Γιώργος Συρίγος: Ο θρίαμβος στο Ευρωμπάσκετ του 1987 μέσα από τα μάτια του 11χρονου τότε γιου του Φίλιππα Συρίγου

Ο Γιώργος Συρίγος έζησε τον θρίαμβο του 1987 φορώντας την κάσκα της μετάδοσης, δίπλα στον πατέρα του Φίλιππα και εξομολογείται στο sportday.gr για την… πρόκριση στα χέρια του τίμιου γίγαντα, τα τηλέφωνα που δεχόταν σπίτι και την πόλη του που για πρώτη φορά την είδε έτσι!

Τα θαύματα δεν γίνονται δύο και τρεις φορές, άλλωστε τι θαύματα θα ήταν, αν έτειναν να γίνουν συνήθεια. Δείτε για παράδειγμα το θρίαμβο της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου το 2004. Χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε τις επόμενες γενιές ή να κάνουμε τους προφήτες, αμφιβάλλουμε πολύ αν θα ζήσουμε να ξαναδούμε την Ελλάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης. Εδώ…. Κοτζάμ Αγγλία, παλεύει, ανεπιτυχώς 62 χρόνια για να τα καταφέρει. 

Στο μπάσκετ η νίκη στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1987 επαναλήφθηκε το 2005, αλλά τα δύο χρυσά μετάλλια δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, οπότε σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για επανάληψη ενός θαύματος. Για να μη σας κουράζουμε με δικά μας επιχειρήματα, θα σας μεταφέρουμε πίσω σε εκείνον τον πρώτο τελικό, που έγινε σαν σήμερα στις 14 Ιουνίου του 1987, μέσα από τα λόγια του 46χρονου σήμερα και τα μάτια του 11χρονου τότε Γιώργου Συρίγου.

Ο Σαμπόνις και ο τίμιος γίγαντας

Γιώργο ο πατέρας σου Φίλιππας ήταν στην περιγραφή εκείνου του αγώνα από τη σταθερή θέση του σχολιαστή της ΕΡΤ στα δημοσιογραφικά έδρανα του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας. Εσύ πού βρισκόσουν;

«Δίπλα του, όπως σε όλα τα νοκ άουτ παιχνίδια. Στην πρώτη φάση με είχε πάρει μαζί του μόνο σε ένα παιχνίδι. Ο κόσμος δεν είχε πάρει πολύ ζεστά ακόμα τη διοργάνωση.

Οι κονσόλες της ΕΡΤ ήταν για δύο άτομα με δύο κάσκες ακουστικών. Τη μία φορούσε ο Φίλιππας και την άλλη εγώ, χωρίς να μιλάω βέβαια. Την περιγραφή την έκανε μόνος του. Ήμουν πλήρως εξοικειωμένος με την κονσόλα, αφού από το 1984 τον συνόδευα στις μεταδόσεις. Ήξερα να τη χειρίζομαι, να του μιλάω με την ενδοεπικοινωνία».

Σε εκείνον τον τελικό της 14ης Ιουνίου με αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση θυμάσαι να του είπες κάτι μέσω της ενδοσυνεννόησης;

«Του μίλησα όταν ανέφερε το όνομα του Σαμπόνις, ο οποίος, βέβαια, δεν συμμετείχε σε εκείνο το Ευρωμπάσκετ».

Τον διόρθωσες δηλαδή…

«Ναι, μου είπε “το ξέρω, δεν πειράζει, ένα λαθάκι έκανα, πάμε παρακάτω”. Και μετά από λίγο είπε ξανά Σαμπόνις!».

Και…

«Γυρνάει και μου λέει «σκάσε θα σε δείρω» ή κάτι λίγο πιο βαρύ που θα μας το κόψει η λογοκρισία… Είχαμε ιδιαίτερη σχέση με τον Φίλιππα. Εγώ πάντα είχα λίγο θάρρος παραπάνω από ό,τι έχει ένα παιδί συνήθως απέναντι στον πατέρα μου. Κι αυτός, με τη σειρά του, ήταν λίγο πιο απότομος μαζί μου. Ήμουν σαν τον πολύ μικρότερο αδερφό του».

Όταν είπε η «πρόκριση στα χέρια αυτά του τίμιου γίγαντα», αντιλήφθηκες το λάθος;

«Ομολογώ ότι από ένα σημείο και μετά αυτό που ζούσαμε ήταν κάτι… βιβλικό, ανεπανάληπτο, σαν εικόνα, σαν χρώμα. Ονειρευόμασταν ξύπνιοι! Η λογική έλεγε ότι ζούσαμε κάτι το αδιανόητο, στο όριο του μεταφυσικού. Εμείς, μια ομάδα… 6ης κατηγορίας κερδίζαμε τους καλύτερους. Ούτε που κατάλαβα ότι είπε πρόκριση, αντί για τον τίτλο». 

