Συνέντευξη Λούλζιμ Μπερσενί: «Για να έρθουμε από την Αλβανία στην Ελλάδα, βάλαμε ο ένας μαχαίρι στο λαιμό του άλλου»

Ο Λουλζίμ Μπερσενί, ο πρώτος Αλβανός ποδοσφαιριστής που έσπασε τα δεσμά του Χότζα για να αγωνιστεί σε άλλη χώρα, αφηγείται τη συγκλονιστική απόδραση που τον έφερε στη Νέα Σμύρνη και τον Πανιώνιο στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

Για τους φίλους του Πανιωνίου υπήρξε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο αγαπημένος τους «Λούλης». Για το ελληνικό ποδόσφαιρο ένας από τους πιο φαντεζί ξένους που πέρασαν από τα γήπεδα της Α’ Εθνικής εκείνη την εποχή. Και για την Αλβανία ένα σύμβολο! Τον μάθαμε ως Λούλζιμ Μπερσεμί, αλλά 35 χρόνια μετά τον ερχομό του στην πατρίδα μας, ο Αλβανός άσος αποκαλύπτει για πρώτη φορά το πραγματικό του όνομα και όλες τις λεπτομέρειες της συγκλονιστικής απόδρασης από την πατρίδα του που έμελε να τον κατατάξει στην ιστορία ως «τον πρώτο Αλβανό αθλητή που έσπασε τα δεσμά του Χότζα και κατάφερε να αγωνιστεί στο εξωτερικό». Μια καθηλωτική συνέντευξη ψυχής στον Γιώργο Μπιτσικώκο!

Μία ιστορία που “κοντράρει” στα ίσα το καλύτερο σενάριο κατασκοπευτικού θρίλερ. Για περίπου 35 χρόνια, μόνο εικασίες είχαν γίνει για το πως ο πρωταγωνιστής κατάφερε να “δραπετεύσει” μαζί με τον συμπαίκτη του. Πλέον όμως, αποφάσισε να αφηγηθεί ο ίδιος αυτή την περιπέτεια, που περιλαμβάνει απόδραση από το ξενοδοχείο, καταφυγή σε πρεσβεία άλλου κράτους, μπλέξιμο μυστικών υπηρεσιών τουλάχιστον τριών χωρών, διαφυγή με μαύρα τζιπ, καταδιώξεις και απόπειρες κατά της ζωής του και γενικά αποτελεί σενάριο για κινηματογραφική ταινία. Γιατί μπορεί να μην πήγε τελικά στην Αμερική, όπου ήταν και ο πρωταρχικός του στόχος, αλλά μπορεί αυτό να γίνει μέσω… Χόλιγουντ. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει.

Πάμε να δούμε λοιπόν αυτή την συγκλονιστική αφήγηση, από το στόμα του ίδιου για τους αναγνώστες του sportday.gr.

«Ένας δημοσιογράφος προφανώς μπέρδεψε το “μ” με το “ν” και έμεινα στην ιστορία ως Μπερσεμί»

Λούλζιμ καταρχήν θέλω να μου διευκρινήσεις γιατί το όνομά σου το γράφεις ως “Berseni”, ενώ όλοι σε γνωρίζουμε ως Μπερσεμί.

Αυτό είναι το όνομά μου. Λέγομαι Μπερσενί, αλλά προφανώς τότε κάποιος δημοσιογράφος μπέρδεψε το “μ” με το “ν” που είναι κοντά και έμεινε το Μπερσεμί. Πλέον ακούω και στα δύο, αλλά βασικά με λένε Μπερσενί.

Αυτό λοιπόν το ξεκαθαρίσαμε, πάμε τώρα να πιάσουμε από την αρχή την ιστορία σου.

