TZO NTI MATZIO: Ο μύθος του μπέιζμπολ που λατρεψε η Αμερική και η Μέριλιν Μονρόε (vids, pics)

Σαν σήμερα γεννήθηκε το 1914 μια κορυφαία μορφή του δημοφιλούς στη μακρινή ήπειρο σπορ και σύζυγος επί εννιά γεμάτους πάθος και βία μήνες της επίσης αλησμόνητης σταρ του σινεμά Μέριλιν Μονρόε

Στο Μαρτίνες, μια κοινότητα ψαράδων 25 μίλια νοτιοανατολικά της Golden Gate γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1914 μια από τις κορυφαίες μορφές ενός από τα δημοφιλέστερα σπορ στη Βόρεια Αμερική. Εκείνος που προκάλεσε, επί τουλάχιστον εννιά μήνες, τη… ζήλεια των απανταχού ανδρών, κι έγινε πηγή έμπνευσης για ένα υπέροχο, λατρεμένο παγκόσμια και διαχρονικό τραγούδι.

Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Ο Τζόζεφ Πολ Ντι Μάτζιο ήταν ένα από τα πολλά τέκνα μια οικογένειας Ιταλών μεταναστών στην Καλιφόρνια και έκανε τα πρώτα του βήματα στο Fisherman’s Wharf του Σαν Φρανσίσκο, εκεί όπου μετακόμισαν οι γονείς του, Ιταλοί μετανάστες από το Ιζολα Ντέλε Φέμινε, ένα νησάκι της σικελικής ακτής, λίγα χρόνια πριν από τη γέννησή του. Ήταν το 7ο από τα οκτώ παιδιά μιας από τις χιλιάδες φαμίλιες από τη γείτονα μας χώρα που πήγαν να βρουν την τύχη τους στο Νέο Κόσμο. Ο πατέρας του Τζιουζέπε Πάολο, ψαράς από κούνια, και η μητέρα Ροζαλία, δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου αγγλικά. Όμως ο πλανήτης «μπέιζμπολ» δεν άργησε να μπει στο σπιτικό των Ντι Μάτζιο.

 

Ο πρώτος επαγγελματίας παίκτης της φαμίλιας ήταν ο Βίνσεντ, που δεν άργησε να βρεθεί στην ομάδα των Σαν Φρανσίσκο Σιλς. «Πιτσιρικάς ήμουν πολύ φαντασμένος» θα εξομολογηθεί πολλά χρόνια αργότερα ο μικρότερος Τζο. Και πρόσθεσε: «Είπα λοιπόν στον εαυτό μου: “Αφού μπορεί ο Βινς να βγάζει φράγκα παίζοντας μπάλα, γιατί όχι κι εγώ;”». Δεν το πίστευε όταν οι Σαν Φρανσίσκο Σιλς τον κάλεσαν να προπονηθεί μαζί τους για τη σεζόν του 1933. Οι αθλητικογράφοι τον περιέγραφαν ως «έναν ψηλολέλεκα, όλο χέρια και πόδια» ( καθώς δεν ήταν και τόσο σύνηθες στα γήπεδα του μπέιζμπολ το ύψος 1.90).

13 χρόνια θριάμβων και ανεπανάληπτου ρεκόρ στους Γιάνκις

Τρία χρόνια αργότερα, όταν οι επιδόσεις του ως centerfielder είχαν αρχίσει να γίνονται  ευρύτερα γνωστές οι λαοφιλείς Γιάνκις της Νέας Υόρκης του προσέφεραν επαγγελματικό συμβόλαιο. Ο μέγας Μπέιμπ Ρουθ είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση και το άθλημα είχε ανάγκη από ένα σταρ. Θα μείνει μαζί τους ως το 1951 με εξαίρεση μια τρίχρονη διακοπή για να υπηρετήσει την πατρίδα στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια λαμπρή καριέρα με μπόλικα χρυσά γάντια, 2.214 χτυπήματα, το περιβόητο εκείνο ρεκόρ του ’41 (με τα 56 σερί νικηφόρα  από τις 15 Μαΐου ως  τις 16 Ιουλίου που ακόμα αντέχει στο χρόνο). Και  μάτσο φωτογραφίες του κάτω από το μαξιλάρι… ονειροπαρμένων πιτσιρικάδων στη χώρα των γενναίων και των ελεύθερων.

