Παναγιώτης Γιαννάκης - Γιώργος Καραγκούνης: Ο ορισμός του Έλληνα και η ελλιπής αποδοχή

Παναγιώτης Γιαννάκης – Γιώργος Καραγκούνης: Ο ορισμός του Έλληνα και η ελλιπής αποδοχή | Αφιέρωμα | Ήρωες του αθλητισμού

Από το 103-101 της Ελλάδας επί της Σοβιετικής Ένωσης, στις 14 Ιουνίου του 1987, πάνε 35 χρόνια. Ο εμπνευσμένος αρχηγός της Εθνικής, Παναγιώτης Γιαννάκης, σήκωσε το τρόπαιο στο Φάληρο. Σχεδόν 17 χρόνια μετά, στις 12 Ιουνίου 2004, ο Γιώργος Καραγκούνης σκόραρε το πρώτο γκολ της εθνικής ποδοσφαίρου στο 2-1 επί της Πορτογαλίας, για το Euro.

Θα ήταν αδύνατον, συν τω χρόνω, να μην επικρατούσε σύγχυση για την τοποθέτηση των στιγμών που έκαναν το Ευρωμπάσκετ του 1987 εθνική εορτή στο σωστό χωροχρόνο. Από την ατάκα του Νίκου Γκάλη για τη «μεγαλύτερη νίκη της ζωής μου έως την επόμενη», που ανά τις επετείους έχει γραφτεί ότι ειπώθηκε μετά τον ημιτελικό με τη Γιουγκοσλαβία, έως την απαίτηση του Παναγιώτη Γιαννάκη στον υπουργό Αθλητισμού να φτιαχτούν γήπεδα μπάσκετ, την οποία φέρεται να εκδήλωσε μετά τον τελικό της 14ης Ιουνίου 1987, με τη Σοβιετική Ένωση.

Στην πραγματικότητα, τα δύο συμβάντα έχουν ως σημείο τα επινίκια του προημιτελικού με την Ιταλία. Ο Γιαννάκης ζητούσε από εκείνη τη στιγμή τα γήπεδα μπάσκετ, ου μην και πρωτύτερα. Τα ανοιχτά γήπεδα με τους προβολείς, σε ένα εκ των οποίων στη Νίκαια πήρε την έμπνευση για το δικό του μέλλον, του ήταν υπεραρκετά.

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης υπήρξε ο «δράκος» του ελληνικού μπάσκετ. Συμπεριφορισιακά, μέσα στο παρκέ, έπαιζε μπιζ στο σβέρκο του θυμικού μας. Δεν υπήρξε κάτι που να μη σκαρφιστεί προκειμένου να νικήσει. Αλλά δεν ποινικοποιήθηκε ποτέ ο τρόπος που μετέφερε τον εαυτό του στο παρκέ, διότι δεν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις. Όταν το Μαρούσι έπαιξε στον τελικό του EuroChallenge του 2004 με την Ούνικς Καζάν στη Ρωσία, από την οποία ηττήθηκε εύκολα, και ο νεαρός Βασίλης Σπανούλης έπεφτε στο παρκέ σχεδόν έπειτα από κάθε σκριν του αντιπάλου, ο θεατής μπορούσε να αναγνωρίσει ποιον είχε μελετήσει, αφού ο Γιαννάκης ήταν ο προπονητής εκείνης της ομάδας, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, έφτασε στους τελικούς της Α1. Αντιθέτως, όμως, δεν μπορούσε να κατανοήσει πώς και με ποιο κόστος έβαζε το σώμα του πάνω στα ψηλά κορμιά, προκειμένου να αλιεύσει όποιο σφύριγμα μπορούσε παντί τρόπω. Το δέλεαρ ήταν ξεκάθαρο, αλλά τόσο ο Γιαννάκης όσο αργότερα ο επίγονός του, ο οποίος πλέον λογίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους Ευρωπαίους παίκτες όλων των εποχών και είναι έτοιμος για τα προπονητικά νάματά του στη Δυτική Όχθη, δεν μετρούσαν την κατάσταση μόνο με πονηριά. Αν η μητέρα του σπουδαίου Έλληνα πλέι μέικερ, που υπηρέτησε αγόγγυστα την εθνική ομάδα, του είπε «δεν είσαι λιοντάρι, αλλά πρέπει να κάνεις το λιοντάρι για να γίνεις ο αμνός που στ’ αλήθεια είσαι» δεν είναι γνωστό. Πιθανώς αρκούνταν να τον φωνάζει από το μπαλκόνι για να επιστρέψει στο σπίτι όταν είχε πια νυχτώσει -και είχε μείνει μόνος του στο γήπεδο. Αλλά ο Γιαννάκης έκανε ακριβώς αυτό. Βρυχήθηκε.