Εγώ έπαιζα στην Βλάζνια και είχαμε κερδίσει το εισιτήριο για να αγωνιστούμε στο Κύπελλο Κυπελλούχων. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς παίξαμε ένα φιλικό παιχνίδι στο Μαυροβούνιο με την Μπουντούσνοστ. Τότε στην ομάδα αυτή έπαιζε ο μεγάλος Ντέγιαν Σαβίσεβιτς, ο οποίος με είδε και μετά το τέλος του αγώνα έλεγε στους ανθρώπους της ομάδας του να κάνουν τα πάντα για να με αποκτήσουν. Πράγματι οι άνθρωποι της Μπουντούσνοστ έκαναν πρόταση στη Βλάζνια, αλλά οι υπεύθυνοι της ομάδας μου τους απάντησαν πως “οι παίκτες δεν είναι αυτοκίνητα για να τους πουλάμε”. Όμως εμένα από εκείνη τη στιγμή μου μπήκε η σκέψη να κάνω κάτι να φύγω από την Αλβανία, γιατί έβλεπα ότι δεν μπορούσα να εκπληρώσω τα όνειρά μου. Είχα παραστάσεις και από τις εθνικές ομάδες και έβλεπα πως ήταν η υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ εμείς ήμασταν πολύ πίσω.

Είχες και άλλες φορές γίνει “αντικείμενο” συζήτησης;

-Ναι, είχαμε παίξει και με την εθνική ελπίδων της Γαλλίας και μου έλεγαν και άνθρωποι της γαλλικής ομοσπονδίας ότι ήθελαν να με πάρουν να παίξω σε κάποια γαλλική ομάδα. Αλλά και πάλι οι άνθρωποι της αλβανικής ομοσπονδίας δεν με άφηναν.

Έτσι λοιπόν άρχισες σιγά σιγά να σκέφτεσαι τον τρόπο με τον οποίο θα πετύχεις το σκοπό σου.

-Στην Αλβανία τα πράγματα ήταν δύσκολα. Το κομουνιστικό καθεστώς δεν άφηνε ελευθερίες στους πολίτες, με αποτέλεσμα εμείς που βλέπαμε τι γίνονταν στην υπόλοιπη Ευρώπη, να σκεφτόμαστε το πως θα μπορέσουμε να φύγουμε. Όμως ξέρεις δεν ήταν καθόλου εύκολο. Δεν ήξερες ποιον να εμπιστευτείς και ποιος όχι. Κινδύνευες να πεις απλά κάτι και να βρεθείς μπλεγμένος, γιατί ο φίλος σου ο ίδιος ή ακόμα και ο αδελφός σου, μπορούσε να σε καταδώσει.

«Με τον Χότζα δώσαμε όρκο, βάζοντας ο ένας μαχαίρι στο λαιμό του άλλου, πως ο ένας δεν θα καταδώσει τον άλλον, για να πραγματοποιήσουμε την απόδραση από το ξενοδοχείο»

Εσύ όμως εμπιστεύτηκες τελικά τον Αρβίτ Χότζα και κάνατε πράξη το όνειρό σας, αλλά γιατί τελικά επιλέξατε την Αθήνα;

-Με τον Χότζα μην νομίζεις ότι έγιναν εύκολα τα πράγματα. Πριν κάνουμε ότι κάναμε, δώσαμε όρκο μεταξύ μας, ότι κανείς δεν θα “πουλήσει” τον άλλο. Και δώσαμε όρκο βάζοντας ο ένας μαχαίρι στο λαιμό του άλλου. Τώρα όσο για την Αθήνα που με ρώτησες κι εδώ έχω να σου πω, πως η Αθήνα προέκυψε στην πορεία ως προορισμός μας.

Δηλαδή είχατε και νωρίτερα προσπαθήσει;

