Ο Ζινεντίν Ζιντάν κουτούλησε το Παγκόσμιο Κύπελλο

Από το Βερολίνο στο Παρίσι, την Αλγερία, το Μπορντό και τη Μαδρίτη, η ζωή σταμάτησε μερικά δευτερόλεπτα πριν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα.

Η ένταση ήταν υπόκωφη, παρ’ όλα αυτά εμφανής και ανυπόφορη. Όταν όλα αυτά θα τελείωναν, ο Ζιντάν θα μπορούσε να κάνει μεγάλες διακοπές, να γυρίσει όλον τον κόσμο με την οικογένειά του και να επιτρέψει στη Μαδρίτη, μία πόλη που αναμφισβήτητα τον αγαπούσε, χωρίς το ποδόσφαιρο να εμπεριέχεται στη ζωή του. Ο Ζιντάν δεν ήθελε καν να σκέφτεται το ποδόσφαιρο. Όλο αυτό είχε τελειώσει για τον ίδιο από τη στιγμή που η ομάδα του προκρίθηκε επί της Πορτογαλίας στον ημιτελικό, με το δικό του χτύπημα πέναλτι, σε ένα ματς για σεμινάριο: οκτώ διεθνείς της ομάδας είχαν κίτρινη κάρτα και με δεύτερη θα έχαναν τον τελικό της 9ης Ιουλίου 2006, ουδείς δέχθηκε κίτρινη από μια ομάδα που στη φάση των «16» με την Ολλανδία και των «8» με την Αγγλία έδωσε νέο νόημα και σφρίγος στην έννοια προβοκάτσια.

 

«Ζιντάν: Ένα πορτρέτο του 21ου αιώνα»

Η προειδοποίηση είχε έρθει σχεδόν 14 μήνες πριν

Όλα είχαν τελειώσει. Οι Γάλλοι θα έβγαιναν στο γήπεδο για το ματς με την Ιταλία, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου, αλλά ο Ζιντάν ένιωθε τη συσσωρευμένη κούραση να έχει κατακτήσει τον εγκέφαλό του. Δημιουργούνταν με το… πάσο της από τότε που είχε ανακοινώσει ότι θα σταματούσε το ποδόσφαιρο μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το ενδιαφέρον των φίλων της Ρεάλ είχε μετατοπιστεί στη δική του αποχώρηση, η οποία υπήρξε εξόχως συγκινητική, ειδικά για έναν ποδοσφαιριστή ο οποίος φόρεσε μόλις πέντε σεζόν την άσπρη φανέλα.  

Περισσότερο από ένα χρόνο πριν, στο ματς με τη Βιγιαρεάλ, στις 23 Απριλίου 2005, έγινε πειραματόζωο: ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, με τίτλο «Ζιντάν: Ένα πορτρέτο του 21ου αιώνα», με τη σύμφωνη γνώμη του, τον είχε αναγκάσει να παίζει με μια κάμερα πάνω του. Δεν τελείωσε, όμως, το ματς: στο 90’ αποβλήθηκε με κόκκινη κάρτα. Αν υπήρχε κάποιο μέμο, το οποίο ανέφερε ότι ο Γάλλος, με τις ρίζες από το Αλγέρι, είναι επικίνδυνος όταν μία κάμερα τον ακολουθεί καθ’ όλη τη διάρκεια ενός παιχνιδιού, ουδείς από τους εκ του αποτελέσματος ενδιαφερόμενους το πήρε.

Πολύ περισσότερο, αν οι κάμερες ήταν, όχι μία αλλά, 17.

 

Η λαχτάρα πριν την γκραν έξοδο

Η προοπτική να έπαιζε για τελευταία φορά απέναντι στη Νότιο Κορέα

Από εκεί πρέπει να ξετυλιχθεί ο μίτος του δράματος. Οι συμπαίκτες του και συνοδοιπόροι όλα αυτά τα χρόνια στην Εθνική, ειδικά ο Πατρίκ Βιεϊρά, που έκανε μεγάλο αγώνα για τους Αφρογάλλους των προαστείων, τον χρησιμοποιούσε ως το σύμβολο μιας ανεκτικής χώρας. Η άνοδος του Μαρί λε Πεν είχε κρούσει ένα καμπανάκι που η ποδοσφαιρική ομάδα της χώρας άκουγε αντί επίμονου βουητού. Υπήρχε, στη συμπεριφορά, μια απελπισία που αφορούσε στην κοινωνία, η αποτυχία μπορεί να μην προδιέθετε το μέλλον, αλλά ουδείς μπορούσε να αποκλείσει ότι θα γινόταν ένα καρφί στο φέρετρο που θα ήταν θαμμένες η προσφορά και η αλληλεγγύη.