 

«Απαρνήθηκαν» τις δεξιότητές τους

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης και ο Γιώργος Καραγκούνης είναι φτιαγμένοι από το ομηρικό υλικό, εκείνο του Οδυσσέα. Ο πρώτος θα έβαζε το σώμα του μπροστά σε οποιονδήποτε και θα άντεχε κάθε είδους χτύπημα, ακόμα και τον αγκώνα της… ρωσικής ντουλάπας, του Βλαντίμιρ Τσατσένκο (αφήστε τα Τκατσένκο κατά μέρος, έτσι τον πρόφερε ο Φίλιππος Συρίγος). Θα ξεκινούσε να εκνευρίζεται από το δεύτερο φάουλ που θα του χρέωναν και μέχρι το τρίτο το μόνο που θα έλειπε θα ήταν το κλάμα. Δεν θα ήξερε τι να γίνει, διότι στο μυαλό του η μάχη μαινόταν και στη μάχη δεν υπάρχουν τόσο αυστηροί όροι.

Ο Καραγκούνης θα έκανε οτιδήποτε για να κερδίσει λίγο χρόνο, να έχει η ομάδα του στην κατοχή της την μπάλα. Πολλές καταστάσεις κατά τις οποίες βρέθηκε απέναντι στο διαιτητή μαινόμενος, για να διαμαρτυρηθεί για ένα φάουλ που δεν του δόθηκε, θα ήταν επειδή απλώς είχε χάσει το μυαλό του μέσα στο γήπεδο. Ο Καραγκούνης, όμως, θα υπηρετούσε την εθνική ομάδα όσο βαστούσαν τα πόδια του, θα γινόταν ο ρέκορντμαν συμμετοχών της, θα ήταν ο τελευταίος από όλη τη φουρνιά των παικτών του Παναθηναϊκού που θα έκανε καλό συμβόλαιο και μόλις σταματούσε το ποδόσφαιρο ο θεατής θα ένιωσε ότι ξεκόλλησε η ψυχή του και την πήρε μαζί του. Η οξύνοιά του συγκρουόταν συνεχώς με την ντοπαμίνη του, οι εκκρίσεις στον οργανισμό του ήταν μοναδικές. Δεν έχει υπάρξει άλλος Έλληνας ποδοσφαιριστής που να παρέθεσε τέτοιο πάθος μέσα στον αγωνιστικό χώρο, με «θύμα» αυτής της έξαρσης τις ίδιες τις δεξιότητές του.

Με τη σχεδία τους και το ένστικτο επιβίωσης

Τόσο ο Γιαννάκης όσο και ο Καραγκούνης βρέθηκαν στην ίδια πλευρά του ποταμού. Η επιθυμία και η λαχτάρα ήταν τόσο πνιγηρές, απέρρεαν σε τέτοιο βαθμό των τρισβάθων του υποσυνείδητού τους, που η γνώση του αντικειμένου, η οποία όντως ήταν υψηλού επιπέδου, χανόταν στη θολούρα αυτών των πόθων. Μέσα στο γήπεδο έμοιαζαν συνεχώς απελπισμένοι, αλλά και, ταυτοχρόνως, διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα, όχι τόσο για να νικήσουν οι ίδιοι όσο, για να νικήσει η ομάδα τους ή, αν θέλει ο αναγνώστης, να επικρατήσουν οι ίδιοι σε ό,τι αγαπούσαν περισσότερο από όλα. Ο Γιαννάκης δεν έπαιξε στην παράταση του τελικού, του 103-101 με τη Σοβιετική Ένωση, βγήκε έξω με πέντε φάουλ και παρακολούθησε το παιχνίδι όρθιο, σαν να στεκόταν μέσα σε ένα αόρατο κελί. Ο Καραγκούνης έπαιξε σε τέσσερα από τα έξι ματς στο Euro 2004 και όχι στον τελικό. Κίτρινη κάρτα με την Πορτογαλία, κίτρινη κάρτα με την Ισπανία, απών με τη Ρωσία. Κίτρινη κάρτα με τη Γαλλία, κίτρινη κάρτα με την Τσεχία, απών με την Πορτογαλία.