-Αρχικά θέλαμε να φύγουμε στη Μάλτα, όταν παίξαμε με τη Σλιέμα. Όμως εμένα με φοβόντουσαν οι Αλβανοί ότι μπορεί να φύγω, επειδή ήδη είχα κάνει αίσθηση στην χώρα μου και μάλιστα ένα γκολ που είχα πετύχει ήταν και σήμα στην αθλητική εκπομπή της τηλεόρασης και είχε ψηφιστεί ως το καλύτερο όλων των εποχών στο πρωτάθλημα. Εκεί λοιπόν στο ξενοδοχείο ήταν πάρα πολλή η ασφάλεια από την αλβανική πρεσβεία και καταλάβαμε ότι υπήρχαν αρκετοί μυστικοί πράκτορες που μας φύλαγαν. Μετά παίξαμε στην Φινλανδία με την Ροβανιέμι. Εκεί μιλήσαμε με μια δημοσιογράφο και της ζητήσαμε πληροφορίες, αλλά ενώ ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα δεν το αποφασίσαμε. Μας είπε η δημοσιογράφος ότι επειδή η τότε κυβέρνηση της Φινλανδίας ήταν ουσιαστικά αριστερών πεποιθήσεων, υπήρχε ο κίνδυνος να μας παραδώσει στην αλβανική. Όταν φύγαμε από την Φινλανδία, κάναμε στάση στην Ουγγαρία, αλλά και εκεί το καθεστώς ήταν κομουνιστικό, οπότε τελευταία μας ευκαιρία ήταν η Αθήνα.

Ξέρω ότι φύγατε νύχτα από το ξενοδοχείο, αλλά μέχρι και σήμερα δεν έχει γίνει γνωστό που πήγατε, που κρυφτήκατε.

-Πραγματικά ενώ έχει γραφτεί η ιστορία μας, κανείς δεν έχει μάθει πως ακριβώς έγινε και αυτό θέλω να σου πω σήμερα. Λοιπόν εμείς είχαμε δει ότι στα 200 μέτρα περίπου ήταν η πρεσβεία της τότε Γιουγκοσλαβίας. Ξέραμε και σέρβικα και η χαρά τους δεν περιγράφεται. Εγώ είχα και ρίζες από το Μαυροβούνιο, γιατί το επίθετο της οικογένειάς μου είναι “Γιάχιτς”, αλλά το άλλαξαν όταν πήγαν στην Αλβανία σε “Μπερσενί”. Όπως ξέρεις Γιουγκοσλάβοι και Αλβανοί δεν έχουν και τις καλύτερες σχέσεις, οπότε ξέραμε ότι εκεί θα μας δεχόντουσαν άνετα. Κατεβήκαμε λοιπόν στη ρεσεψιόν και είδαμε ότι ο πράκτορας που μας φυλούσε στην είσοδο είχε αποκοιμηθεί. Τότε βγήκαμε από το ξενοδοχείο και πήγαμε στην πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας. Δεν πέσαμε έξω. Μας δέχτηκαν αμέσως, με μεγάλη χαρά και εμείς ζητήσαμε πολιτικό άσυλο. Οι Γιουγκοσλάβοι ενημέρωσαν τις ελληνικές αρχές και θυμάμαι ότι αμέσως ήρθε η ΕΥΠ, η οποία μας έδωσε εγγυήσεις ότι δεν θα μας παραδώσει. Ήρθαν τρία μαύρα τζιπ, έκλεισαν την Βασιλίσσης Σοφίας και κατέβηκαν άνδρες με αυτόματα και μας πήραν. Αυτό ήταν. Τα είχαμε καταφέρει. Ήταν 6 Νοεμβρίου και φυσικά είναι η μέρα που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.

«Η οικογένειά μου στην Αλβανία πέρασε άσχημα και μάλιστα εξορίστηκε σε ένα χωριό όπου και οι κότες μόνο πέτρες έβρισκαν για φαγητό»

Στην Αλβανία τότε πρέπει να έγινε μεγάλος χαμός. Έχω διαβάσει ότι έγιναν ανακρίσεις, άνθρωποι έφυγαν από τη Βλάζνια, αλλά και ότι οι οικογένειές σας αντιμετώπισαν μεγάλα προβλήματα.

