αν τον ρωτήσεις, ο Λουίς φαν Χάαλ και ο Μάριο Λόμπο Ζάγκαλο ήταν εκείνοι που του στέρησαν την ευκαιρία να παίξει σε πολύ μεγάλα ματς. Αυτό, άλλωστε, κατέστησε σαφές και στη βιογραφία του, που αποδόθηκε στα ελληνικά από τον Αλέξανδρο Λοθάνο. Με τον πρώτο δεν γινόταν να υπάρξει κάποια συνεννόηση, ο δεύτερος τον έβγαλε στην ανάπαυλα του πρώτου παιχνιδιού με τη Σκωτία, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, για να βάλει στη θέση του τον Λεονάρντο, και δεν τον χρησιμοποίησε ξανά.

Ο Ζιοβάνι σημειώνει χαρακτηριστικά, όμως, σε αυτές τις σελίδες ότι ουδέν κακόν αμιγές καλού: ο Φαν Χάαλ, άλλωστε, τον «έστειλε» στον Ολυμπιακό και ευλόγησε εκείνον και την οικογένειά του να περάσουν μερικά υπέροχα χρόνια στην Ελλάδα. Ήταν τέτοια η σύνδεση που η φυγή του, το καλοκαίρι του 2005, που θα τον έβρισκε στη Σαουδική Αραβία για λογαριασμό της Αλ Χιλάλ, είναι αξιομνημόνευτη στη μνήμη του για το κλάμα του. Η Άννα Ρόζα θυμήθηκε -και είπε κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου στα ημέτερα- ότι έκλαιγε σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού στο αεροπλάνο μέχρι τη Γαλλία.

Ο Βραζιλιάνος δεν ξέχασε τον Ολυμπιακό, με τον οποίο έκανε δουλειές και ως μάνατζερ αργότερα, και, βέβαια, δεν ξεχάστηκε, αυτό αποδεικνύεται από καιρού εις καιρόν, μέσα από τις εκρήξεις αγάπης των οπαδών, που δεν τον ξεχνούν και μιλούν για τον κορυφαίο ξένο στην Ιστορία της ομάδας. Ουδείς, ελαφρώς πιο αντικειμενικός, μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι αυτό είναι όντως αλήθεια, μια και την ερυθρόλευκη φόρεσε για τρία χρόνια ο Ριβάλντο -και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα από τους κολοσσούς που έχουν περάσει- το σίγουρο είναι, όμως, ότι αυτονοήτως είναι ο πλέον σημαντικός για την… ψυχική υγεία ποδοσφαιριστής που έχει φορέσει αυτήν τη φανέλα.

 

Η τέχνη που έμαθαν στον Ολυμπιακό

Ένα κενό που παρέμεινε 

Διότι η αλήθεια είναι πως μπορούσε να κρατά πολλούς φιλάθλους (εν μέσω μιας συνωμοτικής ντροπής, μάλιστα, κι άλλων ομάδων) ευτυχισμένους για μέρες. Αρκούσε ένα σκαφτό, όπως αυτό με τον ΠΑΟΚ στο 4-1, το ακροτελεύτιο, ελέω… Ζλάτκο Ζάχοβιτς, άσμα του Ντούσαν Μπάγεβιτς στην πρώτη θητεία του στον Πειραιά, ένα απίθανο γκολ από το κέντρο όπως αυτό στο 5-4 με τον Ηρακλή, για το δεύτερο ημιτελικό Κυπέλλου το 2001, που «γέννησε» μια κλασική στιγμή, αυτήν της επιβράβευσης από τον προπονητή των φιλοξενούμενων, Άγγελο Αναστασιάδη, ένα σόλο με τον Ακράτητο, μία εμβληματική λόμπα, απέναντι στον Φαρίντ Μοντραγκόν, στο 3-0 του Ολυμπιακού επί της Γαλατάσαραϊ στη Ριζούπολη για τους ομίλους του Champions League, στις 5 Νοεμβρίου 2003, μία απίθανη ασίστ, όπως αυτή στον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς για το 1-0 του Ολυμπιακού επί του Παναθηναϊκού στις 4 Μαρτίου 2001.

Ήταν η καλλιτεχνία, εκείνη η έκσταση του δέκτη όταν μπροστά του βλέπει ένα ζωγράφο. Ο Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα δεν ήταν απαραιτήτως εχέγγυο επιτυχίας: στην Ευρώπη ο Ολυμπιακός, μαζί του, δεν βρήκε τον τρόπο να προχωρήσει. Όμως, ήταν εχέγγυο ευτυχίας, μεταδοτικότητας χαράς. Και μπορεί να έχουν περάσει εκατοντάδες ποδοσφαιριστές από τότε, σπουδαίοι παίκτες με τεράστια προσφορά, αλλά είναι ακριβώς αυτό το κενό, αυτή η ευφορία, που ουδείς μπόρεσε να καλύψει.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News