Γκίντερ Νέτσερ-Ο άνθρωπος που άλλαξε το ρου στο Γουέμπλεϊ

Ο Γκίντερ Νέτσερ γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1944 και ήταν το σύμβολο του όμορφου ποδοσφαίρου που έπαιξε η Γερμανία. Δεν κράτησε πολύ αυτό.

Ενδιαφέρον έχει η παράδοση των Άγγλων απέναντι στους Γερμανούς. Οι δύο ομάδες έχουν συναντηθεί, τα τελευταία 92 χρόνια, 34 φορές. Οι Γερμανοί έχουν νικήσει τις 15, τέσσερα παιχνίδια έχουν έρθει ισόπαλα (μεταξύ αυτών ο ημιτελικός του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1990 και ο ημιτελικός του Euro του 1996) και τα «τρία λιοντάρια» έχουν επικρατήσει σε 14 περιπτώσεις.

Δεν είναι ακριβώς περίεργο, υπό την έννοια πως αφής στιγμής το μαθαίνεις δεν σου προκαλεί μέγιστη εντύπωση, πάντως η πρώτη αίσθηση είναι πως η Γερμανία θα έπρεπε να έχει αισθητά καλύτερο ενεργητικό. Ενδεχομένως, είναι σωστή.

Ο λόγος που το ρεκόρ είναι παραπλανητικό, αφορά στα χρονικά διαστήματα. Αν, επί παραδείγματι, επιδιδόταν κάποιος στο μέτρημα των παιχνιδιών μετά τη 1 Ιουνίου του 1968, θα ανακάλυπτε ότι οι δύο ομάδες έχουν παίξει 26 φορές, οι Γερμανοί έχουν 15 νίκες και οι Άγγλοι οκτώ. Επιπλέον, στις δύο από τις τρεις ισοπαλίες τα «πάντσερ» ήταν που χαμογέλασαν.

Αυτό σημαίνει πως από τις 10 Μαΐου του 1930 έως τη 1 Ιουνίου του 1968 η Γερμανία δεν είχε κατορθώσει να νικήσει την Αγγλία. Σε οκτώ παιχνίδια, αρχής γενομένης από ένα που έληξε 3-3, οι Άγγλοι είχαν εφτά διαδοχικές νίκες. Κι όμως, υπήρχε αυτός ο κόσμος.

Ο Χέλμουτ Σεν με τους Βόλφγκανγκ Όβερατ και Γκίντερ Νέτσερ

Μάλιστα, οι παίκτες του Γουόλτερ Γουϊντερμπότομ είχαν νικήσει την ομάδα του Σεπ Χερμπέργκερ την 1η Δεκεμβρίου του 1954 σε φιλικό. Επρόκειτο για τη χρονιά που οι Γερμανοί είχαν κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, με το κλασικό «θαύμα της Βέρνης».

Ο Χερμπέργκερ, όπως και οι περισσότεροι Γερμανοί προπονητές, δεν συνοδεύει κάποιο μυστήριο, πέρα από τις σχέσεις του με το ναζιστικό κόμμα, αν και δεν θα ήταν αναγκαστικά άσχημο. Παραδείγματος χάρη, μία φορά είχε επισκεφθεί ένα κλαμπ στο Μενχενγκλάντμπαχ, που ονομαζόταν «Lover’s Lane».

Δεν θα ήταν σημαντική αυτή η λεπτομέρεια για τον πρώτο Γερμανό προπονητή που στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής, αν η ντισκοτέκ δεν ανήκε στον Γκίντερ Νέτσερ.

Ο αρτίστας της αστάθειας και η χαρά της ζωής

Ο Νέτσερ ήταν η γερμανική έκδοση του Τζορτζ Μπεστ, αν και ουδέποτε έπαθε ό,τι ο Ιρλανδός ομόλογός του. Η αίσθηση του ποδοσφαίρου έμοιαζε σχεδόν με ορμέμφυτο για τον 78χρονο, πια, Γερμανό, που γεννήθηκε στο Μενχενγκλάντμπαχ και αυτήν την πόλη αγάπησε.

