Γιώργος Ρουμπάνης - Ο ολυμπιονίκης των κερδισμένων… μπακλαβάδων
Ο Γιώργος Ρουμπάνης με καταγωγή από τη Στεμνίτσα γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1929 στην Τρίπολη. Του έμελλε να γίνει ο αθλητής που θα έφερνε ολυμπιακό μετάλλιο στην Ελλάδα ύστερα από 26 χρόνια.
Οι προπονήσεις του Μόντο Ντουπλαντίς γίνονται μπροστά σε οθόνες, με καλώδια ηλεκτρικά, που θα απήγγειλε στομφωδώς ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας διαρκούς εξέλιξης, που δεν συνεπάγεται απαραιτήτως πρόοδο. Το θεάμον κοινό βρίσκεται ενώπιον ενός αποτελέσματος, που διαρκώς μεταλλάσσεται.
Αν ο Γιώργος Ρουμπάνης παρακολουθεί ακόμη άλμα επί κοντώ, πιθανότατα θα έχει πει ότι με αυτές τις συνθήκες που αγωνίζονται οι σύγχρονοι αθλητές, τα 6,10μ. θα τα είχε ψωμοτύρι.
Θα αδικείτο η δεοντολογία αν δεν σημειωνόταν πως η υπόθεση εργασίας δεν είναι πραγματικό γεγονός.
Αντιστοίχως, ο ίδιος ο Ρουμπάνης δικαιούται, σε αυτήν την περίπτωση, να αποσπά καταφάσεις εν είδει γκριμάτσας.
Ναι, από τα 4,50μ. που πήδηξε στις 26 Νοεμβρίου του 1956 στη Μελβούρνη, για να πάρει το χάλκινο μετάλλιο, η διαφορά του Σουηδού… αεροπόρου είναι τεράστια.
Στην αναλογία, το σφεντόνα εναντίον πυρηνικών είναι ακριβής μεταφορά -όσο κι αν πρόκειται για λανθάνον λεκτικό σχήμα- για το πώς αγωνιζόταν ο ένας και ποιες συνθήκες διαθέτει ο άλλος.
Κι ενώ ο υπογράφων ματαιοπονεί στον κυκεώνα της συγκριτικής διαδικασίας, αρκεί να σημειώσει ότι ο σπουδαιότερος Έλληνας αθλητής από την εποχή του Κώστα Τσικλητήρα καταπιάστηκε με τα αλύγιστα κοντάρια για δύο… μπακλαβάδες.
Ο μέγας Ρουμπάνης, που έκανε 110μ. με εμπόδια, έβλεπε τον Θεοδόση Μπαλάφα να παλεύει με τα 3,20μ. Του ζήτησε το κοντάρι για να τα περάσει. Ο τελευταίος, άλτης πρωταθλητισμού, τον περιγέλασε. Το στοίχημα ήταν γλυκό σαν αμαρτία. Ο Ρουμπάνης το κέρδισε.
Μέλος ακραιφνώς αθλητικής οικογένειας, γιος του καθηγητή γυμναστικής Σάββα, αδελφός του πιονέρου του μπάσκετ, παίκτη της ομαδάρας του Πανελλήνιου τη δεκαετία του ‘50 Αριστείδη, με άλλα δύο αδέλφια, τους επιστήμονες Βασίλης και Νίκο, ο Ρουμπάνης είχε τις ικανότητες ενός τύπου που θα ήταν δυστύχημα να μην ασχοληθεί με τον αθλητισμό, έστω κι αν οι συνθήκες ήταν ελλιπείς.
Αυτό βεβαίως γίνεται όλο και πιο διακριτό συν τω χρόνω, όμως ήταν αυτό που ήταν. Γι’ αυτό, κιόλας, η υπερβολή στις δυνατότητες εκείνων των αληθινών ερασιτεχνών, όχι μόνο συγχωρείται αλλά, γίνεται μέγεθος συζητήσιμο.
Ό,τι αντιμετώπισε ο Ρουμπάνης στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης ήταν κάτι που οι τωρινοί ρέκτες του αθλητισμού δεν θα πίστευαν.
Ένας αγώνας που κράτησε 11 ώρες, με τους άλτες να χρησιμοποιούν μεν κοντάρια από συνθετικό υλικό, αλλά να προσγειώνονται, όχι σε στρώμα αλλά, σε σακιά.