Αναδείχθηκε τρεις φορές MVP του αμερικανικού πρωταθλήματος (1939, 1941 και 1947) και κατέκτησε εννέα World Series. Αγωνίστηκε σε 13 All Star αγώνες (1936, 1942, 1946, 1951), ενώ το 1955 με ψήφους 88,84% μπήκε στο Hall of Fame του αμερικανικού μπέιζμπολ. Ο «The Yankee Clipper», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλαθλοι των Γιάνκις στα 361 χτυπήματα σε όλη του την καριέρα, τα 213  έστειλε την μπάλα να ξεπεράσει τον φράχτη.

 

 Δεν ακτινοβολούσε μόνο όταν κατάφερνε να χτυπήσει την μπάλα και να πατήσει τη βάση. Ηταν περιζήτητος στους κοσμικούς κύκλους της Νέας Υόρκης με τα ατσάκιστα κοστούμια και τους άψογους τρόπους. Το 1939 παντρεύεται την εντελώς άγνωστη στάρλετ Ντόροθι Αρνολντ αλλά ο γάμος θα λήξει πέντε χρόνια αργότερα.  Όμως ο δεσμός με μια άλλη γυναίκα (την αμερικανική επιτομή της γυναίκας) 15 χρόνια μετά θα τον βάλει σε άλλο, ασφαλώς διαφορετικό και πολύ πιο πλατύ κοινωνικό στάτους.  

Η γνωριμία με την Μέριλιν και ο παθιασμένος και πολύπαθος έρωτας

Στις 14 Ιανουαρίου του 1954 νυμφεύτηκε την  μία και μοναδική Μέριλιν Μονρόε. Ήταν ο πιο σύντομος γάμος και για τους δύο, αφού έμειναν μαζί μόνο για 9 μήνες. Η νέα θεά του αμερικανικού σινεμά παίζει μπέιζμπολ, πριν γνωρίσει τον Ντι Μάτζιο που όμως, αποδείχτηκε ο πιο πιστός φίλος της ηθοποιού κι ήταν ο μόνος  ο οποίος τη στήριξε, όταν άρχισε η ψυχολογική «κατρακύλα» με το τραγικό φινάλε της αυτοκτονίας της. Τον Μάρτιο του 1952, ο Ντι Μάτζιο είχε μόλις αποσυρθεί απ’ τον αθλητισμό, μετά από μία υπέρλαμπρη καριέρα. Η Μονρόε δεν είχε γίνει ακόμα «σταρ», αλλά η καθηλωτική ομορφιά και η γοητεία της  μεταδιδόταν σαν δυνατός ιός.

Στα 38 του, το πρώην πάμπτωχο πιτσιρίκι ήταν ένα τεράστιο λαϊκό είδωλο. Ένας ήρωας. Ο κόσμος τον λατρεύει, οι εφημερίδες το ίδιο, τα πιτσιρίκια τον σταματάνε στο δρόμο και παρακαλούν να τους υπογράψει τα δερμάτινα γάντια τους. Αλλά χαζεύοντας ένα  αθλητικό περιοδικό  και τη φωτογραφία στο εξώφυλλο που δείχνει μια σέξι  νεαρή κοπέλα με λευκά σορτς να γέρνει χαριτωμένα στην αγκαλιά ενός γνωστού, νεαρού παίκτη του μπέιζμπολ, τον Τζό Ντόμπσον, ο οποίος προσπαθεί, τάχα, να της δείξει πώς κρατάνε το μπαστούνι και εποπτεύει το στυλ της στάρλετ, ο Ντι Μάτζιο σκέφτεται πως δεν θα τον πείραζε να άλλαζε για λίγο θέσεις με αυτόν τον τυχεράκια παίκτη των Σικάγο Γουάιτ Σοξς . «Ποια είναι αυτή η ξανθιά;» ρωτάει ο τίτλος του περιοδικού και οι ξανθιές είναι η αδυναμία του Ντι Μάτζιο. Γι’αυτό, κάνει την πρώτη κίνηση: Παίρνει τηλέφωνο έναν φίλο του -έναν καλλιτεχνικό πράκτορα που τη γνωρίζει – για να μεσολαβήσει να της προτείνει ένα ραντεβού στο Λος Άντζελες. Τι θα έλεγε για δείπνο, στο «Βίλα Νόβα», στη Σάνσετ Στριπ;