Η καριέρα του στο ποδόσφαιρο συνοψίστηκε σε τρεις ομάδες: την Μπορούσια, στην οποία έπαιξε από το 1963 έως το 1973 -όταν και μεταγράφηκε από τη Μενχενγκλάντμπαχ… σκέτο, που έπαιζε ως τα 19 του- τη Ρεάλ Μαδρίτης, που μεταγράφηκε με ένα εκατομμύριο δολάρια στη Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία, χάνοντας τον Γιόχαν Κρόιφ, ήθελε να δώσει τη δική της απάντηση, και την Γκρασχόπερς, στην οποία έπαιξε για ένα χρόνο πριν κρεμάσει τα παπούτσια του.

Με τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης

Ο Νέτσερ, όμως, ακριβώς επειδή γνωρίζει το ποδόσφαιρο και η χαρά της ζωής δεν τον είχε αποπροσανατολίσει, έκανε σπουδαία καριέρα και ως τεχνικός διευθυντής στο Αμβούργο, από το 1977 έως το 1985.

Μπορεί τώρα η Μπάγερν Μονάχου να κατακτά όλα τα πρωταθλήματα, αλλά η ομάδα στην οποία τέλεσε επικεφαλής κατέκτησε τρία πιάτα, το 1979, το 1982 και το 1983, και βέβαια το Κύπελλο Πρωταθλητριών με προπονητή τον Ερνστ Χάπελ, ο οποίος ήταν επιλογή του Νέτσερ. Κι ο προηγούμενος, άλλωστε, ο Μπράνκο Ζέμπετς, ο αρχιτέκτονας του πρώτου πρωταθλήματος, είχε φτάσει στην ομάδα ύστερα από παραίνεση του ξανθομάλλη Γερμανού.

Αυτή η επιτυχία έμοιαζε με παράδοξο, αν αναλογιστεί κάποιος πως όταν άνοιξε το κλαμπ, ο Χένες Βαϊσβάιλερ είπε, με έναν ωραίο στόμφο που η Ευρώπη ουδέποτε έχει πραγματικά μπει στη διαδικασία να κατανοήσει, ότι «έχει αποτρελαθεί εντελώς». Η Γκλάντμπαχ του, τον Απρίλιο του 1971, όταν άνοιξε το κλαμπ, ήταν πρώτη στη Γερμανία και όδευε προς την κατάκτηση του πρωταθλήματος.

Είχε κατακτήσει το προηγούμενο και ο Νέτσερ ήταν ο ηγέτης της. Ακόμη λογίζεται ως η πιο δυνατή αντίπαλος της Μπάγερν Μονάχου.

Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ με τον Γκίντερ Νέτσερ και το τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης το 1972

Στην πραγματικότητα, η αστάθεια για την οποία κατηγορήθηκε -κυρίως ως αφήγημα ώστε ο Βόλφγκανγκ Όβερατ να πάρει τη θέση του στην εθνική ομάδα που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1974- δεν υπήρχε: ήταν ο πρώτος παίκτης στην ιστορία της Bundesliga που κέρδισε το βραβείο για τον πιο πολύτιμο δύο συνεχόμενες χρονιές.

Το αριστούργημα στο Λονδίνο

Εκ του αποτελέσματος, ο Χέλμουτ Σεν και ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, που λεγόταν ότι έπαιρνε τις αποφάσεις για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της εθνικής Δυτικής Γερμανίας, φαίνεται ότι δικαιώθηκαν.

Υπό μία έννοια, ουδείς ξέρει αν ο Νέτσερ θα ήταν κατάλληλος για τον τελικό με τους Ολλανδούς. Αλλά με εκείνον στην ενδεκάδα, οι Γερμανοί έπαιξαν ένα ποδόσφαιρο που, αν το πιστεύει κάποιος, είχε όνομα και μάλιστα ταίριαζε αλφάδι με τη μουσική που χόρευαν οι νέοι εκείνη την εποχή στη χώρα.

Υπήρχε έντονη η εσάνς της ντίσκο, της χορευτικής μουσικής, και συγκροτήματα ήταν κυρίαρχα στα charts. Η Βίκυ Λέανδρος, με τις δημιουργίες του πατέρα της, Λέο, συγχρωτιζόταν άψογα με την ψυχική ευφορία.

Το ποδόσφαιρο της εθνικής ομάδας ήταν γεμάτο χαρά και υπέροχους σχηματισμούς. Οι Γερμανοί έπαιζαν, μάλιστα, τη δική τους εκδοχή του ολλανδικού ποδοσφαίρου, που, σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας που τους ήθελε συντηρητικούς, το αποκαλούσαν Ramba-Zamba-Fußball.

