Ολυμπιακός: Πόσο χρονών ήταν τελικά ο Γεκινί όταν ήρθε στον Πειραιά;

Ο Αλέξανδρος Σόμογλου γυρίζει το χρόνο πίσω και θυμάται την άφιξη του Ρασίντ Γεκινί το 1994 για τον Ολυμπιακό, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από το θάνατο του θρυλικού «Ταύρου της Καντούνα».

4 Μαΐου 2012: Η είδηση που μεταδίδεται από τα ειδησεογραφικά δίκτυα της Νιγηρίας συγκλονίζει! Ο Ρασίντ Γεκινί, ο θρυλικός «ταύρος της Καντούνα» βρέθηκε νεκρός!

Τι κι αν έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε; Τα αίτια του θανάτου του μεγαλύτερου σκόρερ που ανέδειξε ποτέ το ποδόσφαιρο της αφρικανικής χώρας, εξακολουθούν να καλύπτονται από ένα πελώριο πέπλο μυστηρίου, ανάλογο με το κορμί του θηριώδους επιθετικού που το καλοκαίρι του 1994 είχε προκαλέσει «σεισμό» στον Πειραιά με την μεταγραφή του στον Ολυμπιακό.

Η μητέρα του Ρασίντ Γεκινί, Σικιράτου, όπως εμφανίστηκε σε συνεντευξή της σε μεγάλη ιστοσελίδα της Νιγηρίας τον Μάιο του 2021 

Το μυστήριο του θανάτου, οι κατηγορίες της θετής του κόρης και η απάντηση της μητέρας του

Έφυγε από τη ζωή δεμένος σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπως ανέφεραν δημοσιεύματα της εποχής; Έπεσε θύμα απαγωγής από την ίδια του την οικογένεια, όπως ισχυρίστηκε σε συνέντευξή της στο περιοδικό “Blizzard” η θετή του κόρη, Γεμισί, χρόνια αργότερα;

«Έχω ακούσει να λέγονται τόσα πολλά για το θάνατο του γιου μου και όλα αυτά τα χρόνια δεν ήθελα να σχολιάσω το παραμικρό. Άκουγα ανθρώπους να ισχυρίζονται ότι ο Ρασίντ δολοφονήθηκε από την οικογένειά του. Πώς είναι δυνατόν να σκοτώσω το παιδί μου; Πώς είναι δυνατόν να σκοτώσω έναν άνθρωπο που έχτισε ολόκληρο σπίτι για μένα; Ακόμη και σήμερα μετά από τόσα χρόνια αισθάνομαι τον ίδιο πόνο, όπως τη μέρα που έφυγε. Ήταν η κολώνα του σπιτιού μας, ο άνθρωπος που μας συντηρούσε», ήταν τα λόγια της μητέρας του, Σικιράτου, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ιστοσελίδα legit.ng τον Μάιο του 2021.

Η εμβληματική φωτογραφία του Μουντιάλ και η… σπαραχτική κραυγή που έμεινε στην ιστορία

Με το διαδίκτυο να βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, οι πληροφορίες που έφταναν στην Ευρώπη κυρίως από τις αφρικανικές χώρες, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, δεν ήταν απλά ελάχιστες, αλλά οι περισσότερες αποδεικνύονταν και ολοκληρωτικά μη αξιόπιστες.

Όταν ο Νιγηριανός προσγειωνόταν στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού, τον Ιούλιο του 1994, ελάχιστοι γνώριζαν πραγματικά κάτι για την αξία του. Η φήμη που τον συνόδευε, όμως, είχε ήδη γιγαντωθεί εξαιτίας της γνωριμίας που είχαμε μαζί του – ως ελληνικό ποδόσφαιρο – από τη συνύπαρξή μαζί του στα γήπεδα των Ηνωμένων Πολιτειών στην «τραυματική» παρθενική παρουσία της εθνικής μας ομάδας στα γήπεδα του Μουντιάλ.  

Οι «αετοί του Λάγος» βρίσκονταν στον ίδιο όμιλο με το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα (μαζί με την Αργεντινή του Ντιέγκο Μαραντόνα και τη Βουλγαρία του Κρίστο Στόιτσκοφ) και ο Γεκινί είχε χαρίσει στους φίλους του ποδοσφαίρου μια από τις πλέον εμβληματικές στιγμές στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου.  

H σχεδόν σπαραχτική κραυγή του στα δίχτυα της Βουλγαρίας δευτερόλεπτα μετά το γκολ που σημείωσε έχει αποτυπωθεί στην ιστορία ως ένα από τα κορυφαία φωτογραφικά στιγμιότυπα που έχουν απαθανατιστεί σε Μουντιάλ.

Την επομένη τα πρωτοσέλιδα των ελληνικών αθλητικών εφημερίδων, φιλοξενούσαν ύμνους για το νέο μεταγραφικό απόκτημα του Ολυμπιακού, το οποίο έφτανε στη χώρα μας με τις δάφνες του πρώτου σκόρερ του πορτογαλικού πρωταθλήματος, με τη φανέλα της Σετουμπάλ, και του κορυφαίου Νιγηριανού επιθετικού όλων των εποχών.

Το… σοκ των δημοσιογράφων στο αεροδρόμιο

Τη μέρα της άφιξης του «ταύρου» στη χώρα μας, η αίθουσα υποδοχής του αεροδρομίου του Ελληνικού είχε κατακλυστεί από τηλεοπτικές κάμερες και δημοσιογράφους. Και η αλήθεια είναι ότι μόλις ο Νιγηριανός πρόβαλε από την αίθουσα αφίξεων, η κορμοστασιά του προκαλούσε δέος.