Ο κορυφαίος παίχτης του αμερικανικού μπέιζμπολ  έκανε το πρώτο βήμα και το  ραντεβού κανονίστηκε για τις 8 Μαρτίου. Η Μέριλιν δίστασε να πει το «ναι», γιατί φοβόταν ότι ο Ντι Μάτζιο θα ήταν ένας ακόμα αλαζονικός και ακαλλιέργητος αθλητής. Τον «έστησε» για δύο ώρες στο πρώτο τους ραντεβού. Όταν όμως έφτασε στο εστιατόριο που την περίμενε, η Μορνόου άλλαξε γνώμη για εκείνον. Ο Ντι Μάτζιο δεν ήταν πολύ όμορφος, ούτε ιδιαίτερα αβρός στους τρόπους του, αλλά εξέπεμπε μία αυτοπεποίθηση, που την καθήλωσε. Πέρασαν το καλοκαίρι του ’52 μαζί και τον Ιούλιο. Την πήγε στην οικογένειά του, στο Σαν Φρανσίσκο για να τη γνωρίσουν.  Για τον Ντι Μάτζιο ο ρόλος της γυναίκας ήταν πολύ ξεκάθαρος: μητέρα και νοικοκυρά. Αυτός δεν ήταν ο ρόλος που είχε επιλέξει η Μέριλιν για τον εαυτό της. Εκείνη  είχε μεγάλα όνειρα για την καριέρα της, που δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις του. Αυτή η βασική διαφορά στη νοοτροπία τους οδήγησε και στην άσχημη κατάληξη του γάμου τους.

Όμως το καλοκαίρι του ’52 ήταν  αμφότεροι τυφλωμένοι απ’ τον έρωτα. Της έκανε πρόταση γάμου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1953. Δυο βδομάδες μετά παντρεύτηκαν. Ήδη τον φωνάζει «daddy». Είναι νωρίς για εκείνη, λίγο αργά για  αυτόν που έχει χορτάσει δόξα και φλας, θέλει ησυχία, μια αφοσιωμένη γυναίκα, παιδιά να τρέχουν στον κήπο του σπιτιού . Σιχαίνεται τις show business κι όλο αυτό το «χολιγουντιανό τσίρκο». Το ρόλο του επίδοξου μνηστήρα ενός sex symbol. Αρνείται να τη συνοδεύσει στις πρεμιέρες της. Δεν εκτιμά τη δουλειά της. Η αυστηρή, καθολική ανατροφή του, του «φωνάζει» πως η θέση μιας γυναίκας είναι στο σπίτι της. Αδυνατεί όμως να την σταματήσει. Μετά τον «Νιαγάρα», το «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθιές», το «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο», η Μarilyn είναι πια μια σταρ στο κατώφλι της μεγάλης δόξας της. Θέλει καλύτερους ρόλους, θέλει αύξηση, θέλει λίγο σεβασμό από τα μεγάλα «κεφάλια» της Fox. Ο Ντάριλ Ζάνουκ την προειδοποιεί πως οι απαιτήσεις της είναι παράλογες, αλλά εκείνη δεν υποχωρεί. Στις 4 Ιανουαρίου 1954 απολύεται από την 20th Century Fox. Και δέκα μέρες αργότερα στο δικαστικό μέγαρο του Σαν Φρανσίσκο, γίνεται κυρία Ντι Μάτζιο. 

