Εννιά λεπτά συν τις καθυστερήσεις. Αυτό ήταν το χρονικό διάστημα που ο Σέρτζι Κάνος φόρεσε τη φανέλα της Λίβερπουλ. Ο Γιούργκεν Κλοπ τον πέρασε στο «Hawthorns» με αντίπαλο τη Γουέστ Μπρομ, στις 15 Μαΐου του 2016. Ήταν η τελευταία αγωνιστική της Premier League.
Ο ίδιος δεν θεωρεί ότι αυτή η στιγμή ήταν σημαδιακή στην καριέρα του. Η τιμή του ήταν ένα εκατομμύρια λίρες και αυτά τα λεπτά που έπαιξε με τη Γουέστ Μπρομ την τριπλασίασαν.
Ο Κανός ήταν 18 χρόνων. Και οι γονείς του είχαν φτάσει μαζί του στο Λίβερπουλ, που βρισκόταν από το 2013. Το 2015, με τον Σέρχι να προωθείται στην πρώτη ομάδα, αποφάσισαν να ανοίξουν εστιατόριο στην πόλη. Δύο χρόνια πριν, με την οικονομική κρίση στην Ισπανία να έχει γιγαντωθεί, και ο πατέρας του και η μητέρα του έχασαν τις δουλειές τους.
Το εστιατόριο δεν υπάρχει πια. Ο Σέρτζι ήταν εκείνος που το έκλεισε, όταν οι γονείς του χώρισαν. Η μητέρα του συνεχίζει να μένει στο Λίβερπουλ. «Είναι ερωτευμένη με την πόλη», είπε ο 26χρονος (έχει τα γενέθλιά του στις 2 Φεβρουαρίου) Ισπανός το 2020.
Η ζωή έγινε περίεργη για το παιδί που θα μιλάει με τον προπονητή της τωρινής ομάδας του τη μητρική γλώσσα του. Τα οκτώ χρόνια που έμεινε στην Αγγλία, ήταν αρκετά ώστε να μάθει αγγλικά εξαιρετικά. Μιλάει ελαφρώς καλύτερα από τον Ράφα Ναδάλ. Το 2013, όταν έφτασε στο Λίβερπουλ από τη Βαρκελώνη, δεν ήξερε γρι.
Αλλά, και παρ’ ότι είναι τετριμμένο ισχύει, είχε τη βαθιά γνώση της γλώσσας του ποδοσφαίρου. Τα τρία χρόνια του στη Μασία υπήρξαν καταλυτικά, προφανώς. Ο Κανός ήταν ένας από τους δέκα αθλητές, τέσσερις παίκτες του μπάσκετ και έξι ποδοσφαιριστές, της Μπαρτσελόνα που πρόλαβαν τον παλιό χώρο της ακαδημίας των «μπλαουγκράνα», δίπλα στο «Καμπ Νου».
Ο ίδιος είναι ευγνώμων για την εμπειρία αυτή -όπως βέβαια και για τη μετακόμιση σε ένα υπερσύγχρονο νεότευκτο προπονητικό κέντρο. Στα 13 του, η νοσταλγία για το Νούλες του Καστεγιόν, που γεννήθηκε και μεγάλωσε, ακόμα και για τη Βαλένθια, που όλη η οικογένεια υποστήριζε, κράτησε δύο νύχτες.
Την πρώτη, κάλεσε στο τηλέφωνο τον πατέρα του και, κλαίγοντας, απαιτούσε να περάσει να τον πάρει από εκεί. «Δεν είμαι αρκετά καλός για να παίζω εδώ», του έλεγε με τη σχεδόν νεογέννητη εφηβική φωνή του. Ο μπαμπάς του του ζήτησε να ηρεμήσει. «Σε λίγες μέρες, δεν θα έχεις αυτό το συναίσθημα πια», του απάντησε.
Η μάνα του, από την άλλη, έπαιξε τεράστιο ρόλο στη διαπαιδαγώγησή του. Ως παιδί, ο Σέρτζι θυμάται τον εαυτό του να παίζει ποδόσφαιρο στα 5 του. Έπαιζε πάντα με μεγαλύτερα παιδιά, έμοιαζε αυτή να είναι η μοίρα του.
Του έλεγε να παίζει κοντά στο σπίτι και τον προειδοποιούσε ότι δεν θα τον άφηνε να φύγει. «Μόνο αν έρθει η Μπαρτσελόνα θα σε αφήσω να φύγεις», του είχε πει, χωρίς να φαντάζεται τη βαρύτητα που θα είχαν κάποια στιγμή τα λόγια της. Όμως, έφερε ο καιρός τα λάχανα και τα παραπούλια.