Έτσι έγινε ακριβώς. Όλα αυτά που λες. Η δική μου οικογένεια υπέφερε. Ενώ ήταν καλοί και φιλήσυχοι άνθρωποι, εξορίστηκαν από τα Σκόδρα που μέναμε σε ένα χωριό πάνω στα βουνά, που ακόμα και οι κότες τρώνε πέτρες για να επιβιώσουν. Δεν υπήρχε τίποτα. Εκεί έστελναν οι κομουνιστές όσους ήθελαν να εξορίσουν. Μετά από χρόνια έμαθα πως την απόφαση πήρε ο δήμαρχος της πόλης και ενώ οι υπόλοιποι του έλεγαν να μην το κάνει, γιατί η οικογένειά μου δεν φταίει σε τίποτα για την δική μου απόφαση, αυτός ήταν ανένδοτος. Ήθελε να το κάνει για να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι. Όμως ο λαός με είχε ήδη κάνει ήρωα και με την δική μας απόδραση ουσιαστικά ανοίξαμε το δρόμο για να ακολουθήσουν κι άλλα παιδιά και να βρουν την τύχη τους. Είχαμε βάλει το νερό στο αυλάκι.

Σας παρέλαβαν οι ελληνικές αρχές λοιπόν και μετά τι έγινε;

Μας πήγαν στο τότε κέντρο μεταναστών στο Λαύριο. Εκεί οι αστυνομικοί μας είπαν να προσέχουμε και μας έβαλαν σε ένα θάλαμο που υπήρχαν και Ρουμάνοι και Βούλγαροι και Γιουγκοσλάβοι, αλλά και Κούρδοι. Εκεί -αφού σιγά σιγά η ιστορία μας γίνονταν γνωστή- μας βρήκε ένας άνθρωπος που ήταν κάτι σαν πρόεδρος των Βορειοηπειρωτών, ο κ. Γκίκας και μας βοήθησε πολύ. Μάλιστα ήταν αυτός που μας είχε κανονίσει και δώσαμε συνεντεύξεις τόσο στο CNN, όσο και στο BBC γιατί τότε η Αλβανία ήταν κλειστή χώρα, σαν την Βόρεια Κορέα τώρα και ίσως και πιο πολύ και όλοι ήθελαν να μάθουν πράγματα. Κάπως έτσι γίναμε ακόμα πιο γνωστοί.

Μετά απ’ όλα αυτά λοιπόν, πώς προέκυψε ο Πανιώνιος και πώς ξεκίνησες την καριέρα σου στην Ελλάδα;

Και εκεί περιπέτεια έγινε. Τίποτα δεν ήταν εύκολο (γέλια).

Δηλαδή;

Ο κ. Γκίκας μας πήρε μάλιστα από το Λαύριο και μας πήγε σε ένα ξενοδοχείο. Από εκεί ξεκίνησε να γίνεται γνωστή η ιστορία μας και μάλιστα δώσαμε και συνέντευξη στην “Αθλητική Ηχώ”. Γνώρισα και έναν άνθρωπο μετά που μου είπε ότι είχε άκρες για να κανονίσει να δοκιμαστώ στην ΑΕΚ. Μια μέρα μας είχε πει ότι θα περάσει ένα αυτοκίνητο να μας πάρει να πάμε στην προπόνηση. Μας ειδοποίησαν από την ρεσεψιόν και κατεβήκαμε και είδαμε τρεις μερσεντές να μας περιμένουν. Μας έβαλαν μέσα και φτάσαμε σε ένα τεράστιο κτήριο. Ανεβήκαμε στον τελευταίο όροφο και εκεί μάθαμε ότι τελικά μιλούσαμε με τους ανθρώπους του Πανιωνίου. Δεν ξέρω πως, αλλά ο τότε πρόεδρος ο Γεράσιμος Βεντούρης, είχε μάθει για εμάς και έστειλε και μας πήραν και μας πήγαν στα γραφεία του. Εκεί είχε και έναν διερμηνέα και τελικά μας έπεισε και υπογράψαμε στον Πανιώνιο. “Εγώ του έλεγα μας πως θα γίνει αυτό;”, αλλά εκείνος μου έλεγε για την ιστορία του Πανιωνίου και ότι είναι προσφυγική ομάδα, για τον Θωμά Μαύρο και μάλιστα εκείνη την εποχή είχε παίξει και ο Πανιώνιος με την Τουλούζ και έτσι υπογράψαμε.

