Ρόγκερ Άλμπερτσεν: Ο Βίκινγκ «μαχητής» του Ολυμπιακού που αδικήθηκε από τη μοίρα

Μπορεί η μεταγραφή του να μην ενθουσίασε την πλειοψηφία των φίλων του Ολυμπιακού αλλά ο σχεδόν πάντα συνεπής αγωνιστικά Ρόγκερ Άλμπερτσεν, που άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Μαρτίου 2003,  έκανε μόνον φίλους στην ομάδα του Πειραιά.

Γεννημένος στις 15 Μαρτίου 1957 στο Τίσενταλ της Νορβηγίας  ξεκίνησε την καριέρα του στις τοπικές ομάδες Τίσενταλ και Όντα, χαρακτηριζόμενος ως πολλά υποσχόμενος μέσος.

Είχε αρκετές συμμετοχές στις εθνικές παίδων και νέων της Νορβηγίας και μόλις στα 16 του προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα της FK Όντα όπου το 1975 τον εντόπισε η δυνατή την εποχή εκείνη Ντεν Χάαχ. Σύντομα τον έπεισαν, πριν καν μπει στα 17 του χρόνια, οι άνθρωποί της να ταξιδέψει στην Ολλανδία. Στην ομάδα της Χάγης  στην οποία τον υποδέχθηκε μεταξύ άλλων και ο διεθνής συμπατριώτης του Χάραλντ Μπεργκ έμεινε μία τετραετία (1975-1979) και έγινε βασικός ευθύς εξ αρχής μετρώντας 22 συμμετοχές και 3 γκολ την πρώτη σεζόν, 30/3 τη δεύτερη, 29/5 την τρίτη, και 33/5 την τελευταία.

Ήδη οι Ολλανδοί γνώριζαν την αξία του και η πρόταση από  σπουδαιότερη ομάδα δεν άργησε να έρθει με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 1979 να πάρει μεταγραφή για τη Φέγενορντ. Στην ομάδα του Ρότερνταμ όπου  είχε 28 παρουσίες και πέτυχε ένα γκολ κορυφαία στιγμή ήταν η κατάκτηση του Κυπέλλου Ολλανδίας. Όμως το επόμενο καλοκαίρι επέστρεψε στην Ντεν Χάαχ όπου λόγω τραυματισμών έπαιξε στα μισά παιχνίδια της ομάδας (18 συμμετοχές) αλλά παρόλα αυτά βρήκε δίκτυα έξι φορές.

Ο κύκλος του στην εν λόγω χώρα είχε πλέον κλείσει και επόμενος σταθμός της ποδοσφαιρικής του διαδρομής ήταν το γειτονικό Βέλγιο και η Βίντερσλαγκ (σ.σ. η σημερινή Ρασίνγκ Χενκ, που προήλθε από τη συγχώνευση της προαναφερθείσας ομάδας με την Βάτερσάϊ το 1988). Φόρεσε τη φανέλα της 1,5 σεζόν (από το καλοκαίρι του 1980 μέχρι το Δεκέμβριο του 1981) όπου ήταν… βασικότατος (39 συμμετοχές/3 γκολ) κι έγινε γρήγορα αγαπημένος των οπαδών της.

 

Το νορβηγικό «μηχανάκι»  φθάνει στο λιμάνι

Λίγο πριν το τέλος του 1981 ήρθε όμως η ώρα να μεταναστεύσει στη νότια άκρη της Ανατολικής Ευρώπης για να αγωνιστεί στον Ολυμπιακό που ανακοίνωσε την απόκτηση του στις 18 Νοεμβρίου. Ο Σκανδιναβός διεθνής έκανε το ελληνικό του ντεμπούτο σχεδόν τέσσερις εβδομάδες αργότερα (12 Δεκεμβρίου) σε ματς κόντρα στον Πανσερραϊκό.

Ο τότε τεχνικός των «ερυθρολεύκων», Αλκέτας Παναγούλιας, τον καθιέρωσε σχεδόν αμέσως στη βασική 11άδα ενώ το αυτό συνέβη με τον επίσης αλησμόνητο Κάζιμιερτζ Γκόρσκι. Ήταν ένας σκληροτράχηλος μέσος, «οχτάρι» από τα …παλιά. Ένα «μηχανάκι» στη μεσαία γραμμή. Ακούραστος, συνέχιζε να τρέχει ακόμα και όταν… τελείωνε ο αγώνας. Δυνατός εκ φύσεως  ήταν σε θέση να στείλει στο νοσοκομείο αντίπαλο αν είχε την ατυχία να τον βρει με κάποιο από τα λίαν δυναμικά του τάκλινγκ.