Ο αέρας σήκωσε τον πήχη και τα δάκρυα
Αφ’ ης στιγμής ο Ρουμπάνης ασχολήθηκε με το επί κοντώ, διακρίθηκε. Από το 1951, όταν και παρακολούθησε εκείνη την προπόνηση, που τον έβαλε στο κόλπο, ο 22χρονος Γιώργος όλο και βελτιωνόταν. Τον επόμενο χρόνο, στο πανελλήνιο πρωτάθλημα, πήδηξε όσο ο Μπαλάφας, 4,10μ. Ο Ρήγας Ευσταθιάδης του Παναθηναϊκού ήταν εκείνος που νίκησε. Στη διοργάνωση του 1956, όμως, έκανε 4,37μ. Κέρδισε το χρυσό -και το ταξίδι στη Μελβούρνη.
Εκεί θα έγραφε Ιστορία και ταυτοχρόνως θα γινόταν θύμα της φύσης και της αυστηρότητας των κριτών. Η διοργάνωση ήταν εξ ορισμού δύσκολη και ο ανταγωνισμός ακόμα περισσότερο. Ο Αμερικανός Μπομπ Ρίτσαρντς ήταν εκείνος που είχε κερδίσει το χρυσό στην προηγούμενη διοργάνωση, του Ελσίνκι.
Ο Ρουμπάνης ήταν αρκετά, άλλωστε πέρασε αμερικανική ακαδημαϊκή καριέρα, με σπουδές στο UCLA. Η προπόνησή του στο επί κοντώ, περιττό να ειπωθεί, ουδεμία σχέση έχει με εκείνες των σύγχρονων καιρών. Ο ύψους 1,92μ. αθλητής (ακριβώς το ίδιο με τον πατέρα του και τα τρία αδέλφια του), έφτασε στη Μελβούρνη τον Οκτώβριο. Το προηγούμενο εξάμηνο δούλευε σε φούρνο.
Η πλάκα είναι πως ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι εκείνη η ενασχόληση του έκανε καλό, διότι «δυνάμωσε τη μέση μου». Στο θερινό, αλλά όχι και εντελώς γαλήνιο, νότιο ημισφαίριο, η έκπληξη που τον περίμενε έγκειτο στο κοντάρι. Ήταν φτιαγμένο από υαλοβάμβακα, ούτως ειπείν συνθετικό. Ο Ρουμπάνης δεν είχε ξαναπιάσει τέτοιο υλικό.
Τα στοιχεία της φύσης, ο δυνατός άνεμος κυρίως, προϊδέαζαν πως ο αγώνας θα τραβούσε σε μάκρος. Δύο μέρες πριν, στις 24 Νοεμβρίου, ο Ρουμπάνης πέρασε εύκολα από τον προκριματικό, ξεκινώντας από τα 3,70μ. και φτάνοντας στα 4,15μ. μέσα σε τέσσερις προσπάθειες, δίχως αποτυχία.
Στον τελικό, οι 14 αθλητές που είχαν περάσει ξεκίνησαν τις προσπάθειές τους από τα 4,00μ. Ένας απέτυχε σε αυτό το ύψος. Άλλος ένας δεν τα κατάφερε στο επόμενο, τα 4,15μ. Στα 4,25μ., όπου ο Ρουμπάνης είχε μια άστοχη προσπάθεια, έφυγαν τέσσερις. Στα 4,35μ., που τα πέρασε με τη δεύτερη προσπάθεια, απέτυχαν άλλοι τόσο.
Είχαν μείνει τέσσερις, τρεις Αμερικανοί και ο Έλληνας. Ο Ρουμπάνης, όμως, ανέβηκε επίπεδο. Πέρασε τα 4,40μ., που ο Τζορτζ Μάτος απέτυχε και απέκτησε πλεονέκτημα επί του Μπομπ Γκουτόφσκι, ο οποίος χρειάστηκε τρεις προσπάθειες για να περάσει τα 4,45μ., σε αντίθεση με τον αθλητή του Πανελληνίου, που το έκανε με την πρώτη.