Ήταν αυτή η φύση τους στον αγωνιστικό χώρο και, ταυτοχρόνως, υπήρξαν μειλίχιοι εκτός αυτού. Ο Γιαννάκης έγινε, ανεξαρτήτως αν αρέσουν σε κάποιον οι μέθοδοί του ή όχι, ένας από τους πλέον φιλοσοφημένους προπονητές μπάσκετ. Μπορεί να υπάρχει συζήτηση για το αν είναι ένας πραγματικά καλός κόουτς και αν μπορεί να διαβάσει το παιχνίδι ή αν, λόγω του ίδιου του πάθους του, τελεί υπό το καθεστώς παρωπιδών, παρ’ όλα αυτά η εθνική μπάσκετ που ο ίδιος κοούτσαρε, από το 2004 έως το 2008, ήταν η κορυφαία όλων των εποχών. Ο Καραγκούνης ποτέ δεν απάντησε σε ερώτηση χωρίς να το σκεφτεί λίγο -πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος αν αφήναμε ένα διάστημα να περάσει για να απαντήσουμε σε κάποιον και δεν θέταμε το ναρκισσισμό μας μπροστά του, προκειμένου να απαντήσουμε κατευθείαν για να μη μας περάσει για ηλίθιους. Επιπλέον, μετά τη λήξη της καριέρας του σχεδόν δεν θυμόμαστε πώς είναι η φωνή του.

Και οι δύο, όμως, προικίστηκαν με εκείνο το ένστικτο επιβίωσης, που οδηγεί στη διάσχιση του ουρανού με σχεδία. Ο ελληνικός αθλητισμός θα είναι αδύνατον να βρει ξανά Γκάλη ή Σπύρο Γιαννιώτη, δηλαδή τους απόλυτους επαγγελματίες που δεν θα παραπονιούνταν για κάτι, προκειμένου να μη δώσουν οποιαδήποτε δικαιολογία στον εαυτό του. Αλλά, λόγω της ξενομανίας, θα είναι εξίσου δύσκολο να βρει Γιαννάκη ή Καραγκούνη. Η ποινικοποίηση οποιασδήποτε αντίδρασης, γκριμάτσας, χειρονομιών, που δεν ταιριάζει στα «λαϊφσταϊλίδικα» πρότυπα έρχεται a priori. Όμως, το πρόβλημα είναι άλλο: πώς θα βρεθούν κάποιοι που θα αγαπούν τόσο πολύ αυτό που κάνουν ώστε η ανταμοιβή τους να είναι, εκτός από υλική, ψυχική και η αποδοχή από το κοινό αίσθημα, που θα τους κρίνει και επικρίνει, να είναι σημασίας ήσσονος. Αυτούς τους καιρούς ελάχιστοι διατίθενται: ούτε έχουν την αυτοκίνηση που απαιτείται ούτε είναι θαμπωμένοι από ένα όνειρο που δεν περιορίζεται από τις διαστάσεις. Ο Γιαννάκης και ο Καραγκούνης ήταν μοναδικοί, αυτόφωτοι και ανεπανάληπτοι, ένα μέρος της ελληνικής Ιστορίας που τα διδάγματα από την παρουσία τους ουδείς θα διδαχθεί. Σε κανέναν άλλον πήγαινε περισσότερο αυτή η φανέλα.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News