Ο Αρσέν Βενγκέρ, ο Ολυμπιακός, το αλκοόλ και οι Unbeaten της Άρσεναλ

Ο Αρσέν Βενγκέρ συμφώνησε με την Άρσεναλ στις 28 Σεπτεμβρίου 1996. Η Ιστορία θα ήταν διαφορετική αν, δύο χρόνια νωρίτερα, ο Σωκράτης Κόκκαλης αποσπούσε την υπογραφή του για να αναλάβει τον Ολυμπιακό.

Το εθνικό σπορ της Αλσατίας είναι το ποδόσφαιρο. Και ενώ δεν μπορούσες να φανταστείς κάποιον να πανηγυρίζει στο μπιστρό «La Croix d’ Or» στις 28 Σεπτεμβρίου του 1996, που ο Αρσέν Βενγκέρ υπέγραψε με την Άρσεναλ, μια κάποια περηφάνια πρέπει να υπήρχε για τον οικονομολόγο που μικρός έπαιζε ποδόσφαιρο για την ομάδα του χωριού του, την Ντούντλχαϊμ και αργότερα έφτασε να παίζει στη Γ’ κατηγορία με τη Μούτζιγκ.

Ήταν ακόμη ερασιτέχνης και στα επαγγελματικά χρόνια του θα έπαιζε στη Στρασμπούρ, ομάδα που είναι το καμάρι της Αλσατίας. Η υποστήριξη που έχει, είναι ανάλογη με εκείνη που απολαυούν ομάδες επαρχιακών περιοχών, αν και δεν την διέπει ο φανερός τοπικιστικός θαυμασμός.

Όταν ο Βενγκέρ ήταν 18 χρόνων, ακόμη στην Ντούτλχαϊμ, στην Άρσεναλ έπαιζαν ο Πατ Ράις, ο Μπομπ Γουίλσον και ο Τζορτζ Γκρέιαμ. Ο πρώτος έγινε ο συνεργάτης του στους «κανονιέρηδες», ο δεύτερος, ο προπονητής τερματοφυλάκων στην ομάδα, ο τρίτος, εκείνος που αντικατέστησε όταν ανέλαβε το σύλλογο του βόρειου Λονδίνου.

Οι Άλεξ Φέργκιουσον και Αρσέν Βενγκέρ ήταν υπαίτιοι για μία από τις σπουδαίες κόντρες στην Premier League

Στο συγκεκριμένο μπιστρό, ο Βενγκέρ είδε ανθρώπους να πίνουν. Πολύ. Το ποδόσφαιρο, δεύτερη φύση του, τον απασχολούσε τόσο, που οι συνέπειες του ποτού στη συμπεριφορά παραλληλίστηκαν με το παιχνίδι. Ο Βενγκέρ αποφάσισε ότι είναι προσβλητικό να συνδέεται το ποδόσφαιρο με το αλκοόλ.

Όταν έφτασε στην Άρσεναλ, το 1996, ξεκίνησε σιγά σιγά να ασχολείται με αυτό το πρόβλημα, μέσω της ομοιοπαθητικής μεθόδου. Δεν ήταν εκείνος που έπινε, βέβαια, αλλά αυτός που περιέγραφε τις ιστορίες ατυχών σε κατάσταση μέθης στον Τόνι Άνταμς, όταν ο Άγγλος αμυντικός ήταν φανερό ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα.

Ο Άνταμς ιάθηκε άμεσα και δεν έχει βάλει στάλα στο στόμα του εδώ και 26 χρόνια, ως εκ τούτου είναι ευγνώμων και στον τελευταίο προπονητή που είχε στην καριέρα του.

Η Άρσεναλ οιστρηλατείτο ακόμη από το θρίαμβο του «Άνφιλντ» στις 26 Μαΐου του 1989, όταν νίκησε 2-0 τη Λίβερπουλ και κατέκτησε το πρωτάθλημα, το οποίο θα έχανε ακόμα και με ένα γκολ διαφορά. Είχαν περάσει εφτά χρόνια, αλλά αυτό τελικά δεν είναι κάτι, μπροστά στα 18 που έχει να κατακτήσει πρωτάθλημα η Άρσεναλ.