Η Βαρκελώνη ήταν εκεί, όχι, όμως, με τη μορφή της Μπάρσα, αλλά με εκείνη της Εσπανιόλ. Ήταν 11 χρόνων όταν πήγε για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα της Καταλονίας για να φορέσει την κυανόλευκη φανέλα. Έπαιξε κατευθείαν με την ομάδα της U17, παιδιά που ήταν πέντε και έξι χρόνια μεγαλύτερα από τον ίδιο. Η Εσπανιόλ δήλωνε συμμετοχές σε τουρνουά σε άλλες περιοχές, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να πηγαίνει. Η μάνα του το είχε απαγορεύσει. Δεν έμενε καν στη Βαρκελώνη.
Η απόσταση που τον χώριζε από την πόλη που έκανε τουριστικό θέρετρο η αρχιτεκτονική οξύνοια του Άντονι Γκαουντί ήταν 300 χιλιόμετρα. Ο Κανός μετέβαινε εκεί με το αυτοκίνητο, συνήθως με οδηγό τον πατέρα του, το Σάββατο, όταν είχε παιχνίδι. Έπειτα, επέστρεφαν. Από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή προπονούνταν στην Καστεγιόν.
Αυτό κράτησε έξι μήνες -και δεν ήταν η κούραση των δικών του που επέσπευσε το τέλος. Το 2009, η Εσπανιόλ είχε σημαντικά προβλήματα στο γραφείο. Η διοίκηση άλλαξε και, φυσικά, ουδείς είχε χρόνο για να ασχοληθεί με ένα παιδί 11 χρόνων.
Η Μπαρτσελόνα, που προφανώς είχε ανθρώπους για να παρακολουθούν παιχνίδια στις μικρές ηλικίες όσο περισσότερων ομάδων γινόταν, πολλώ δε μάλλον της συντοπίτισσας Εσπανιόλ, ενδιαφέρθηκε για εκείνον. Ο Σέρτζι μπορούσε, τώρα, να πει στη μητέρα του ότι δεν γινόταν, πια, να του στερήσει την ευκαιρία. Η ίδια το είχε δηλώσει, οκτώ χρόνια πριν.
Η πλάκα είναι πως οι «μπλαουγκράνα» δεν ήταν καν η πρώτη επιλογή του. Ο Σέρτζι προτιμούσε να παίξει στην Ατλέτικο Μαδρίτης, που είχε κάποιους φίλους. Είχε επισκεφθεί τις εγκαταστάσεις της αγαπημένης του Βαλένθια, όπως και της Βιγιαρεάλ. Αλλά η «Μπάρσα» ήταν το μεγάλο δέλεαρ.
Εκεί, δε, ένα υπεραπαραίτητο για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο του γνωστοποιήθηκε από πολύ νωρίς: η χαρά μετατρεπόταν σε κάτι που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να γίνει αφόρητα απαιτητικό. Η «Μασία» είχε αποκτήσει θρυλικές διαστάσεις: ο Λίο Μέσι, αλλά και οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές που ήταν είτε λίγο μεγαλύτεροι, όπως ο Τσάβι και ο Ινιέστα, είτε στην ηλικία του, όπως ο Σεσκ Φάμπρεγας, ο Ζεράρ Πικέ και ο Σέρχι Μπουσκέτς, είτε κατατί μικρότεροι, όπως ο Πέδρο, είχαν δώσει στην ακαδημία της Μπαρτσελόνα υπεραξία.
Εκείνος άκουγε τον ήχο της μπάλας. Τις δύο επαφές, κοντρόλ πάσα, που είχε κάθε κίνηση. Ονειρευόταν αυτόν τον ήχο -ακόμη το κάνει. Ένιωθε σαν να βλέπει έναν πιανίστα κάθιδρο να παίζει την τελευταία νότα από το δεύτερο κοντσέρτο για πιάνο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, πριν ξεχυθούν τα πνευστά στους ψυχικούς δρόμους.
Η ταχύτητα με την οποία γίνονταν οι μεταβιβάσεις ήταν τέτοια, που αν κάποιος δεν μπορούσε να ακολουθήσει το τέμπο, τον κοιτούσαν περίπου σαν εξωγήινο.
Ο Σέρτζι Κανός θυμάται αυτήν την εποχή ως εξής: «Όλα τα παιδιά έπαιζαν, αλλά εμείς ήμαστε άγγελοι, δεν υπερβάλλω».
Κι αν μια φράση θα μπορούσε να περιγράψει την αχλή του μύθου που σκεπάζει την ακαδημία της Μπαρτσελόνα, πιο ταιριαστή από τα λόγια του ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού δύσκολα θα ήταν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Ολυμπιακός: Κορυφαίος στον πλανήτη ο Χρήστος Μουζακίτης!
- Ολυμπιακός: Η απίθανη στιχομυθία του Ρόντινεϊ με τον Φορτούνη!
- AEK: Δίνει 1.5 εκατ. ευρώ στην ΕΠΟ για την ανάπτυξη του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου
- Εθνική Ελλάδος: Μαθαίνει αντίπαλο για τα playoffs του Nations League - Ποιοι είναι οι 4 υποψήφιοι αντίπαλοι
- Δώρο Χριστουγέννων 2024: Νωρίτερα η καταβολή του στους δικαιούχους - Πώς υπολογίζεται