Ο τελικός ήταν πιο «εύκολος» από τον ημιτελικό

Πίστευες στη νίκη σε εκείνον τον ανεπανάληπτο τελικό, ότι αυτό το τελικό 103-101 θα ήταν υπέρ της Ελλάδας;

«Να σου πω την αλήθεια, φοβόμουν πιο πολύ τον ημιτελικό με τη Γιουγκοσλαβία. Το ότι τους κερδίσαμε με τον Ντράζεν Πέτροβιτς στη σύνθεσή τους και δεύτερη φορά, μετά τους ομίλους, ήταν πέρα από κάθε λογική. Αυτές τις ομάδες πριν από το 1987 δεν μπορούσαμε να τις κοιτάξουμε στα μάτια. Στο μυαλό μου πίστευα ότι δεν είχαμε πιθανότητες να τους κερδίσουμε. Στον τελικό ήταν αλλιώς».

Δηλαδή;

«Να, στον όμιλο είχαμε χάσει με τρεις πόντους και δεν είχαν στη σύνθεσή τους τον Σαμπόνις, που έναν χρόνο πριν στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, παραλίγο να κερδίσει μόνος τους τους Αμερικανούς. Ναι, είχαν παιχταράδες, τον Μαρτσουλιόνις, το θηρίο τον Τσατσένκο, κι άλλους πολλούς, αλλά ο Σαμπόνις ήταν μεγάλη απουσία. Έλλειπε ο θεός τους. Μπήκαμε πιο ήρεμοι στο παιχνίδι».

Γιατί η νίκη του 1987 ήταν τόσο διαφορετική από αυτήν του 2005;

«Μπορεί να ήμουν μικρός σε ηλικία, αλλά σκέψου ότι στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης δεν είχαν γίνει πολλά σημαντικά γεγονότα. Είχαμε την ένταξη στην ΕΟΚ και δυο-τρία ριζσπαστικά νομοσχέδια που επέφεραν αλλαγές στην καθημερινότητα των Ελλήνων. Στον αθλητισμό, με εξαίρεση το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στίβου της Αθήνας, το 1982 με τα μετάλλια της Βερούλη και της Σακοράφα και τα εγκαίνια του πρώτου πραγματικά μεγάλου σταδίου στη χώρα, ο κόσμος δεν είχε ασχοληθεί μαζικά με κάτι άλλο, άντε λίγο με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και κάποια σκόρπια μετάλλια..

Και ήρθε το 1987, το Ευρωμπάσκετ, στο σχετικά νεόδμητο (από το 1985) Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Κερδίσαμε τις ομάδες που μας «έριχναν» 30 και 40 πόντους. Για φαντάσου τις αντιδράσεις του κόσμου…» 

Θυμάσαι κάποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίδρασης κάποιου γνωστού σου προσώπου; 

«Ήμασταν στο εξοχικό μας στην Αίγινα και χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ένας ντόπιος, φίλος της οικογένειας. Το σήκωσε η μητέρα μου ή η γιαγιά μου και τη ρώτησε αν όλο αυτό που είδε στην τηλεόραση συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ότι η Ελλάδα κέρδισε τους Ιταλούς, τους Γιουγκοσλάβους, τους Σοβιετικούς. Ο κόσμος το έβλεπε με τα μάτια του και πάλι δεν το πίστευε!».

Ο Παπανδρέου, ο Μητσοτάκης και η Μελίνα

Μετά το ματς κατεβήκατε με τον Φίλιππα στο χώρο των αποδυτηρίων στη μικτή ζώνη;

«Ο πατέρας μου έκανε ταυτόχρονα και την παραγωγή, ήταν ένα μεγάλο εγχείρημα για την ΕΡΤ η κάλυψη του Ευρωμπάσκετ. Επομένως ήταν αφοσιωμένος στην παραγωγή. Να φανταστείς ανέβαινε στη θέση του μόλις πέντε λεπτά πριν αρχίσει ο αγώνας με ένα πακέτο τσιγάρα και ένα στυλό. 

Το πρόγραμμά του ήταν εξουθενωτικό. Από το πρωί ήταν στο ΣΕΦ, στο διάλλειμα γύρναγε για λίγο στο σπίτι, καθώς μέναμε στον Πειραιά, δηλαδή πολύ κοντά, και στα νοκ άουτ με έπαιρνε μαζί του και επέστρεφε στο στάδιο.

Έτσι, μετά τον τελικό βρέθηκα μόνος μου στο χώρο έξω από τα αποδυτήρια. Με ήξεραν όλοι, οπότε με άφηναν να κυκλοφορώ».

Ποιους είδες εκεί;

«Με τις φιγούρες των παικτών είχα εξοικειωθεί, ακόμα και με τον Γκάλη. Είδα, όμως κι αυτούς που έβλεπες τότε μόνος την τηλεόραση και στις εφημερίδες. Τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τη Μελίνα Μερκούρη, τεράστιες προσωπικότητες όλοι τους. Ήταν όλοι εκεί. Αρχικά ένιωσα δέος, μου έκανε τεράστια εντύπωση που ήταν κι αυτοί εκεί, συμμετείχαν στο πάρτι.