Ο γάμος του αιώνα αποδείχθηκε μέγα λάθος για τον γαμπρό-θρύλο και τη λαμπερή-τραγική νύφη

Ήταν ένα έξοχο happy end σ’ ένα εξίσου απίθανο ρομάντζο. Ο Τύπος χαιρετίζει τον «γάμο του αιώνα», μια χώρα ολόκληρη στέκεται δίπλα στο ζευγάρι, το λούζει με ευχές, λουλούδια και δάκρυα. «Θέλετε παιδιά;» τους ρωτούν οι ρεπόρτερ που συνωστίζονται στην είσοδο του δημαρχείου. Η νύφη έχει φροντίσει να ενημερώσει, μια ώρα πριν το γάμο το τμήμα διαφήμισης της Fox, ώστε να «διαρρεύσει» εγκαίρως η είδηση…). «Τουλάχιστον ένα», απαντά ο γαμπρός. «Πολλά», αποκρίνεται η Μέριλιν σφιγμένη στη λευκή ερμίνα της.

Περνούν το πρώτο τους βράδυ, ως σύζυγοι σε ένα φθηνό μοτέλ, των 6,5 δολαρίων, στο Πάσο Ρόμπλες κι άλλες δυό βδομάδες, σε ένα καταφύγιο στα βουνά, δίπλα στο Παλμ Σπρινγκς. Κρυμμένοι απ’όλους, επιτέλους μόνοι. Το πρώτο βράδυ, στο μοτέλ, ο Joe ρωτάει αν το δωμάτιο έχει τηλεόραση. Ύστερα, κάθεται, ανοίγει μια μπίρα και χαζεύει τα αθλητικά κανάλια με τις ώρες. Τα υπόλοιπα 14 βράδια -δυστυχώς, χωρίς τηλεόραση- βουλιάζουν στην πλήξη. Ο γάμος τους είναι μια φούσκα, είναι ολοφάνερο πως έχουν κάνει λάθος. Το ξέρουν και οι δύο, αλλά είναι πολύ νωρίς για να το παραδεχτούν. 

Λίγο καιρό μετά τον μήνα του μέλιτος, ο  σταρ του μπέιζμπολ παίρνει πρόσκληση για ένα δεκαήμερο παιχνίδι επίδειξης στην Ιαπωνία. Η Μέριλιν μπορεί να τον συνοδεύσει. Ευκαιρία να τον δει εν δράσει, να θαυμάσει πόσο δημοφιλής είναι. Καλή ιδέα; Λάθος. Κακή. Καταστροφική. Στο αεροδρόμιο του Τόκιο, συρρέουν χιλιάδες άνθρωποι ενώ οι λιγοστοί έντρομοι αστυνομικοί αγωνίζονται να φυγαδεύουν το ζευγάρι από τον χώρο των αποσκευών. Τους ακολουθούν ουρλιάζοντας «Μέριλιν, Μέριλιν» . Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ποιος είναι το αντικείμενο της λατρείας τους. Ο Τζο κρύβει με  μεγάλη δυσκολία την οργή του. 

 