Αλλά και ως χαρακτήρας ήταν δυναμικός καθώς δε δίσταζε να… αντεπιτεθεί και να μπλεχτεί σε καβγά, αν ένιωθε ότι κάποιος συμπαίκτης του ή ο ίδιος απειλούνται. Το παθιασμένο στυλ παιχνιδιού και η αυταπάρνηση του τον έκαναν ευθύς εξ αρχής αγαπητό στην εξέδρα της ελληνικής ομάδας που τον επευφημούσε σε κάθε ευκαιρία. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν ένα εργαλείο για τον προπονητή της ομάδας.

Πέραν της …φυσικής του θέσης στα χαφ, πλείστες φορές αγωνίστηκε στο δεξί άκρο, ενώ  ορισμένες παρουσίες του ήταν και σε θέση στόπερ σε το ρόλο μαν του μαν στους αντίπαλους σέντερ φορ! Αυτό το «φυσικό» του παιχνίδι και όχι μόνον σύντομα του έδωσε το παρατσούκλι ο «κόκκινος Ρόγκερ», αν και στην πρώτη σεζόν αποβλήθηκε μόλις μία φορά.

 

Οι δύο κόκκινες με τον ΠΑΟ και ο… αποστομωτικός Αλέφαντος

Στο ντέρμπι με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό στο «Απόστολος Νικολαΐδης» όταν χτύπησε τον Χουάν Ραμόν Ρότσα σε ένα ματς στο οποίο παρόλα αυτά οι φιλοξενούμενοι επικράτησαν 1-0 και κατέκτησαν εν τέλει τον τίτλο.

Το επόμενο καλοκαίρι την τεχνική ηγεσία της ομάδας ανέλαβε για λίγους μήνες ο Χάινς Χέερ πριν τον διαδεχθεί στα τέλη Νοεμβρίου ο Νίκος Αλέφαντος και για αμφότερους ο Νορβηγός μέσος ήταν βασική επιλογή, ενώ επίσης δεν έχασε λεπτό στα τέσσερα ματς του Πρωταθλητριών με τους Άγιαξ και Μπενφίκα.

Στα αλησμόνητα γεγονότα της καριέρας του στη χώρα μας ήταν το ντέρμπι της 8ης Ιανουαρίου 1984. Φινάλε του πρώτου γύρου σε ένα ανιαρό παιχνίδι στη Λεωφόρο, σε μια σεζόν που βρήκε τον Παναθηναϊκό πρωταθλητή, ο Ολυμπιακός ο οποίος βρισκόταν επτά βαθμούς πίσω από τον αιώνιο αντίπαλο του απέσπασε ισοπαλία 0-0 παίζοντας με 10 παίκτες από το 28ο λεπτό λόγω αποβολής του Άλμπερτσεν επειδή χτύπησε εκτός φάσης τον Κώστα Ταράση. 

Αντίκρισε την κόκκινη κάρτα του ρέφερι Κοσμά Λουκίδη και κατά την αποχώρηση του από τον αγωνιστικό χώρο  ήταν εκτός εαυτού. Με τον Αλέφαντο  να σπεύδει να του κλείσει το στόμα έχοντας πριν αρπάξει από τον σβέρκο τον Νορβηγό μέσο ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα, ενώ την ίδια στιγμή ο θρυλικός Θανάσης Μπέμπης προσπαθούσε να ηρεμήσει τον μαινόμενο Σκανδιναβό που ήταν ανάμεσα στους οκτώ ποδοσφαιριστές τους οποίους αποδέσμευσαν οι Πειραιώτες το καλοκαίρι του 1985 μετά την άσχημη τους πορεία σε πρωτάθλημα και Κύπελλο την προηγούμενη σεζόν.

Έτσι έπειτα από 67 παρουσίες στο πρωτάθλημα και μόλις τρία γκολ καθώς και άλλες επτά σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις ο έμπειρος χαφ άκουσε τον παλιόφιλο του πρώην άσο του Παναθηναϊκού Άρνε Ντόκεν που είχε επιστρέψει στα πάτρια εδάφη να βάλει κι εκείνος τέλος στον πολυετή του ξενιτεμό και να γυρίσει στη Νορβηγία (ενώ το κενό του στη μεσαία γραμμή του Ολυμπιακού κάλυψε με εξαιρετική επιτυχία τα επόμενα χρόνια ο Ουρουγουανός Χόρχε Μπάριος).