«Τουλάχιστον δύο φορές, έπεσα θύμα απόπειρας κατά της σωματικής μου ακεραιότητας, γιατί στην Αλβανία δεν μπορούσαν να χωνέψουν τον τρόπο με τον οποίο έφυγα»

Από τότε βρήκες και την ηρεμία σου;

Ποδοσφαιρικά ναι, όμως στην Αλβανία δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι είχαμε φύγει με τον τρόπο που φύγαμε και έγιναν διάφορα πράγματα. Έγιναν απόπειρες εναντίον μου.

Τι εννοείς;

Μια φορά πηγαίναμε στην προπόνηση με τον Χότζα και έπεσε πάνω μας ένα αυτοκίνητο. Το μόνο που προλάβαμε να δούμε ήταν ότι είχε πινακίδες διπλωματικού σώματος. Μπορεί να ήταν τυχαίο γεγονός, μπορεί και όχι. Μια άλλη φορά πάντως, με έκλεισε ένα τζιπ και κατέβηκαν οπλισμένοι άνδρες, οι οποίοι μιλούσαν αλβανικά. Κατάφερε να αντέδρασα και έτσι γλύτωσα.

Πώς αντέδρασες;

Άστο αυτό, δεν κάνει να το γράψουμε (γέλια). Πάντως και τις δύο φορές ενημέρωσα τον Πανιώνιο και μάλιστα τη δεύτερη, ο Παναγιώτης Αμανίτης σε συνεργασία με το υπουργείο εξωτερικών, έστειλαν διάβημα στην αλβανική πρεσβεία και ενημέρωσαν πως εάν πάθουμε τίποτα θα τους θεωρήσουν υπεύθυνους.

«Στην κηδεία του πατέρα μου το 2014, πέρασα στην Αλβανία κρυφά, για να μπορέσω να είμαι εκεί»

Φαντάζομαι ότι στην Αλβανία δεν μπορούσες να πας να δεις την οικογένειά σου.

Εννοείται. Να φανταστείς ότι από τον Πανιώνιο μου είχαν βγάλει διαβατήριο που ήταν για όλες τις χώρες του κόσμου, εκτός από την Αλβανία. Φοβόμουν ότι μπορεί να με απαγάγουν και ήθελα να γράφει αυτό το διαβατήριο για να το δουν στα ελληνικά σύνορα και να μην επιτρέψουν την έξοδό μου από τη χώρα. Πήγα όμως στην Αλβανία κρυφά δύο φορές. Τελευταία ήταν στην κηδεία του πατέρα μου και είχα μιλήσει με ανθρώπους δικούς μου εκεί, για να τα έχουν όλα έτοιμα. Να ξέρεις ότι το facebook με έχει βοηθήσει πολύ και είναι αυτό που γενικά αποτελεί “εργαλείο”. Γι αυτό άλλωστε πολλές χώρες απαγορεύουν τη χρήση του, σε πολίτες τους, για να μην βγαίνουν προς τα έξω όσα γίνονται μέσα σε αυτές. Εγώ πάντως κατάφερα τελευταία φορά και πήγα το 2014 στην κηδεία του πατέρα μου. Αλλά με πολλές προφυλάξεις.

Γιατί ακόμα αντιμετωπίζεις πρόβλημα; Δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα;

Ναι ακόμα. Δεν θα σου πω πολλά, αλλά μόνο ότι ουσιαστικά η νοοτροπία παραμένει η ίδια. Μπορεί να φαίνεται ότι μια χώρα βγαίνει από το κομουνιστικό παρελθόν και δεν μιλάω μόνο για την Αλβανία, αλλά και για τη Ρωσία παράδειγμα, όμως οι άνθρωποι που την διοικούν ουσιαστικά προέρχονται από εκείνη την περίοδο και η νοοτροπία δεν έχει αλλάξει εντελώς.