Τα προβλήματα, οι διαφωνίες και η βία στη ζωή του διάσημου ζευγαριού

Τα προβλήματα άρχισαν από τον μήνα του μέλιτος. Το νιόπαντρο ζευγάρι είχε κανονίσει 10ημερες διακοπές στην Ιαπωνία. Μόλις λίγες μέρες είχαν περάσει απ’ τον γάμο τους, όταν ο ατζέντης της Μέριλιν της ζήτησε να ταξιδέψει στην αμερικανική στρατιωτική βάση στην Κορέα για να «εμψυχώσει» τους στρατιώτες.  Αυστηρά παραδοσιακός στα ήθη του, δεν χάρηκε καθόλου που η σύζυγός του θα ταξίδευε μόνη της μέχρι την Κορέα για να χορέψει και να τραγουδήσει μπροστά σε χιλιάδες άντρες. Η γυναίκα του ντυμένη στο χακί, ή με στενά, κοντά φορεματάκια. Να ποζάρει, να λικνίζεται, να κλείνει το μάτι προκλητικά και να τραγουδάει με τη λεπτή, λαχανιασμένη φωνούλα της, «Do it again», οδηγώντας τους στρατιώτες σε παραφροσύνη («Ακόμα και οι νιφάδες του χιονιού είχαν ανάψει», σχολιάζει  ένας από τους παρόντες  δημοσιογράφους ). Άντρες, χιλιάδες άντρες, άντρες που αλλάζουν διαρκώς -δέκα παραστάσεις, σε τέσσερις μέρες. Δεν θέλει να το σκέφτεται. Αλλά εκείνη,  ήταν ενθουσιασμένη. «Ποτέ μου  δεν ένιωσα περισσότερο σταρ, στην καριέρα μου», δηλώνει επιστρέφοντας. «Ήταν εκπληκτικό, καταλαβαίνεις; Δεκατρείς χιλιάδες άνθρωποι που φωνάζουν το όνομά σου …» «Εμένα στα στάδια, με επευφημούσαν πενήντα χιλιάδες», της αντιγυρίζει ο Joe, άσπρος σαν το πανί. Λίγες μέρες αργότερα, στο αεροπλάνο με το οποίο επιστρέφουν στο Λος Άντζελες, εκείνη πασχίζει να κρύψει τον σπασμένο αντίχειρα του δεξιού της χεριού. «Χτύπησα», δικαιολογείται στους δημοσιογράφους που την ρωτούν…

Τουλάχιστον, έχουν το.. σεξ. Εκρηκτικό σεξ. «Στο κρεβάτι ήταν σαν να μάχονταν οι θεοί», θα εξομολογούνταν χρόνια αργότερα ο αθλητής, στον γιατρό του Rock Positano, «σαν ο ουρανός να γέμιζε με κεραυνούς και αστραπές». Και η αλήθεια είναι πως η -συνήθως αδιάφορη για το σεξ, Marilyn- ανακαλύπτει μαζί του ένα άλλο είδος ερωτισμού, πιο ζωώδες, πιο γήινο. Όταν κάνει έρωτα μαζί της, τη μεταχειρίζεται σαν γυναίκα, και όχι σαν εθνική φαντασίωση. Με ευθύτητα, με κάποια υποτίμηση. Συχνά, με βιαιότητα. 

Της ζήτησε να παρατήσει την καριέρα της και να μετακομίσουν στο Σαν Φρανσίσκο, όπου θα ζούσαν σαν ένα φυσιολογικό αντρόγυνο. Η Μέριλιν, φυσικά, αρνήθηκε. Ο Ντι Μάτζιο προσπάθησε να κάνει υπομονή, αλλά δεν ήταν απ’ τη φύση του υπομονετικός.

Τίποτα δεν θα αλλάξει, μετά την επιστροφή τους στη Νέα Υόρκη. Πάλι αλκοόλ, βία, καυγάδες. Πάλι εκείνος είναι θυμωμένος με το Χόλιγουντ που την καταστρέφει, με τους έμπιστους φίλους της που βάζουν να δουλεύει μέχρι να πέσει κάτω από  εξάντληση. Η Μονρόε παίρνει χάπια για να κοιμηθεί, χάπια για να ξυπνήσει, χάπια για να πηγαίνει κάθε μέρα στα γυρίσματα. Και φυσικά, το μωρό που λαχταρούν δεν έρχεται. Ένας ακόμα λόγος για να νιώθουν  απογοητευμένοι. Θλιμμένοι. Αποτυχημένοι. Συνέχισε ακάθεκτη να παίζει σε ταινίες που μπορεί να την έκαναν ένα διεθνές σύμβολο του σεξ, αλλά εξόργιζαν τον σύζυγό της. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν τα γυρίσματα της ταινίας «7 Χρόνια Φαγούρα». Είχε έρθει η ώρα να γυρίσουν την πιο διάσημη σκηνή της καριέρας της Μέριλιν.