Έπειτα ήρθαν τα 4,50μ. Και οι τρεις άλτες ήταν άψογοι. Ο πήχης ανέβηκε τρία εκατοστά. Ο Ρουμπάνης είχε κάνει ήδη την καλύτερη επίδοσή του, αλλά δεν σκόπευε να σταματήσει. Ότι ο Ρίτσαρντς και ο Γκουτόφσκι υπερκέρασαν κατευθείαν αυτό το ύψος, του δημιουργούσε επιπρόσθετη πίεση.
Ο Ρουμπάνης απέτυχε στις δύο πρώτες προσπάθειες, αλλά στην τρίτη έδειξε το μέταλλό του. Πέρασε το ύψος. Ενώ προσγειωνόταν στα σακιά, ήταν ακόμη μες στο παιχνίδι. Κατά την αφήγηση, φύσηξε αέρας τόσο δυνατός, που παρέσυρε τον πήχη. Έπεσε. Οι κριτές έβγαλαν την προσπάθεια αποτυχημένη. Ο Ρουμπάνης έβαλε τα κλάματα.
Ο θρίαμβος και το ευρωπαϊκό ρεκόρ
Στην ούγια, θεώρησε την παρουσία του ως αποτυχημένη. Ουδόλως είχε σχέση με την πραγματικότητα. Δεν είχε επιστρέψει ακόμη στην Ελλάδα όταν ξεκίνησε να λαμβάνει συγχαρητήρια τηλεγραφήματα στη Μελβούρνη. Οι Έλληνες της διασποράς τον αποθέωναν σε κάθε ευκαιρία.
Ο βασιλιάς Παύλος έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους γονείς του, Σάββα και Άννα. Ο Ρουμπάνης κατέκτησε το πρώτο μετάλλιο της Ελλάδας σε Ολυμπιακούς Αγώνες μετά το 1912 στο στίβο, όταν ο Τσικλητήρας, ένα παιδί που πέθανε αδόκητα στην ηλικία των 24, είχε νικήσει στο μήκος άνευ φοράς στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης.
Ήταν το πρώτο γενικώς ύστερα από 26 χρόνια, όταν στην Αμβέρσα οι Αλέξανδρος Ιωάννης Θεοφυλάκης, Ιάσων Σάππας, Αλέξανδρος Βρασινόπουλος, Γεώργιος Μωραϊτίνης πήραν το ασημένιο στην ομαδική βολή περιστρόφου, στη σκοποβολή. Ο Ρουμπάνης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου τον υποδέχθηκαν χιλιάδες, όπως ο ίδιος θυμάται, Έλληνες στο αεροδρόμιο. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς κέρδισε το βραβείο του κορυφαίου αθλητή από τον ΠΣΑΤ.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Ρουμπάνης έκανε ευρωπαϊκό ρεκόρ στο Μόναχο, στο πλαίσιο διεθνών αγώνων. Πήδηξε 4,60μ. Η επίδοση ήταν η κορυφαία ελληνική για έξι χρόνια, μέχρι που ο μοναδικός Χρήστος Παπανικολάου την έσπασε το 1964. Ο τελευταίος, φυσικά, πήγε το επί κοντώ σε άλλο επίπεδο: το 1970 έκανε παγκόσμιο ρεκόρ, με 5,49μ. στο Καραϊσκάκη.
Ο Γιώργος Ρουμπάνης, γεννημένος ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας το 1929, κουβαλούσε καρότσια στην Κηφισίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Έγινε «χάλκινος» ολυμπιονικής και ακόμη ζει, για να μεταφέρει την ιστορία της δόξας του, μαζί με το zeitgeist των 50s, στους νεότερους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- ΑΕΚ: Αρχηγού απόντος
- Ολυμπιακός: Το αποθεωτικό story του Ρόντινεϊ με Μουζακίτη - «Πολλή ποιότητα ρε φίλε»
- Κουλούρης: Η αναγέννηση ενός σεσημασμένου σκόρερ - «Καυτός» στην Πολωνία
- Super League: Η βαθμολογία μετά τη νίκη του Ατρόμητου επί του Λεβαδειακού
- ΑΕΚ: Σκληρή γλώσσα της Original - «Ματίας, σταμάτα να είσαι μάνατζερ και γίνε σκύλος προπονητής…»