 

Ο τίτλος με τον Ντόκεν και ο σοκαριστικός θάνατος

Το έπραξε και δεν το μετάνιωσε. Έσμιξαν στη Ρόζενμποργκ με τη φανέλα της οποίας όχι μόνον έκανε εκείνος το ντεμπούτο του στη Νορβηγική Πρέμιερ Λιγκ αλλά και τη βοήθησαν να κατακτήσει τον τίτλο με δραματικό τρόπο  λίγους μήνες μετά.

‘Επαιξε άλλα δύο χρόνια στο σύλλογο του Τρόντχαϊμ προτού αποσυρθεί λόγω τραυματισμού στο τέλος της σεζόν 1986- 1987.

Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση εργάστηκε με εξαιρετική επιτυχία στον κλάδο των υπολογιστών, ενώ διατέλεσε παράλληλα και προπονητής σε ομάδες  μικρότερων κατηγοριών (Όρκανγκερ, Σόκνα και Κόνγκσμπεργκ). Όσπου ήρθαν τον Οκτώβριο του 2002, τα τραγικά νέα. Διεγνώσθη κατόπιν εξετάσεων ότι πάσχει από καρκίνο. Και μάλιστα σε καλπάζουσα μορφή. Πάλεψε όπως μέσα στα γήπεδα αλλά ο αντίπαλος αυτή τη φορά ήταν τρομερός. Ανίκητος. Σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγει το μοιραίο και ενώ ο καρκίνος είχε κτυπήσει στο συκώτι και το έντερο, μεταφέρθηκε μετά από ενέργειες του επιστήθιου του φίλου Ντόκεν για θεραπείες σε κλινική της Γερμανίας και εκεί μια Κυριακή σαν σήμερα το 2003 άφησε την τελευταία του πνοή, δύο εβδομάδες πριν γιορτάσει τα 46α του γενέθλια.

Εννιά ημέρες αργότερα η σύζυγος τα δύο τους παιδιά, συγγενείς και φίλοι συγκεντρώθηκαν στο Κόνγκμπεργκ όπου διέμενε η οικογένεια του τα προηγούμενα χρόνια για να του πουν το τελευταίο αντίο. «Ήμασταν φίλοι από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, συνυπήρξαμε στην Ελλάδα όπου ο Ρόγκερ ήταν παίκτης του Ολυμπιακού και εγώ του Παναθηναϊκού. Ταξίδεψα στο Τροντχάιμ για τη Ρόζενμποργκ ενώ εκείνος βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα. Ήταν πάντα ένας καλός και στενός φίλος. Τον θυμάμαι σαν έναν φανταστικό χιουμορίστα. Είχαμε την ελπίδα ότι θα τα καταφέρει. Είναι τόσο λυπηρό που τελικά δεν το έκανε» είχε πει ο Ντόκεν ενώ ένας άλλος πρώην συμπαίκτης του στην εθνική ομάδα της Νορβηγίας και τεχνικός της Ρόζενμποργκ Άγκε Χαρέιντε δήλωσε: «Είναι λυπηρό. Ηταν πολύ νέος. Τον θυμάμαι ως ένα χαρούμενο άνθρωπο και μαχητή στο γήπεδο. Είναι πραγματικά πολύ λυπηρό».

 

Η μεγάλη… αλήθεια με την Αγγλία 

Και ως επιμύθιο για αυτό τον σημαντικό ποδοσφαιριστή, που δεν διέθεται μεν αγωνιστική φινέτσα, αλλά η απόλυτη εργατικότητα και αποφασιστικότητά του τον έκαναν αγαπημένο σε κάθε ομάδα στην οποία έπαιζε, η καριέρα του στην εθνική ομάδα. Εκεί που έζησε την πιο λαμπρή ποδοσφαιρική στιγμή της ζωής του.

Οι εμφανίσεις του τον έκαναν διεθνή πριν καν γίνει 20 ετών το 1976 σε αγώνα για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου εναντίον της Ελβετίας. Και μπορεί να πέτυχε δύο γκολ σε ένα ζευγάρι καλοκαιρινών φιλικών το 1982 και ήταν επίσης μέλος της ομάδας που νίκησε τη Γιουγκοσλαβία με 3–1 σε αγώνα για τα προκριματικά του Euro 84 όμως ο σταθμός στις 25 παρουσίες του ήταν το ματς της 9ης Σεπτεμβρίου 1981.

Το βράδυ εκείνο στο Ούλεβαλ του Όσλο η Νορβηγία υποδέχθηκε την πανίσχυρη Αγγλία για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1982. Ματς που έμεινε στην Ιστορία για τρεις λόγους. Τόσο για το πρώτο γκολ των γηπεδούχων που αρχικά καταλογίστηκε στον ίδιο αλλά εκείνος αργότερα αποκατέστησε την αλήθεια, την παρθενική νίκη της Νορβηγίας επί της συγκεκριμένης αντιπάλου, αλλά και την επική ραδιοφωνική μετάδοση συμπατριώτη του σπορτσκάστερ. 

Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Η ομάδα του Ρον Γκρίνγουντ φάνηκε να δικαιώνει τα προγνωστικά που την ήθελαν να κερδίζει, καθώς προηγήθηκε με έναν από τους αστέρες της. Τον Μπράιαν Ρόμπσον. Τα «λιοντάρια» στη σύνθεση των οποίων υπήρχαν ακόμα ο μεγάλος Κέβιν Κίγκαν, αλλά και οι σπουδαίοι Τρέβορ Φράνσις και Γκλεν Χοντλ είδαν όμως τον μετέπειτα άσο του Ολυμπιακού να σημαίνει την αντεπίθεση των γηπεδούχων. Ο Άλμπερτσεν, που αγωνίστηκε σ’ ολάκερο το 90λεπτο (ενώ ο Ντόκεν είχε μπει αλλαγή στο 76’) φάνηκε αρχικά ότι έστω και ελάχιστα βρήκε την μπάλα μετά τη σέντρα του Τομ Λουντ προλαβαίνοντας τον θρυλικό γκολκίπερ των φιλοξενούμενων Ρέι Κλεμενς για να την στείλει στα δίκτυα. Τα τηλεοπτικά ριπλέι αργότερα έδειξαν ότι στην πραγματικότητα δεν την βρήκε διόλου, και η σέντρα στην έστειλε κατευθείαν στα δίχτυα αλλά και ο σε πρώτη εκτίμηση σκόρερ φρόντισε να αποδοθούν τα του καίσαρος τω καίσαρι καθώς παραδέχθηκε ότι το γκολ και η δόξα του ανήκουν στον συμπαίκτη του.

Ένας άλλος, ο Χάλβαρ Θόρεσεν, σημείωσε τέσσερα λεπτά πριν από το ημίχρονο το δεύτερο γκολ της  γηπεδούχου, που παρά την πίεση των Άγγλών, κράτησε το προβάδισμα μέχρι τέλους.

 

Το απίθανο παραλήρημα του Νορβηγού σπορτσκάστερ

Πριν ακόμα σφυρίξει για τελευταία φορά ο Πολωνός ρέφερι Γέρζι Κάτσπερτσακ είχε ξεκινήσει το πάρτι της ιστορικής νίκης για την ομάδα της Σκανδιναβίας. Τόσο από τους  περίπου 30 χιλιάδες θεατές στις εξέδρες του γηπέδου του Όσλο και φυσικά μετά το τέλος από τους πρωταγωνιστές εντός αγωνιστικού χώρου.

Εκείνος όμως που έκλεψε την παράσταση δεν ήταν ούτε στους μεν ούτε στους δε. Ήταν ο ραδιοφωνικός σπορτσκάστερ Μπόργκε Λίλελιεν. Το ηχητικό ντελίριο του οποίου ουδέποτε θα ξεχαστεί από τους συμπατριώτες του, αλλά και τους Άγγλους. Και ιδού ο λόγος. Κυριολεκτικά.

«Λόρδε Νέλσον». «Λόρδε Μπίβερμπρουκ». «Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ»!«Σερ Άντονι Ίντεν». «Κλέμεντ Άτλι».«Χένρι Κούπερ». «Λαίδη Νταϊάνα!». Για να ακολουθήσει το κορυφαίο όλων: «Μάγκι Θάτσερ! Μπορείς να με ακούσεις;«Μάγκι Θάτσερ. Μάγκι Θάτσερ, τα αγόρια σας έφαγαν γερό ξύλο. Τα αγόρια σας έφαγαν γερό ξύλο».

Παρά την ήττα τους οι Άγγλοι (ή για να είμαστε πιο ακριβείς ουκ ολίγοι εξ αυτών) πραγματικά απόλαυσαν (βοήθησε βέβαια και το γεγονός ότι η ήττα δεν τους κόστισε ακριβά καθώ εν τέλει πήραν το εισιτήριο της πρόκρισης για τα τελικά της κορυφαίας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης του πλανήτη που φιλοξενήθηκε εννιά μήνες αργότερα στα γήπεδα της Ισπανίας) αν μη τι άλλο εκείνο το ξέσπασμα. Εκείνο το αυτοσχέδιο γλωσσικό σόλο από τον Νορβηγό δημοσιογράφο. Πολύ περισσότερο δε οι συμπατριώτες του. Του αλησμόνητου Ρόγκερ Άλμπερτσεν συμπεριλαμβανομένου.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News