Ήταν σαν να είχαν έρθει όλοι αυτοί στα λημέρια ενός 11χρονου. Όσο τους έβλεπα, άρχισα να σκέφτομαι ότι είναι κι αυτοί μεγάλα παιδιά και ήρθαν να διασκεδάσουν στο πάρτι.

Κάποια στιγμή χάθηκα μέσα στο πλήθος, με βλέπει ο Βασιλακόπουλος ή ο Καπαγέρωφ και ρωτάει “Ρε εσείς του Φίλιππα δεν είναι αυτός;”, και με συνόδευσαν μέχρι το σημείο που ήταν ο πατέρας μου».

 

Οι βιντεοκασέτες και ο Φασούλας

Σε εκείνη την ηλικία πόσο καλά ήξερες το άθλημα για να καταλαβαίνεις τι ακριβώς συνέβαινε γύρω σου; 

«Από το 1982 θυμάμαι να βλέπω παιχνίδια μπάσκετ. Από το 1985 ο πατέρας μου, μου είχε αναθέσει την ευθύνη να γράφω σε βιντεοκασέτες τις μεταδόσεις του. Συνήθως έσβηνα τα σίριαλ που έγραφε στο βίντεο η μητέρα μου… Ήξερα όλους τους παίκτες και τις δυνατότητές τους. Γι’ αυτό σου είπα πριν για τον Σαμπόνις, με τον οποίο είχα «κόλλημα», όπως και με τον Τζαμπάρ και τον Μάτζκ των Λέικερς».

Ποια ομάδα υποστήριζες;

«Όλη η Ελλάδα τότε ήταν με τον Άρη, εγώ υποστήριζα τον ΠΑΟΚ, ίσως και από αντίδραση. Μου άρεσε πολύ ο Φασούλας. Ένας ψηλός ευκίνητος τα έβαζε με σέντερ τετράγωνους ή τετράφυλλες ντουλάπες, όπως οι Ιταλοί Κόστα και Μενεγκίν, ο Βράνκοβιτς, ο Βεστρίς.

Τις Πέμπτες, βέβαια, ήμασταν όλοι Άρης!. Αυτά που έκανε ο Γκάλης ήταν αδιανόητα. Και ο ΜάΚαντου έβαζε πολλούς πόντους, αλλά ήταν 2.10. Και ο Οσκάρ, αλλά μόνο με μακρινά σουτ».

Σαν χθες, 13 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 43 χρόνια από την πρώτη μετάδοση του Φίλιππα Συρίγου σε Ευρωμπάσκετ, το 1979 στο Τορίνο. Αν και ήσουν πολύ μικρός τότε για το θυμάσαι, γνωρίζει κάτι ιδιαίτερο γι’ αυτήν τη μετάδοση. 

«Γνωρίζω ότι αποφασίστηκε στην τελευταία στιγμή και ότι αυτός που πίεσε για να μεταδοθεί το παιχνίδι ήταν ο Τέρενς Κουΐκ».

Οι δρόμοι προέκταση του ΣΕΦ

Πριν κλείσουμε, θα ήθελα να σου ζητήσω να μας μεταφέρεις ως εικόνα το κλίμα μετά τη νίκη της Ελλάδας στον τελικό του 1987. Τα επινίκια.

«Είχαμε φύγει από το ΣΕΦ μία ώρα, ίσως και περισσότερο, μετά τη λήξη του αγώνα. Φτάσαμε στο Πασαλιμάνι, ήταν περασμένα μεσάνυχτα, γύρω στη 01:00. Έβλεπα την πόλη μου όπως δεν την είχα δει ποτέ ξανά. Ήταν σαν να ήταν μέρα, τα πάντα ήταν φωταγωγημένα. Όλοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Θύμιζε το κλίμα στις προεκλογικές συγκεντρώσεις της δεκαετίας του ’80. Ουσιαστικά οι δρόμοι είχαν γίνει μια προέκταση του γηπέδου».

Κάτι αντίστοιχο έγινε ξανά το 2004 με τη νίκη της Εθνικής στο Euro 2004, αλλά όχι το 2005 με τη δεύτερη επικράτηση της Ελλάδας σε Ευρωμπάσκετ. Γιατί εκείνη η ομάδα του 1987, με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα και τα άλλα παιδιά, με soundtrack το Final Countdown των Europe από τα ηχεία του ΣΕΦ και τη φωνή του Φίλιππα Συρίγου από το μικρόφωνο της ΕΡΤ, βοήθησε τους Έλληνες να πιστέψουν ότι δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τους υπόλοιπους προηγμένους αθλητικά Ευρωπαίους. Και το απέδειξαν στα χρόνια που ακολούθησαν στο μπάσκετ, στο στίβο, στο πόλο και σε πλήθος άλλων αθλημάτων.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News