Η ξανθιά «σεξοβόμβα» φορούσε ένα άσπρο φόρεμα και στεκόταν πάνω από έναν αεραγωγό. Με ένα φύσημα του αέρα, το φόρεμά της σηκωνόταν, αποκαλύπτοντας τα καλλίγραμμα πόδια της. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1954, την ημέρα το γυρισμάτων είχε συγκεντρωθεί τεράστιο πλήθος κόσμου για να δει την αγαπημένη του σταρ. Ανάμεσα σε αυτούς, ήταν κι ο σύζυγος της Μέριλιν, Τζο Ντι Μάτζιο. Η Μέριλιν χρειάστηκε να επαναλάβει τη σκηνή πολλές φορές και κάθε φορά που το φόρεμά της σηκωνόταν, ο Ντι Μάτζιο γινόταν όλο και πιο σκυθρωπός. Ο σκηνοθέτης, Μπίλι Γουάιλντερ, περιέγραψε την έκφραση του Ντι Μάτζιο ως «δολοφονικό βλέμμα». Aργότερα, μέσα στη νύχτα, οι γείτονες του δωματίου του ζεύγους , στο ξενοδοχείο Saint Regis, θα ξυπνήσουν από άγριες φωνές, πράγματα που σπάζουν και γυναικείους λυγμούς. Την επόμενη μέρα, η στυλίστρια της στην ταινία, παρατήρησε ότι το κορμί της ηθοποιού ήταν μελανιασμένο, αν και είχε προσπαθήσει να καλύψει τους μώλωπες με μέικ απ. Η δημοσιογράφος και φίλη του Ντι Μάτζιο, Στέισι Έντουαρντς, αποκάλυψε τα σχόλια του αθλητή μετά από εκείνη τη νύχτα: «Τα πράγματα βγήκαν εκτός ελέγχου, το παραδέχομαι. Αλλά με θύμωσε τόσο πολύ. Δεν την ένοιαζε τι πίστευα. Θα έκανε αυτό που ήθελε». 

Το διαζύγιο ήρθε πολύ νωρίς 

Στις 17 Οκτωβρίου η Μέριλιν υπέβαλε αίτηση για διαζύγιο, γιατί ο Ντι Μάτζιο ασκούσε πάνω της «ψυχολογική βία». Εκείνος δεν εμφανίστηκε καν στο δικαστήριο. Συντετριμμένη, με δάκρυα στα μάτια, στις 14 Ιανουαρίου του 1954 η Μονρόε στάθηκε δίπλα στον δικηγόρο της, ο οποίος ανακοίνωσε το διαζύγιο της ηθοποιού λιγότερο από ένα χρόνο μετά το γάμο της με τον παίκτη των Γιάνκις. Οπως έγραφε τότε το περιοδικό Life : «Κανείς δεν ένιωσε έκπληξη όταν παντρεύτηκαν- είχαν σχέση για δύο χρόνια. Κανείς δεν αμφισβήτησε την αγάπη τους- έδειχναν χαμογελαστοί και ευτυχισμένη σε όλο τους τον έγγαμο βίο. Και σχεδόν κανείς δεν εξεπλάγη όταν χώρισαν. Η σύγκρουση ανάμεσα στις καριέρες τους έμοιαζε αναπόφευκτη».  Έφυγε, επέστρεψε στο Σαν Φρανσίσκο. Δεν θα παντρευτεί ξανά. Ούτε θα την ξεχάσει. Θα είναι πάντα εκεί, δίπλα της, όποτε τον χρειάζεται. Το 1961, όταν η Μέριλιν είχε μόλις χωρίσει απ’ τον τρίτο σύζυγό της, Άρθουρ Μίλερ, ήταν ένα ψυχολογικό ράκος. Είχε μπει σε ψυχιατρική κλινική και ήταν ο Ντι Μάτζιο αυτός που υπέγραψε, όταν ήρθε η ώρα να πάρει εξιτήριο. Πήγε μαζί του στη Φλόριντα, όπου εκείνος δούλευε ως προπονητής μπέιζμπολ. Εκεί έζησαν την ήσυχη ζωή που ονειρευόταν ο Ντι Μάτζιο πιο παλιά. Κυκλοφόρησαν φήμες ότι κανόνιζαν να ξαναπαντρευτούν, αλλά οι ίδιοι έλεγαν ότι ήταν μόνο φίλοι.  Παρά τις προσπάθειες του, η ψυχική της υγεία δεν ανέκαμψε. Βρέθηκε νεκρή στο κρεβάτι της στης 5 Αυγούστου του 1962, έχοντας καταναλώσει μεγάλη ποσότητα από υπνωτικά χάπια. Ο μύθος θέλει να είχαν κανονίσει να ξαναπαντρευτούν την ίδια ημερημονία. Έλπιζε πάντα πως θα μπορούσε να την ξανακερδίσει, ήθελε να την φροντίσει. Φοβόταν πως «ο Φρανκ Σινάτρα και αυτό το «άθλιο συνάφι» των Κένεντις θα της έκαναν κακό». «Πάντα ήξερα ποιος την σκότωσε, αλλά δεν ήθελα να ξεκινήσω μια επανάσταση σε αυτή τη χώρα, μιλώντας γι’αυτό. Δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου, για ό,τι της συνέβη», θα εξομολογούνταν χρόνια αργότερα, στο γιατρό του. Οργάνωσε ο ίδιος  την κηδεία της. Όταν πρωτογνωρίστηκαν, εκείνη του είχε ζητήσει μία περίεργη χάρη: Αν πέθαινε πριν από αυτόν, ήθελε να πηγαίνει κάθε βδομάδα καινούρια λουλούδια στον τάφο της. Πιστός μέχρι το τέλος, ο μεγάλος σταρ του αθλητισμού, κράτησε την υπόσχεσή του. Μέχρι τον θάνατό του, το 1999, κάθε βδομάδα έστελνε φρέσκα τριαντάφυλλα στον τάφο της.