Ο Αρσέν Βενγκέρ εν εξάλλω, σε ματς του League Cup απέναντι στη Λίβερπουλ

Το ξόρκι θα λυνόταν δύο χρόνια αργότερα, με το νταμπλ της σεζόν 1997-98. Το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς, η Άρσεναλ θα έδινε κάποια χρήματα για να αποκτήσει, εκτός των άλλων, δύο ποδοσφαιριστές που θα έκαναν πραγματικά τη διαφορά, όχι μόνο εκείνα τα χρόνια αλλά, και αυτά που έρχονταν.

Ο Μαρκ Όφερμαρς θα κόστιζε 7 εκατομμύρια λίρες, αλλά ο Εμανουέλ Πετί, τον οποίο είχε ως παίκτη στη Μονακό από το 1988 έως το 1994 και ήταν περήφανος γι’ αυτό, μόλις τα μισά. Η περηφάνια του έγκειτο στο γεγονός πως το σύστημα ακαδημιών των Μονεγάσκων, το οποίο δεν έχει σταματήσει να δουλεύει από τότε, ενεργοποιήθηκε ύστερα από απαίτησή του.

Νεαρός, άλλωστε, ήταν ο ποδοσφαιριστής που λάτρεψαν τα media σχεδόν από την έναρξη της σεζόν του νταμπλ. Ο Νικολάς Ανελκά ήταν μόλις 18 χρόνων και δεν είχε κάνει κάποια ιδιαίτερη διαφορά στην Παρί Σεν Ζερμέν, αλλά ο Βενγκέρ διείδε, στις ικανότητές του, ό,τι αποτυπώθηκε στο γήπεδο. Ουσιαστικά, η τέλεια μορφή του Γάλλου επιθετικού θα ήταν ο διάδοχός του, δηλαδή ο Τιερί Ανρί.

Φυσικά, η φανέλα με το νούμερο 10 ήταν καπαρωμένη από τον Ντένις Μπέργκαμπ. Με τον Ανελκά συνεννοούνταν τέλεια στο γήπεδο, αν και έπρεπε να είσαι εντελώς ανισόρροπος για να μην τα βρίσκεις με τον Ολλανδό.

Ο Μπέργκαμπ, που στην Άρσεναλ είχε φτάσει πριν τον Βενγκέρ, ήταν σύμβολο του ποδοσφαίρου που ήθελε να παίξει ο Αλσατός. Εκλεπτυσμένο, επιθετικό, συμμετρικό και, γιατί όχι, με συμπλέγματα, όπως ο φόβος που είχε ο Ολλανδός για τα αεροπλάνα.

Ζην και ευ ζην χρωστούν στον Αρσέν Βενγκέρ οι Σολ Κάμπελ, Πατρίκ Βιεϊρά και Νουάνκο Κάνου

Αυτά τα 22 χρόνια, που ο Βενγκέρ έμεινε στον πάγκο της Άρσεναλ, μπορεί κάποιος να πει με βεβαιότητα ότι το ποδόσφαιρό της αντανακλούσε στην παρουσία του «Ντένις του τρομερού», περισσότερο ακόμα και από την αλαζονική κομψότητα του Ανρί.

Όχι πως δεν διέπετο από οίηση ανά εποχές και με διάφορους ποδοσφαιριστές, όπως ήταν αργότερα ο Σεσκ Φάμπρεγας, ο Αντρέι Αρσάβιν και ο Αλέξις Σάντσες, ο οποίος ήταν ο τελευταίος χαρισματικός ποδοσφαιριστής που είχε, αλλά αυτή ήταν λίγο γκαφατζίδικη.

Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη και στη Μονακό, όταν την ανέλαβε το 1987. Πήρε το πρωτάθλημα την πρώτη χρονιά του και την αμέσως επόμενη ήταν το ένα δεύτερο στον τρομερό τελικό του Coupe de France, όταν έχασε 4-3 από τη Μαρσέιγ.