Μιλάμε τόση ώρα και πραγματικά δεν έχουμε πει τίποτα ποδοσφαιρικό για την καριέρα σου στην Ελλάδα. Πες μου για σένα τελικά τι ήταν ο Πανιώνιος;

Η οικογένειά μου, η ασφάλειά μου. Εδώ βρήκα ανθρώπους που πραγματικά μου στάθηκαν σαν οικογένεια. Έγιναν η οικογένεια που είχα αφήσει πίσω στην Αλβανία και ήταν δίπλα μου κάθε στιγμή. Στη Νέα Σμύρνη μπορεί να σου χτυπήσει κάποιος το κουδούνι για να σου πει απλά ένα γειά ή για να έρθει να καθίσει μαζί σου να σου κάνει παρέα. Πουθενά αλλού δεν το έχω δει αυτό.

Παράλληλα όμως η Νέα Σμύρνη είναι και μια κοινωνία όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και αμέσως γίνονται όλα γνωστά.

Ξέρω τι λες και το έχω νιώσει. Κοίτα, εγώ στον Πανιώνιο ήρθα νέο παιδί και κατάφερα να δείξω το ταλέντο μου. Θυμάμαι ότι στην πρώτη προπόνηση με τον Μπραμς, έκανε διπλό και με έβαλε να πηγαίνω πάνω στον Ηλία τον Μπέριο. Εγώ ήθελα να δείξω πράγματα και έκανα διάφορα, με αποτέλεσμα ο Ηλίας να έχει εκνευριστεί και να θέλει να με κλωτσήσει, αλλά δεν μπορούσε ούτε να με πετύχει (γέλια). Λέει τότε του Μπραμς: “Μίστερ άλλαξέ τον πλευρά” και φώναξε ο Γραβάνης: “Φέρτον σε μένα”. Ο Γραβάνης ήταν καλό παιδί, αλλά τον εκνεύρισα και πιαστήκαμε στα χέρια. Τότε ο Κουτρόπουλος, ο Λίμα, ο Χαλκίδης είπαν στον Μπραμς να μου βγάλει αμέσως δελτίο. Ο Μπραμς με αγάπησε και όταν έφευγε για να πάει στο Βέλγιο με ήθελε μαζί, αλλά ο Βεντούρης του είπε: “Μίστερ όχι ακόμα. Καλά καλά δεν τον έχουμε χαρεί εμείς”.

Σου άρεσε πάντα η Νέα Σμύρνη και τελικά δεν έφυγες.

(Γέλια). Αφού ξέρεις, ίδια ηλικία έχουμε και στα ίδια μαγαζιά πηγαίναμε. Την Νέα Σμύρνη την λάτρεψα. Γενικά την Ελλάδα την λάτρεψα. Μου αρέσει αυτή η χώρα. Δεν ήθελα να πάω ούτε στην Αμερική που πίστευα αρχικά, ούτε πουθενά αλλού. Στην Ελλάδα και μόνο με πασατέμπο και αναψυκτικό είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον πλανήτη. Πάω περπατάω μόνος μου στην παραλία και με γεμίζει. Οι Έλληνες -μην κοιτάς τώρα που περνάνε δυσκολίες- είναι φιλόξενος λαός. Κι εγώ φυσικά παντρεύτηκα και Ελληνίδα.

Γι αυτό δεν έφυγες να πας σε άλλη ομάδα;