Όσο όμως ο Γεκινί πλησίαζε τα τηλεοπτικά συνεργεία, μια αμηχανία άρχισε να σκεπάζει το χώρο. Το πρόσωπό του μόνο σε επαγγελματία ποδοσφαιριστή δεν παρέπεμπε. Σπασμένο, ρυτιδιασμένο, ταλαιπωρημένο θύμιζε περισσότερο παλαίμαχο αθλητή που είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση και λιγότερο ένα αστέρι παγκόσμιας λάμψης που, θεωρητικά, ερχόταν στον Πειραιά για να βάλει τέλος στα «πέτρινα χρόνια» του Ολυμπιακού.

Ούτως ή άλλως τα χρόνια εκείνα η ηλικία των Αφρικανών παικτών που έρχονταν στην Ευρώπη για να αγωνιστούν αποτελούσε μέγα μυστήριο! Ιδιαίτερα με τους Νιγηριανούς οι ιστορίες πλαστογράφησης της πραγματικής τους ηλικίας, αγγίζει τα όρια του μύθου. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον περίφημο Ταρίμπο Γουέστ, ο οποίος κατηγορήθηκε το 2002 από τη διοίκηση της Παρτιζάν ότι ήταν 40 ετών, ενώ ο ίδιος δήλωνε… 28; Ή τον Ομπαφέμι Μάρτινς τον οποίο η επίσημη ιστοσελίδα της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Νιγηρίας εμφάνιζε το 2006 γεννημένο το 1978 (άρα 28 ετών) και ο ίδιος δήλωνε… 21;

Δεν είναι τυχαίο ότι το 1988 η FIFA είχε τιμωρήσει την Ομοσπονδία της Νιγηρίας με διετή αποκλεισμό απ’ όλες τις διοργανώσεις, καθώς στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ (το 1988) διαπιστώθηκε ότι τρεις παίκτες της αποστολής είχαν δηλώσει διαφορετική ημερομηνία γέννησης από αυτή που ανέγραφαν σε δελτία συμμετοχής… προηγούμενων διοργανώσεων.

Κατόπιν διαβεβαιώσεων της Ομοσπονδίας της αφρικανικής χώρας για αυστηροποίηση των ελέγχων προς τους ποδοσφαιριστές της, η Νιγηρία υποχρεώθηκε να αντικαταστήσει 15 παίκτες της εθνικής ομάδας Κ17 που θα συμμετείχε στο αντίστοιχο ηλικιακό παγκόσμιο πρωτάθλημα.

Μια ζωή που ισορροπούσε ανάμεσα στο φως και τις σκιές

Οι αποκαρδιωτικές εμφανίσεις του Ρασίντ Γεκινί με την ερυθρόλευκη φανέλα (όπου σημείωσε όλα κι όλα 3 γκολ) όχι μόνο δεν επιβεβαίωσαν την πρόβλεψη του τότε «ερυθρόλευκου» προπονητή, Νίκου Αλέφαντου, που είχε προαναγγείλει ότι το δίδυμο Γεκινί – Ίβιτς… «θα έριχνε τα τσιμέντα του Καραϊσκάκη», αλλά μεγιστοποίησαν τα ερωτηματικά για την πραγματική του ηλικία!

Ο ίδιος δεν πρόλαβε να συμπληρώσει καλά – καλά τέσσερις μήνες παρουσίας στο λιμάνι του Πειραιά και εγκατέλειψε την ομάδα εξαπολύοντας ευθείες βολές κατά των συμπαικτών του και του κλίματος που υπήρχε στα αποδυτήρια του Ρέντη.

Ούτως ή άλλως η ζωή του «ταύρου της Καντούνα» ισορροπούσε ανέκαθεν ανάμεσα στο φως και τις σκιές. Ανάμεσα στο σκοτάδι της παιδικής του ηλικίας και έναν θείο που τον κακοποιούσε, μέχρι την εκτυφλωτική λάμψη της καριέρας του στα χρόνια που αποτελούσε σύμβολο του ποδοσφαίρου μιας ολόκληρης χώρας.

Από τη μια πλευρά το φως του αδαμάντινου χαρακτήρα του, όπως το είχε περιγράψει ο δικηγόρος του Τζιμπρίλ Μοχάμεντ σε συνέντευξη του στο περιοδικό “Blizzard”:

«Ο Ρασίντ, ξόδεψε τη μισή του περιουσία για την οικογένειά του. Άνοιξε ένα σούπερ μάρκετ για την αδερφή του, αγόρασε πολλά για τον νεότερο αδερφό του, αγόρασε ένα κτίριο για τη τη μητέρα του και χρηματοδότησε για τον άλλο αδερφό του όλο το ταξίδι για την Ακτή Ελεφαντοστού, επειδή ήταν καλός ποδοσφαιριστής. Χρηματοδοτούσε παράλληλα αρκετές φιλανθρωπίες, χωρίς να αφήνει το όνομά του να γίνεται γνωστό. Ήταν τρομερά γενναιόδωρος από τη φύση του».

Κι από την άλλη το σκοτάδι του θανάτου του. Δολοφονήθηκε; Κατέρρευσε υπό το βάρος ψυχολογικών προβλημάτων; Απομονώθηκε και άφησε αυτόν τον κόσμο εγκαταλελειμμένος και υπό καθεστώς ψυχικής διαταραχής και κατάθλιψης, όπως ισχυρίζονταν γείτονές του λίγες μέρες μετά τον θάνατό του; Κανείς δεν μπορεί να πει κατηγορηματικά. Το σίγουρο είναι ότι παρότι ο ίδιος σεμνός, απόμακρος και ταπεινός, όπου κι αν βρισκόταν προκαλούσε θόρυβο, πολύ θόρυβο. Σαν εκείνη την κραυγή του στα δίχτυα της Βουλγαρίας…

 

 

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News