Μία από τις ικανότητες που ανέδειξε, πέραν της προόδου των νεαρών ποδοσφαιριστών, ήταν να αποκτά εξαιρετικά ταλαντούχους παίκτες που δεν είχαν βρει μέχρι εκείνη τη στιγμή το ταίριασμά τους φθηνά και να τους προσαρμόζει στο περιβάλλον. Πήρε τον Ζορζ Γουεά στη Μονακό, τον Ραμόν Ντίας ένα χρόνο αργότερα, έφερε τον Πατρίκ Μπατιστόν από την Μπορντό και τον Γκλεν Χοντλ ως ελεύθερο.

Έβγαλε τον Λιλιάν Τουράμ και τον Γιούρι Τζοργκαέφ, ενώ αργότερα, όταν πια βρισκόταν στο Λονδίνο, διείδε στους «αποτυχημένους» των Γιουβέντους και Μίλαν, Ανρί και Πατρίκ Βιεϊρά, τους πυλώνες της Άρσεναλ στον άξονα. Πράγματι, δεν θα μπορούσε να το φανταστεί πιο ιδανικά.

Όταν η Μπάγερν Μονάχου τον προσέγγισε τον Απρίλιο του 1994, η Μονακό δεν τον άφησε να φύγει. Ο Βενγκέρ πείστηκε, αλλά στις 17 Σεπτεμβρίου έμεινε ελεύθερος. Το σοβινιστικό ύφος του δεν ήταν αναπότρεπτο για να πάει στην Ιαπωνία για λογαριασμό της Ναγκόγια. Πριν από αυτό το ταξίδι, όμως, έκανε ένα πέρασμα από την Ελλάδα.

Ο Ολυμπιακός, ο Κόκκαλης και τα… τσιμέντα

Δεν ήταν τελείως άγνωστος στον Ολυμπιακό ο Βενγκέρ. Οι μάχες με τη Μονακό για τη φάση των «16» του Κυπέλλου Κυπελλούχων και το ξέσπασμα του Αλσατού, που κατηγόρησε το διαιτητή για την ήττα με σκορ 1-0 στο πρώτο παιχνίδι του «Λουί Ντε» και τον… Γιώργο Βαΐτση για μαρκαρίσματα από πίσω στο δεύτερο, μπορεί να «θάφτηκε» στη γενική παράκρουση, πάντως δεν ήταν απροσπέραστο.

Ο Γιώργος Βαΐτσης σημειώνει το μοναδικό γκολ στη μυθική νίκη του Ολυμπιακού επί της Μονακό στο Μόντε Κάρλο, στις 21 Οκτωβρίου 1992, για το Κύπελλο Κυπελλούχων

Στο πλαίσιο της όλης παράνοιας, ο Σωκράτης Κόκκαλης του είχε συστηθεί και, όταν έφτασε η ώρα, τον προσέγγισε. Ήταν τέτοια η πειθώ -με τον Βενγκέρ, κιόλας, να θυμάται την ατμόσφαιρα στο Καραϊσκάκη- και ο τρόπος με τον οποίο, όταν φιλοξενήθηκε, του έκαναν το τουρ στην Αθήνα, που οι δύο πλευρές συμφώνησαν προφορικά για ένα συμβόλαιο που θα απέφερε 170 εκατομμύρια δραχμές στον Αλσατό.

Η εποχή, όμως, ήταν ταραχώδης για τον Ολυμπιακό. Παρ’ ότι έμοιαζαν να αλλάζουν κάποια πράγματα, ο αποκλεισμός με τη Μαρσέιγ της δεύτερης κατηγορίας της Γαλλίας και το φτωχό ξεκίνημα στο πρωτάθλημα, έφεραν τους οπαδούς στα κάγκελα. Ήταν πριν ξεκινήσει η σεζόν, μετά την απόκτηση του Νιγηριανού Ρασίντ Γεκινί, που ο Νίκος Αλέφαντος είχε πει το περίφημο «θα πέσουν τα τσιμέντα».

Σύμφωνα με συνέντευξη που είχε δώσει ο Κυριάκος Καραταΐδης, εκείνοι ήταν οι υπεύθυνοι για το γεγονός ότι δεν επετεύχθη η συμφωνία. Ο αμυντικός των «ερυθρόλευκων» θυμήθηκε ότι σε μία επίσκεψη του Βενγκέρ στου Ρέντη, οι οπαδοί πετούσαν… αυγά στους παίκτες, κάτι που ξένισε τον κοσμοπολίτη τεχνικό, ο οποίος έκοψε ρόδα μυρωμένα και αποφάσισε τη λύση της Ιαπωνίας.