Ο Ζιντάν δεν ασχολούνταν πραγματικά με αυτά. Εκείνο που πραγματικά σκεφτόταν, μόλις από το βράδυ της 18ης Ιουνίου και το 1-1 επί της Νοτίου Κορέας στη Λειψία, ήταν ότι στο τελευταίο παιχνίδι με το Τόγκο θα έλειπε, λόγω κίτρινων καρτών, και θα αναγκαζόταν να παραδεχθεί ότι το τελευταίο παιχνίδι του θα ήταν επί της Νοτίου Κορέας, σαν ένα πολυδιαφημισμένο live που κόβεται 10 λεπτά μετά την έναρξή του από διακοπή ρεύματος.

Όταν οι Γάλλοι νίκησαν 2-0 και προκρίθηκαν στη φάση των «16», όλα επανήλθαν σε ένα μοτίβο που θα επέτρεπε την γκραν έξοδο. 

 

Ραντεβού με οικεία πρόσωπα

Ο τελικός έγινε οκτώ μέρες πριν

Ο ίδιος έψαχνε αγχολυτικό ακόμα και στο τσιγάρο. Λίγο τον ένοιαζαν οι φωτογράφοι και οι κάμερες, που είχαν στήσει αντίσκηνο απέναντι στο ξενοδοχείο της Γαλλίας, όταν τραβούσε δυο τρεις λαχταριστές ρουφηξιές από το μπαλκόνι. Η Γαλλία είχε βγάλει την Ισπανία από τη μέση, που είχε αποδειχθεί, και μάλιστα ξανά, ομάδα η οποία δεν μπορούσε να αναχαιτίσει την τρυφηλότητα η οποία περιλαμβανόταν ισόποσα με το ταλέντο στους κόλπους της. Ο ίδιος είχε πετύχει ένα υπέροχο γκολ, στην κόντρα, προς τις καθυστερήσεις του ματς, στημένος με όλη τη μεγαλοπρέπειά του απέναντι στον Ίκερ Κασίγιας. Και τώρα, ερχόταν η Βραζιλία.

Ουδείς περίμενε ματς περισσότερο από αυτό στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006.

Ήταν η τελευταία φορά που απόλαυσε το ποδόσφαιρο. Η αρχική συνάντησή του με τον Ρονάλντο στον αγωνιστικό χώρο, όταν τον χαιρέτησε και τον χαιρέτισε με ένα λαμπερό χαμόγελο, μια επισήμανση η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί ως, «κοίτα πού είμαστε», ήταν η προτελευταία στιγμή του παιδιού που έκρυβε μέσα του με την Εθνική. Στα 75 λεπτά που ακολούθησαν, σύμπασα η οικουμένη ξεκίνησε τις υποκλίσεις και τα κυριελέησα για τον Γάλλο που φορούσε τη φανέλα με το νούμερο 10. Και βέβαια, δεν επρόκειτο καν για κάποιο συμβολισμό. Δεν υπήρχε ένας στη χώρα που θα αμφισβητεί ότι υπήρξε καλύτερος από τον Μισέλ Πλατινί, πολυνικής, με ένα Euro και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο στην κατοχή του, ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της χώρας.