 

Τα ερωτικά τους γράμματα

Πολλά χρόνια αργότερα  βγήκαν σε δημοπρασία από τον οίκο Τζούλιενς ερωτικά γράμματα του διάσημου ζευγαριού. «Σ’ αγαπώ και θέλω να είμαι μαζί σου. Δεν υπάρχει τίποτα που θα ήθελα περισσότερο από το να ξαναποκτήσω την εμπιστοσύνη σου» της είχε γράψει σ’ ένα από αυτά ενώ στο απολογητικό της γράμμα  που διατέθηκε διαθέσιμο σε δημοπρασία του οίκου Κρίστις  ενώ η αλησμόνητη ηθοποιός παραδέχθηκε στο δικό της: «Αγαπητέ Τζο, ξέρω ότι έκανα λάθος! Συμπεριφέρθηκα με αυτό τον τρόπο και είπα αυτά τα πράγματα επειδή ήμουν πληγωμένη – όχι επειδή τα εννοώ – και ήταν ανόητο από μέρους μου να πληγωθώ, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε λόγος – στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένας λόγος. Σε παρακαλώ δέξου την συγγνώμη μου και μην, μην, μην θυμώνεις με το μωρό σου – σε αγαπά. Με αγάπη, η σύζυγος σου (για μια ζωή) κυρία J.P. DiMaggio.» Σύμφωνα με τον οίκο δημοπρασιών, ο Ντι Μάτζιο μετέφερε το γράμμα στο πορτοφόλι του για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, που χωρίστηκε σε τέσσερα κομμάτια.

