Γιούργκεν Κλοπ: Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του αλλού από τη Λίβερπουλ

Αποδείχθηκε ήδη οικτρός ψεύτης ο Γιούργκεν Κλοπ. Το 2024, το έτος που θα έφευγε από τη Λίβερπουλ, αναμενόταν περίπου όπως η τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, με την οποία, όπως λέει, θα δώσει τέλος στην καριέρα του. Ο Κλοπ, πριν καν φτάσει το… 2023, «έδεσε» τον εαυτό του ως το 2026. Αν θυμηθεί κάποιος ότι τις τύχες των «κόκκινων» ανέλαβε το 2015, τότε καλώς εχόντων των πραγμάτων θα συμπληρώσει εφτά χρόνια στο «Άνφιλντ» τον Οκτώβριο, τα οποία θα γίνουν… 11. Αυτό θα σημαίνει ότι θα ξεπεράσει το χρόνο που ο Μπομπ Πέισλι ήταν πρώτος προπονητής των «κόκκινων», δηλαδή τα 9, αν και ο τελευταίος ήταν συνεργάτης προπονητής του Μπιλ Σάνκλι από το 1959, όταν ο αρχιερέας του Μέρσεϊσαϊντ, ο άνθρωπος που μοίραζε εισιτήρια σε πιτσιρικάδες που έκαναν μεροκάματα σε βενζινάδικα και οικοδομές και κατόρθωσε όχι μόνο να κάνει τη Λίβερπουλ μεγάλη, αλλά να δώσει στην ομάδα αυτήν τη σύνδεση με τον κόσμο, έπιασε στασίδι στο λιμάνι.

Ούτως ή άλλως, ο Κλοπ θα μπορέσει να προσπεράσει κι αυτόν. Τι στο καλό; Δύο ανανεώσεις είναι.

Η συνειδητοποίηση για τη συμφωνία που ο Γερμανός πέτυχε με τη διοίκηση της ομάδας και η σχετική σιγουριά που αναδεικνύεται στα χρόνια που πρόκειται να φτάσει, είναι κατά το ήττον ατόπημα. Ασφαλώς, το αύριο ουδείς γνωρίζει τι θα φέρει, πάντως αυτό που ξέρουμε είναι πως αν μοιάζει με το σήμερα, σίγουρα θα μείνει όλη τη θητεία του. Ελάχιστοι προπονητές μπορούν να νιώθουν σίγουροι για τις δουλειές τους. Ακόμα κι αν γίνει κάτι εντελώς εξωφρενικό, να τερματίσει, δηλαδή, όγδοη, όπως συνέβη την πρώτη χρονιά του, δεν θα μπορούσε οποιοσδήποτε να φανταστεί ότι θα υπήρχε κάποιος που θα αναλάμβανε την ευθύνη να τον διώξει, όπως επί παραδείγματι έγινε στη Λιντς, όταν αποφάσισαν την καρατόμηση του Μαρσέλο Μπιέλσα μπας και παραμείνουν στην Premier League.

Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που, μετά το 2-0 επί της Βιγιαρεάλ για τον πρώτο ημιτελικό του Champions League στο «Άνφιλντ», δεν έμεινε κάποιος που να μην πει ότι αυτή η Λίβερπουλ είναι η κορυφαία όλων των εποχών.

Η εξήγηση που έδωσε ο Γερμανός για την παραμονή του, είναι, φυσικά, επαρκής. Επιπλέον, υπάρχει και κάτι άλλο σε πρακτικό στάδιο. Το ποδόσφαιρο που παίζει η ομάδα, το οποίο, επειδή έχει στοιχεία φουτουρισμού, ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι θα αργήσει να γίνει κοινή γνώση, ώστε να νιώσει παρωχημένος. Πιθανότατα, η μεταγραφή του Λουίς Ντίαζ και ο τρόπος που παίζει ο Κολομβιανός ενισχύουν αυτό το αίσθημα: πλέον ξέρει, μετά τις εξ ολοκλήρου επιτυχημένες επιλογές τουλάχιστον στο επιθετικό κομμάτι, όχι μόνο τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχουν οι παίκτες που ενσαρκώνουν το όραμά του, αλλά και πού θα τους βρει.