Ο Χέλμουτ Σεν δίνει κατευθυντήριες στον Γκίντερ Νέτσερ, στο πλαίσιο μιας άσκησης

Ένας σχηματισμός με ένα σκίπερ και τους Νέτσερ και Μπεκενμπάουερ να αλλάζουν θέσεις, όταν ο δεύτερος ήθελε να προωθηθεί. Ακριβώς εκείνη η ομάδα ήταν ο λόγος που ο σπουδαίος, ένας πραγματικά διανοούμενος του ποδοσφαίρου, Πάουλ Μπράιτνερ βρισκόταν να παίζει αριστερός μπακ και αμυντικός χαφ.

Οι Γερμανοί είχαν δώσει το στίγμα των οντοτήτων τους, των παικτών που έρχονταν, από το 1970, όταν ο Γκερντ Μίλερ σκόραρε αφειδώς και ο Μπεκενμπάουερ έπαιζε με βγαλμένο ώμο στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου με τους Ιταλούς, αλλά πέρα από το πείσμα τους και έναν ποδοσφαιρικό ρεαλισμό που αντιτίθετο με την πεποίθηση της οικουμένης στο θαύμα, ένα θρησκευτικό απότοκο, δεν έδειχναν ότι θα έπαιζαν με έναν τρόπο που θα λογιζόταν ως επαναστατικός στα μάτια του δυτικού πολιτισμού.

Μέχρι τις 29 Απριλίου 1972, όταν οι Άγγλοι υποδέχθηκαν τους Γερμανούς για τα μπαράζ του Euro στο Γουέμπλεϊ, η μόνη κασκαρίκα που είχε «σκαρωθεί» στο κάστρο τους ήταν το 6-3 από την Ουγγαρία τον Νοέμβριο του 1953, για το οποίο, μια και είναι επίκαιρο, ο διαφωτιστής του κινηματογράφου, Ζακ-Λικ Γκοντάρ, είχε πει ότι είναι «η μόνη περίπτωση που λειτούργησε ο κομουνισμός».

Με τον καλό φίλο του, Γκερντ Μίλερ

Οι Άγγλοι είχαν ηττηθεί σε δύο συνεχόμενα ματς από τους Γερμανούς, που ήταν και οι πρώτες ήττες τους, αλλά ουδείς θεωρούσε ότι το στίγμα είχε αλλάξει. Με εκείνο το 1-3, όμως, η Δυτική Γερμανία πέτυχε μια νίκη που δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν -τουλάχιστον ως το 7-1 με τη Βραζιλία στο Μπέλο Οριζόντε τον Ιούλιο του 2014- τη σημαντικότερη στην Ιστορία της.

Μάλιστα, οι Γερμανοί συνδύασαν την τέχνη με την παροιμιώδη ψυχραιμία τους: μετά την ισοφάριση του γκολ του Ούλι Χένες στο 27’ από το «σκυλί του πολέμου», Φρανσις Λι, στο 78’, ο Νέτσερ σκόραρε στο 84’ το πέναλτι που ξανάδωσε το προβάδισμα στην ομάδα του Χέλμουτ Σεν και ο Μιλέρ έβαλε ένα αριστούργημα στο 88’.

Αριστούργημα. Ο τύπος απλώς υποδέχθηκε την μπάλα πλάτη, περιστράφηκε και έριξε ένα πλασέ τόσο ακριβές από θέση στάσης, που θέλεις να κλάψεις.

Οι Γερμανοί νίκησαν 3-1, πήραν την πρόκριση στο Euro. Στη «L’Equipe» γράφτηκε πως οι Γερμανοί «παίζουν το ονειρικό ποδόσφαιρο από το 2000», ενώ μέχρι και οι «Times» του Λονδίνου επιδαψίλευσαν, μέσω του Τζέφρι Γκριν, έπαινο μέγιστο σε εκείνη την ομάδα.

«Είναι ευχαρίστηση να τους βλέπεις. Κομψοί και ευφάνταστοι, έχουν απεριόριστη ποικιλία στο παιχνίδι τους όπως χειρίζονται την μπάλα στο έδαφος και τον αέρα. Είναι λες και το φως τρέφεται από ένα πρίσμα».