 

Ο θρύλος του μπέιζμπολ και ο ύμνος των Σάιμον & Γκαρφάνκελ

Το 1968 και το 1969 δούλεψε ως προπονητής στους Όκλαντ Αθλέτικς. Το 1969, στην εκατοστή επέτειο του αθλήματος, βραβεύτηκε ως ο καλύτερος εν ζωή παίκτης, ακόμη μια απόδειξη του πολυδιάστατου ταλέντου του.Οι Yankees τον προσκαλούσαν να εγκαινιάζει τη σεζόν ρίχνοντας την πρώτη μπαλιά. Γράφτηκαν τραγούδια για τον αυτόν. Ανάμεσα τους και το θρυλικό «Mrs. Robinso  του κορυφαίου αμερικανικού ντουέτου Σάιμον και Γκαρφάνκελ το οποίο κυκλοφόρησε στον δίσκο Bookends το 1968. Γράφτηκε από τον  Πολ Σάιμον  και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές, καθώς συμπεριλήφθηκε στην εξαιρετικά επιτυχημένη ταινία του 1967 «Ο πρωτάρης» με πρωταγωνιστή τον νεαρό τότε σπουδαίο ηθοποιό Ντάστιν Χόφμαν

 

Ο μέγας σκηνοθέτης Νίκολας Ρεγκ τον συμπεριέλαβε το 1985 στην ταινία του «Μια νύχτα με τη Μέριλιν» (μαζί με την πρώην σύζυγό του, τον Αϊνστάιν και τον γερουσιαστή Τζο Μακάρθι σε μιά παραγωγή του 1985 με τον βρετανικό πρωτότυπο τίτλο «Insignificance»). Εκείνος αποσύρθηκε διακριτικά στο σπίτι του και περνούσε τον χρόνο του μαγειρεύοντας «τσιοπίνο» για τους φίλους του μπεϊζμπολίστες στο εστιατόριό του «Joe DiMaggio’s Grotto», ενώ στράφηκε στις αγαθοεργίες και τη νοσταλγία για καταφύγιο.

Ακόμη και όταν χτυπήθηκε από την επάρατο νόσο, ακόμη και όταν τα «κοράκια» του NBC ανακοίνωσαν τον… ψευτοθάνατό του, το «Ιστιοφόρο» δεν σταμάτησε να αρμενίζει. Ισως γι’ αυτό για αρκετούς Αμερικανούς το αμερικανικό όνειρο έσβησε μαζί του. Ισως γι’ αυτό οι περισσότεροι θα ήθελαν να τον έχουν παρέα δίπλα τους. Οπως ο Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ στο «Ο γέρος και η θάλασσα»: «Θα ήθελα να πάρω μαζί μου για ψάρεμα τον μεγάλο Ντι Μάτζιο» είπε ο γέρος. «Λένε ότι ο πατέρας του ήταν ψαράς. Μπορεί να ήταν τόσο φτωχός όσο εμείς και θα καταλάβαινε».

Το τελευταίο αγκυροβόλι του ιστιοφόρου

Το ιστιοφόρο του αμερικανικού αθλητισμού – ονείρου αγκυροβόλησε  στο λιμάνι της αιωνιότητας στις 8 Μαρτίου 1999. Σε ηλικία  84 ετών, το αξεπέραστο νούμερο 5 των Γιάνκις, τους οποίους οδήγησε στην κατάκτηση εννέα τίτλων, πήρε για ύστατη φορά το ρόπαλό του κι έριξε ένα fastball πέρα από τον χρόνο πριν κατέβει με αργά, σίγουρα βήματα στο dugout (ο υπόγειος «πάγκος») του Γιάνκι Στέντιουμ δίπλα στους τελευταίους Αμερικανούς ήρωες.

Ο δανδής του μπέιζμπολ, ο «Yankee Clipper» (ήταν τέτοια η χάρη των κινήσεών του μέσα και έξω από το «διαμάντι» που θύμιζε ιστιοφόρο), ο «joltin’» (εκτινασσόμενος) Τζο, όπως τον ήξερε ο κόσμος, πέρασε στην αντίπερα όχθη.

 

Οι Αμερικανοί τον θρήνησαν ως το τελευταίο σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. «Πού πήγες, Τζο Ντι Μάτζιο; Ολο το έθνος στρέφει το μοναχικό βλέμμα του πάνω σου»  έλεγε προφητικά τρεις δεκαετίες πριν το λατρεμένο άσμα των δύο,  ακόμα πιο διάσημων πέρα από τα σύνορα της πατρίδας τους,  συμπατριωτών του.

 

 

                                                                                                                

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News