Από την άλλη μεριά, ακόμα κι αν δεν ισχύουν αυτά περί επικοινωνίας και ενός μέρους που νιώθει ευπρόσδεκτος, είναι δύσκολο να φανταστείς πού αλλού θα μπορούσε να πάει.

 

Οι αρχές και η… Μπιλμπάο

Έκπληξη σίγουρα δεν αποτελεί πως, εφόσον τον ίδιο και το περιβάλλον του δεν περιμένουν δυσάρεστες εκπλήξεις, ο Κλοπ θα είχε πάντα δουλειά, όπου ήθελε. Αν έφευγε από τη Λίβερπουλ στις 30 Απριλίου, Πρωτομαγιά θα είχε συμφωνήσει όπου γούσταρε, κι ας είναι κι απεργία.

Το θέμα, λοιπόν, το προκείμενο, είναι αυτό που τον καλύπτει. Στην πραγματικότητα, ό,τι ακούγεται ανά καιρούς για την εθνική Γερμανίας ή τη Ρεάλ Μαδρίτης, ακόμα και για την εθνική Αγγλίας, ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας υπό την έννοια ότι ουδόλως ταιριάζει στις αρχές του. Ακόμα κι αν το λαϊκό σόφισμα «αλίμονο στο νέο που δεν είναι αριστερός και στο γέρο που δεν είναι δεξιός» ισχύει σε μεγάλο βαθμό, είναι δύσκολο να τον φανταστείς, με το πάθος και την ένταση που ζει το παιχνίδι, ακόμα και με τα ρούχα που παρουσιάζεται στο «Άνφιλντ», να γίνει ομοσπονδιακός προπονητής στην εθνική ομάδα της πατρίδας του ή να κοουτσάρει τη Ρεάλ. Αλίμονο, ο υπαινιγμός ότι στο Λίβερπουλ και τα καλά φυλαγμένα γραφεία ο καπιταλισμός είναι πιο… νωθρός από εκείνα στο Μόναχο ή τη Μαδρίτη, δεν μπορεί να ισχύει. Οι μετοχές και το χρηματιστήριο, οι πωλήσεις και τιμές που ο φίλαθλος μάλλον δεν μπορεί να φανταστεί, βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Η Λίβερπουλ είναι brand εδώ και πάνω από 60 χρόνια, οι επιτυχίες της το κάνουν ακόμα μεγαλύτερο.

Αλλά για μια ψευδαίσθηση ζούμε. Είτε πρόκειται για τον αιώνιο έρωτα είτε για μια δουλειά που θα καλύπτει μέρος αυτού που ονομάζεται ψυχή, στόχος είναι να πέσουμε στη λούπα και να παραμείνουμε για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε αυτήν, πριν, τουλάχιστον, προσγειωθούμε βάναυσα στην πραγματικότητα. Ο Κλοπ έχει βρει αυτήν τη λούπα, η οποία τον απομακρύνει από την παγίδα του αρτηριοσκληρωτισμού, που ενδεχομένως κιόλας να νιώθει ότι υπάρχει στις ομάδες που του χρεώνουν, όταν κυκλοφορεί στους δρόμους και τα μαγαζιά, όταν πηγαίνει για δείπνο με τη σύζυγό του, στα φαρδιά παλτό με το έμβλημα της ομάδας και τις πρωινές προπονήσεις τις βροχερές μέρες με το πολύ κρύο. Αντιλαμβάνεται ότι για… μισή ολόκληρη πόλη, το μέρος της ευθύνης του είναι κοινωνικό, επειδή πρέπει να ανταποδώσει την αγάπη που του δείχνουν. Το κυριότερο είναι πως τα συναισθήματα είναι αμοιβαία -και αυτό δεν θα μπορούσε να το βρει αλλού πλην, ενδεχομένως, της Μπιλμπάο, η οποία άλλωστε δεν έχει τον περιορισμό των Βάσκων στους προπονητές της και είχε για κόουτς τον Γιουπ Χάινκες, σε δύο θητείες μάλιστα. Από την άλλη, μέχρι να μάθουν το gegenpressing στη Βασκονία, ο ίδιος θα έχει νοσταλγήσει το αγγλικό λιμάνι (του). 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News