Ο Νέτσερ (αριστερά) στο 0-0 με την Αγγλία, που χάρισε στη Δυτική Γερμανία την πρόκριση για την τελική φάση του Euro 1972

Ο Νέτσερ και ο παρτενέρ τους στους χαφ, Χέρμπερτ Βίμερ, ο πρώτιστος Τζόσουα Κίμιχ, έδιναν το έναυσμα προτού η μπάλα περάσει στην επίθεση. Τα ζυγίσματα στην άμυνα υπήρξαν αξεπέραστα και αυτά συνοδεύονταν από αριστίκ σόλο και πελώριους διασκελισμούς.

Οι Γερμανοί έδωσαν τα διαπιστευτήριά τους στο Γουέμπλεϊ, αλλά μέχρι να τελειώσει το Euro, το οποίο κατέκτησαν, έπαιξαν ακόμα καλύτερα σε δύο παιχνίδι: στο φιλικό 4-1 επί της Σοβιετικής Ένωσης, το πρώτο ματς ύστερα από δύο χρόνια που η ομάδα του Ολεκσάντρ Πονομάροφ δέχθηκε δύο γκολ, και βέβαια στον τελικό της διοργάνωσης.

Σε εκείνο το παιχνίδι, ο Μίλερ έβαλε και τα τέσσερα γκολ.

Η παρέα του Μπεκενμπάουερ και του Νέτσερ κατέκτησε το τρόπαιο, αφού είχε πρώτα νικήσει τους οικοδεσπότες του Βελγίου 2-1, σε ματς που ο ξανθός μέσος βρήκε δύο φορές τον «μπόμπερ», την πρώτη λες και έπαιζαν τον πρώτο χρόνο στο βόλεϊ.

Στον τελικό ο Μίλερ σκόραρε άλλες δύο φορές, ενώ το ενδιάμεσο γκολ έβαλε ο Βίμερ. Εκείνη τη νύχτα, το «Lover’s Lane», αλλά και το εστιατόριο του Νέτσερ, «La Lacque», γέμισαν.

Η «Χρυσή Μπάλα» εκείνης της χρονιάς είχε πολλή πλάκα, καθώς με τον Άγιαξ να έχει πάρει το δεύτερο διαδοχικό Κύπελλο Πρωταθλητριών του, με το πειστικό 2-0 επί της Ίντερ στο Ρότερνταμ, ούτε οι Γάλλοι ούτε οποιοσδήποτε άλλος μπόρεσαν να αντισταθούν στη γερμανική γοητεία.

Ο Μπεκενμπάουερ κατέκτησε το τρόπαιο με 81 ψήφους, ενώ οι Νέτσερ και Μίλερ ισοβάθμησαν με 79. Ο Κρόιφ έμεινε τέταρτος, με 73.

Για εκείνη την ομάδα, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 έγινε η κορωνίδα των κατακτήσεων. Όμως, η απουσία του λάτρη των Ferrari -ένα πάθος που μοιραζόταν με τη σύζυγό του, αν και είχε πει ότι «το να οδηγάω Ferrari μαζί της είναι πολύ για τα νεύρα μου- Νέτσερ έπαιξε ρόλο στη λαϊκή στυλιστική ετυμηγορία.

Σε αντίθεση με την επίσης πολύ όμορφη Γερμανία του 2010, που οι πιο έμπειροι Ισπανοί έβγαλαν νοκ άουτ στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου, το Ramba-Zamba-Fußball σταμάτησε εν τη γενέσει του.

Ίσως φοβήθηκαν ότι στη σύγκρουση με τους Ολλανδούς θα επικρατούσε το στυλ της ομάδας του Ρίνους Μίχελς, ενδεχομένως να ισχύει όντως ότι ο Νέτσερ έγινε ξένο σώμα με το που πήγε στη Ρεάλ Μαδρίτης, με την οποία κατέκτησε τα πρωταθλήματα του 1975 και του 1976.

Όπως και να έχει, ο τύπος που γιορτάζει τα 78α γενέθλιά του αποδείχθηκε πολύ Βρετανός για τη γερμανική ιδιοσυγκρασία. Η φήμη του, πάντως, προηγείται της παρουσίας του.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News