Αυτομάτως υπάγεται σε ένα από τα μεγάλα «τι θα γινόταν αν» του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης, πάντως, τον βράβευσε στις 6 Δεκεμβρίου 2011, με την αφορμή των 200 παιχνιδιών του σε ευρωπαϊκούς πάγκους, που συμπληρώθηκαν στο Καραϊσκάκη με νίκη των «ερυθρόλευκων», 3-1, αλλά και αποκλεισμό, ύστερα από εκείνο το περιβόητο 3-2 της Μαρσέιγ στο Ντόρτμουντ.

Ειρήσθω εν παρόδω, εκείνη τη χρονιά οι «ερυθρόλευκοι» του Ερνέστο Βαλβέρδε έφτασαν ένα βήμα από τους προημιτελικούς του Europa League και το στερήθηκαν στο «καταραμένο» ματς με τη Μέταλιστ Χάρκοβο στο Φάληρο, όταν ηττήθηκαν 2-1 και δεν κατάφεραν να προκριθούν παρά την εκτός έδρας νίκη τους, 1-0, στο πρώτο παιχνίδι.

Στο προκείμενο, μετά τη Ναγκόγια, στην οποία μεγαλούργησε, παίρνοντας το βραβείο του προπονητή της χρονιάς το 1995 και δίνοντας στον Ντράγκαν Στόικοβιτς μια δεύτερη νεότητα, ο Βενγκέρ έφτασε στην Άρσεναλ. Βιογραφικά απρόσβλητος, πήρε μία ομάδα η οποία είχε τα δικά της προβλήματα και την έκανε πρωταθλήτρια.

Ο Αρσέν Βενγκέρ βραβεύτηκε από τον Βαγγέλη Μαρινάκη για τα 200 ευρωπαϊκά παιχνίδια του

Μαζί της, κατέκτησε τρία τρόπαια πρωταθλητή, εφτά Κύπελλα Αγγλίας (1998, 2002, 2003, 2005, 2014, 2015, 2017) και άλλα τόσα Community Shield (1998, 1999, 2002, 2004, 2014, 2015, 2017).

Η τελευταία φορά που κατέκτησε το πρωτάθλημα ήταν το 2004, με την ομάδα που πέρασε στην Ιστορία ως unbeaten. Είχε προηγηθεί η χρονιά που η Άρσεναλ το είχε χάσει μέσα από τα χέρια της από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στο τέλος της σεζόν, οι «κόκκινοι διάβολοι» το πήραν με 5 βαθμούς διαφορά, αλλά στις 2 Μαρτίου η Άρσεναλ είχε αποσπαστεί στην κορυφή της βαθμολογίας με 8.

Έχουν να το λένε στο Λονδίνο ότι ένας από τους λόγους της απώλειας ήταν το 2-2 με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο «Χάιμπουρι». Ο Βενγκέρ έχασε άλλη μία τακτική μάχη από τον Άλεξ Φέργκιουσον. Η Άρσεναλ προηγήθηκε 2-1, με ένα σκανδαλώδες γκολ, αφού ο Τιερί Ανρί ήταν σε θέση οφσάιντ, αλλά ο Ράιαν Γκιγκς ισοφάρισε με κεφαλιά.

Σε εκείνο το σημείο ήταν που προέβη σε ένα από τα σπάνια πραγματικά ξεσπάσματά του στον πάγκο της Άρσεναλ. Ενώ, όταν θύμωνε ή ακόμα και όταν πανηγύριζε, οι αντιδράσεις του έμοιαζαν ημιτελείς, δηλαδή ότι θα μπορούσε να το κάνει λίγο ακόμα, εκείνη τη στιγμή, μετά την κεφαλιά του Ουαλού που ήταν ακάλυπτος μέσα στη μικρή περιοχή, εξερράγη.