Η εκτέλεση φάουλ του, προς τον Τιερί Ανρί, που έφερε το μοναδικό γκολ της αναμέτρησης, αποτέλεσε πλήγμα για την ελλιπή (σε κίνητρο, αυτοσυγκέντρωση, φυσική κατάσταση) προετοιμασία της Βραζιλίας, ειδικά στο κρίσιμο κομμάτι της παραμονής της στην Ελβετία, αλλά έστρωσε οριστικά το χαλί για τη μεγάλη στιγμή: την αποχώρησή του με ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, η οποία δεν θα προέκυπτε άμα τη πόσει του νέκταρ του θριάμβου, αλλά θα είχε εξαγγελθεί ένα χρόνο πριν και θα οδηγούσε σε ένα από τα πλέον ένδοξα φινάλε θρυλικής φιγούρας των σπορ.

 

Το μαρτύριο

Φάνηκε από το πέναλτι

Το τέλος, όντως, ήρθε ως τρόπον τινά αναμφισβήτητα ένδοξο.

Από την αρχή, όμως, ο Ζιντάν περνούσε ένα μαρτύριο. Το ότι αντιμετώπιζε τους μασκαράδες της Μεσογείου δεν ήταν αναλγητικό. Οι Ιταλοί βρίσκονταν εκεί για να περιγελάσουν τη μοίρα τους, να γυρίσουν μέσα στη Γερμανία ένα νέο «Κλέφτη ποδηλάτων» και, όπως συνέβη με την ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα το 1948, να βάλουν σε νέα ρότα το ποδόσφαιρο της χώρας, αφού, όμως, τα αναθέματα θα ακούγονταν από άκρον εις άκρου της χώρας, μετά τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης για το calciopolis.

Ο Ζιντάν έμοιαζε, ακόμα και όταν εκτέλεσε ένα πέναλτι-αλφάδι επί του Τζιανλουίτζι Μπουφόν, ένα σώμα πανίσχυρο με μια καρδιά ραγισμένη. Όταν το τρόπαιο έγινε το δέλεαρ και αυτό αντιπαραβλήθηκε με το δικό του τέλος στο ποδόσφαιρο, δόθηκε στην οργή ο πρώτος λόγος. Σε μια παράλληλη διάσταση, ήταν ο «Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος, με το νέο προσδιορισμό ως δολοφόνος, τριγύριζε ασκόπως, ένας υπαρξιακά ανύπαρκτος. Δικαστής ήταν ο Αργεντινός Οράσιο Ελιζόντο. Θύμα, ένας άγαρμπος δολοπλόκος Ιταλός.

Δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Θα προτιμούσε να είναι οπουδήποτε αλλού, να σιγοσφυρίζει έναν αφρικανικό σκοπό ή να πίνει κρασί στη Βουργουνδία, να αλητεύει στη Μασσαλία ή να οδηγά στο Τορίνο, να τρώει παέγια, καμαρώνοντας το γιο του, δίπλα στην πλατεία της Κυβέλης.

Ο κόσμος σταμάτησε

Άκουγε την ηχώ της ανάσας του

Η θολούρα τον έκανε διπλό: κυκλοφορούσε στον κανονικό κόσμο και τον ονειροκόσμο. Στον πρώτο, έδενε το δεξί χέρι του με ένα γύψο για να συνεχίσει τη μάχη και στο δεύτερο το κλίμα ήταν πηχτό και δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Μπορούσε να ακούει την ηχώ της ανάσας του, ακόμα κι αν στο γήπεδο υπήρχαν πάνω από 69.000 άνθρωποι. Είχε τη δυνατότητα να νιώθει τις εγκεφαλικές αρτηρίες του να συσπώνται και όσο πλησίαζε η ώρα, αισθανόταν τις σπίθες που παρήγαν οι τέμνουσες ορμόνες, οι οποίες εκκρίνονταν σε στέρεη μορφή.

Τότε, ο κόσμος σταμάτησε. Και ήταν ακριβώς η στιγμή που πέρασε δίπλα στο τρόπαιο του παγκόσμιου πρωταθλητή, αφήνοντάς το πίσω του, όπως και συνολικά το ποδόσφαιρο, που επέστρεψε στην πραγματικότητα.

Μόλις τότε, κατάλαβε ότι δεν είχε σημασία τι έκανε, για να φτάσει εκεί: Ήθελε να έχει φύγει πιο γρήγορα από το μέρος που βρισκόταν –τα 112 λεπτά που αναγκάστηκε να μείνει ήταν πάρα πολλά.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News