Στη Νέα Σμύρνη μου άρεσε. Ξέρεις ότι ήμουν κι εγώ μέσα στην ιστορία με τα έξι δελτία που δεν ανανεώθηκαν, τότε που πήγε ο Μαραγκός στον Παναθηναϊκό. Μάλιστα τότε με πήρε ξημερώματα ο πρόεδρος του Λεβαδειακού, ο Μιχάλης Σκλαπάνης, γιατί με ήθελε σαν “τρελός” ο Τέλης Μπατάκης. Σε ένα φιλικό στη Λιβαδειά είχα βάλει 4 γκολ και είχα χάσει και πέναλτι. Πήγα σε ραντεβού μαζί του στην Πλάκα και εκεί έμαθα ότι ήμουν ελεύθερος. Μου έδινε για δύο χρόνια 21 εκατομμύρια και ένα σπίτι. Αλλά εγώ δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είχε γίνει με το δελτίο μου και δεν ήθελα να “πουλήσω” τον Πανιώνιο. Πράγματι γύρισα στη Νέα Σμύρνη και συναντήθηκα με τον Ερμείδη, ο οποίος κλαίγοντας μου έλεγε να μείνω, να μην τον πουλήσω και τέτοια. Ερχόταν και ο Μιχάλης ο Δόνας και μου έλεγε να μείνω. Εγώ του είπα ότι δεν έχω φύγει και μάλιστα ήμουν ο μόνος που συνέχιζα κανονικά τις προπονήσεις. Μάλλον όχι ο μόνος, ήταν και ο Κοπιτσής μαζί μου. Τότε με ήθελαν ομάδες όπως ο Πιερικός, η Ξάνθη, από τη Θεσσαλονίκη ένας δημοσιογράφος μου έλεγε ότι μπορούσε να μιλήσει στον ΠΑΟΚ ή στον Άρη. Εγώ όμως την Νέα Σμύρνη και τον Πανιώνιο τους είχα σαν το σπίτι μου. Δεν ήθελα να φύγω από εδώ και παρά το πρεσάρισμα που μου έκαναν, συμφώνησα με τον Ερμείδη και μου έκανε και καλύτερο συμβόλαιο και έμεινα εδώ. Μάλιστα τότε είπα του Σκλαπάνη για να τον αποφύγω: “Πρόεδρε η Λιβαδειά είναι μικρή πόλη και αν πάω στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα, θα το μάθεις αμέσως”.

Ήσουν γενικά γλεντζές, σου άρεσε το να βγαίνεις και να ξενυχτάς.

(Γέλια). Μικρό παιδί ήμουν και φυσικά μου άρεσε η ζωή. Άλλωστε είχα προτάσεις και από Γιάννενα και Παναιτωλικό, αλλά δεν ήθελα πραγματικά να φύγω από τη Νέα Σμύρνη. Εγώ τότε δεν ήξερα τι σημαίνει επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Είχα και συμπαίκτες στον Πανιώνιο που έβγαιναν, αλλά από ένα σημείο και μετά μου είχε βγει το όνομα και μόνο εμένα έγραφαν οι εφημερίδες. Μάλιστα μια φορά θυμάμαι ότι με “έδωσε” ένα συμπαίκτη μου, κολλητός και το έμαθα από τον ίδιο τον δημοσιογράφο. Αυτός επειδή η γυναίκα του τον πίεζε να βγαίνουν και δεν ήθελε, για να της δώσει ένα παράδειγμα πως όπου και να πάμε μας ξέρουν και είμαστε δημόσια πρόσωπα, με “έδωσε” σε δημοσιογράφο για να δείξει στην γυναίκα του τι θα συνέβαινε.

«Ο Θωμάς με είχε σαν μικρό του αδελφό και μου έλεγε πως δεν χρειάζομαι μάνατζερ και όταν έρθει ώρα θα γίνει αυτός μάνατζερ μου»

Με τον Θωμά όμως είχες εξαιρετικές σχέσεις από όσο ξέρω.