Μετά την έκρηξη, ακολουθεί η κατάρρευση. Και η ομάδα του σχεδόν διαλύθηκε, παρ’ ότι βαθμολογικά ήταν διεκδικήτρια, η Γιουνάιτεντ είχε βάλει το νερό στ’ αυλάκι.

Ουσιάστικα, και πάντα εκ του αποτελέσματος, αυτή ήταν η ευκαιρία να πάρει τρία διαδοχικά πρωταθλήματα και να ισοφαρίσει το ρεκόρ της ομάδας που τα είχε καταφέρει από το 1931 έως το 1934. Το 2002 το είχαν κατακτήσει μέσα στο «Ολντ Τράφορντ», με το γκολ του Σιλβέν Βιλτόρ.

Για τον Βενγκέρ, η Premier League έγινε υπόθεση αδύνατη όταν έφτασε ο Ζοσέ Μουρίνιο στην Τσέλσι. Μέχρι τότε, ο Φέργκιουσον μπορούσε να έκανε διάφορα κόλπα, αλλά κάπου θα το έχανε, κάποιες στιγμές θα χαλάρωνε, οπότε θα άφηνε μια δίοδο ανοιχτή.

Όταν, όμως, έφτασε ο Πορτογάλος, δημιουργήθηκε μια στενωπός που η ομάδα του ήταν αδύνατον να προσπεράσει. Ο Βενγκέρ δεν έβαζε εύκολα νερό στο κρασί του, προκειμένου να αποχωριστεί την ανεμελιά και τη γεωμετρική ψυχαγωγία που το ποδόσφαιρο της ομάδας του δημιουργούσε.

Όλοι οι ποδοσφαιριστές που διάλεγε έπρεπε να πληρούν τα μαθηματικά κριτήριά του, από τον Νουάνκο Κάνου έως τον Νταβόρ Σούκερ, από τον Τόμας Ροσίτσκι μέχρι τον Αλεξάντερ Χλεμπ, από τον Σαμίρ Νασρί έως τον Ρόμπιν φαν Πέρσι και από τον Άαρον Ράμσεϊ ως τον Ολιβιέ Ζιρού.

Η μόνη φορά που υποχώρησε, ήταν στο Champions League της σεζόν 2005-06. Η Άρσεναλ βασίστηκε σε ένα στιβαρό αμυντικό σχέδιο, το οποίο της επέτρεψε να μη δεχθεί γκολ για 10 διαδοχικά παιχνίδια. Ο τελικός με την Μπαρτσελόνα στιγματίστηκε από την αποβολή του Γενς Λέμαν και οι «κανονιέρηδες» δεν άντεξαν να κρατήσουν το προβάδισμα που πήραν.

Το έχασαν σε πέντε λεπτά, ηττήθηκαν 2-1 και μαζί απεμπόλησαν την πιο γνήσια ευκαιρία τους να στεφθούν πρωταθλητές Ευρώπης. Ο Αλσατός και η ομάδα του δεν ξαναπλησίασαν να παίξουν σε τελικό.

Χειραψία των Φρανκ Ράικαρντ και Αρσέν Βενγκέρ άμα τη λήξει του τελικού του Champions League το 2006

Έχουν συμπληρωθεί 26 χρόνια από τότε που ο κορυφαίος προπονητής στην Ιστορία της Άρσεναλ συμφώνησε με τους Λονδρέζους. Και ενώ έχουν περάσει τέσσερα από τη στιγμή που αποχώρησε, μπορείς να δεις στο παιχνίδι των «κανονιέρηδων», σε ορισμένες περιπτώσεις», τις γωνίες και την κυκλοφορία που ο ίδιος ο Βενγκέρ λάνσαρε.

Άλλωστε, ο Μικέλ Αρτέτα έχει επιρροές από τον Πεπ Γκουαρδιόλα, ο οποίος δημιούργησε τη σπουδαία Μπαρτσελόνα της εξαετίας 2008-14. Και η Άρσεναλ έπαιξε στο ίδιο ύφος με αυτό που γιγάντωσαν οι «μπλαουγκράνα». Ήταν η Μπαρτσελόνα των ρακοσυλλεκτών, γι’ αυτό, κιόλας, την δυσκόλευε σε ένα βαθμό, όποτε συναντήθηκαν.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News