Ο Θωμάς με είχε σαν τον μικρό του αδελφό και μου έλεγε ότι δεν χρειάζεται να βρω μάνατζερ, γιατί με την μπάλα που έπαιζα θα με έβρισκαν αυτοί. Μάλιστα ο Θωμάς έλεγε γελώντας πως θα γίνει αυτός μάνατζέρ μου. Εγώ κάπνιζα, αλλά ήμουν και ο πιο γυμνασμένος, μαζί με τον Θέμη Τζανετή, με τον οποίο κάναμε “κόντρες” στη γυμναστική. Εγώ έκανα κούρσες και δεν κουραζόμουν και είχα συμπαίκτες που μου έλεγαν να “χαλαρώσω” για να έχω δυνάμεις να μπορέσουμε να πάμε να πιούμε ένα ποτό το βράδυ. Αλλά για κανέναν δεν έγραφαν. Μόνο για μένα. Μάλιστα μια φορά ήμουν με συμπαίκτες μου σε ένα μαγαζί και έφυγαν νωρίτερα οι άλλοι και πήραν τηλέφωνο στη διοίκηση και είπαν ότι είμαι στο τάδε μαγαζί και με “έδωσαν”. Ξεκινούσαν τα παιχνίδια και ο κόσμος με έβριζε γιατί έλεγαν ότι ξενυχτάω. Ένα βράδυ είχε χαλάσει το κουδούνι στο σπίτι και είχε έρθει ο Αμανίτης για έλεγχο. Εγώ ήμουν μέσα και έβλεπα ταινία, αλλά επειδή δεν δούλευε το κουδούνι δεν άνοιξα. Την επόμενη μέρα έφαγα πρόστιμο και προσπαθούσα να πείσω ότι δεν έφταιγα. Αλλά είναι αυτό που λέμε “καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα”. Κάπως έτσι με “έφαγε” και ο Βούκοτιτς.

Δηλαδή;

-Ήμασταν στην Ρουμανία στην προετοιμασία και καθόμουν στο μπαρ του ξενοδοχείου και ήταν μια κοπέλα εκεί. Πιάσαμε την κουβέντα και είχα πάρει μια μπύρα. Την άλλη μέρα είχαμε ένα φιλικό και μου είχε πρηστεί το γόνατο. Ζήτησα να μην παίξω στο ματς, αλλά ο Βούκοτιτς μου έλεγε: “Χθες όμως ήξερες να κάθεσαι στο μπαρ”. Μετά σε ένα ματς με τον ΟΦΗ δεν με είχε ούτε 18άδα. Πήγα και του μίλησα και τσακωθήκαμε στη φυσούνα. Εκεί θυμάμαι ήταν ο Νιόπλιας, ο οποίος παρότι έπαιζε στον ΟΦΗ μπήκε στη μέση και μου έλεγε: “Πρόσεξε θα σου κόψουν τη μπάλα”. Μετά με κάλεσε στο γραφείο του ο Βούκοτιτς και μου είπε ότι στο επόμενο ματς με τον Ολυμπιακό στο Άργος, επειδή ήταν τιμωρημένος ο Ολυμπιακός, ήθελε να με ξεκινήσει, αλλά για να μην φανεί ότι το κάνει επειδή είχαμε τσακωθεί στο Ηράκλειο, θα με έβαζε τελικά στο δεύτερο ημίχρονο. Μετά ο ίδιος μάνατζερ που είχε φέρει τον Βούκοτιτς, έφερε και τον Γιόχανσον και με φώναξε να με ρωτήσει εάν έχω χορηγό και αν έχω μάνατζερ. Του είπα ότι δεν έχω και από τότε ουσιαστικά άρχισε το τέλος.

«Τώρα αποφάσισα να βγω από το καβούκι μου και να πω την ιστορία μου όπως ακριβώς έγινε»

Έχεις σκεφτεί ότι ουσιαστικά δεν κάναμε συνέντευξη, αλλά μου περιέγραψες μια ιστορία που μπορεί να γίνει εύκολα ταινία;

Μα ήδη στην Αλβανία μου έχουν ζητήσει να το κάνουν βιβλίο ή ταινία. Γιατί ουσιαστικά ακόμα και σήμερα ο κόσμος μου λέει ότι εγώ άνοιξα την πόρτα για να μπορέσουν να ζήσουν το όνειρό τους κι άλλα παιδιά. Μάλιστα δέχομαι μηνύματα από κόσμο που μου δίνουν συγχαρητήρια. Και να σκεφτείς ότι δεν σου τα είπα και με λεπτομέρειες, αλλιώς θα έπρεπε να γράφεις για μέρες (γέλια). Μπορεί στο μέλλον, τώρα που αποφάσισα να “βγω από το καβούκι μου” να το κάνουμε. Ποτέ δεν ξέρεις.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News