Ντιέγκο Μαραντόνα: Ο Θεός είναι ζωντανός στην τοποθεσία «Αζτέκα»

Ακόμα και ο Φρίντριχ Νίτσε, που κάποτε κάτω από το επτάπηχο μουστάκι του αναφώνησε, «Ο Θεός είναι νεκρός», θα αμφέβαλε για το λόγο του αν έβλεπε τα πέντε λεπτά του Ντιέγκο Μαραντόνα στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου με την Αγγλία στο «Αζτέκα» του Μεξικού, στις 22 Ιουνίου 1986, που οδήγησαν στη νίκη της Αργεντινής με σκορ 2-1.

Δεν έχει υπάρξει φάση, στην ιστορία του αθλητισμού, που να έχει αναζητηθεί τόσο πολύ όσο εκείνη της 22ης Ιουνίου 1986, που έγινε στο «Αζτέκα» του Μεξικού. Δεν έχει υπάρξει φάση που να έχει γεννήσει περισσότερες φαντασιώσεις ακόμα και πριν την οπτική μαρτυρία. Όσοι δεν την είδαν και δεν είχαν την ευχέρεια να βρεθούν ως αυτόπτες ενώπιόν της, την είχαν γιγαντώσει τόσο πολύ στο μυαλό τους, που ό,τι και να έκανε ο Ντιέγκο Μαραντόνα θα ήταν περιττό, μπροστά σε ό,τι το περίγραμμα της νοητικής έκκρισης πρόσταζε. Ο νεότερος αναγνώστης αξίζει να φανταστεί έναν κόσμο που στην ερώτηση «είδες τι έκανε ο Μαραντόνα στους Άγγλους;», το «όχι» του συνομιλητή θα σήμαινε ότι έπρεπε να περιμένει για να μπορέσει να το δει. Πρέπει να φανταστεί έναν κόσμο που ό,τι ερχόταν ως νέο σε κάποιον που δεν το είχε παρακολουθήσει, είχε το χαρακτήρα του χαλασμένου τηλεφώνου.

Το μεγαλείο του Μαραντόνα στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου απέναντι στους Άγγλους ήταν ακριβώς αυτό: τα εκατομμύρια που δεν είδαν τη φάση και αναγκάστηκαν να περιμένουν υπομονετικά. Η προέκτασή της στα μυαλά όσων υπήρξαν ατυχείς εκείνες τις μεσημβρινές ώρες, με το μεξικανικό ήλιο να ενδείκνυται για την περίφημη σιέστα και τον Κλιντ Ίστγουντ να ερμηνεύει τον άνθρωπο χωρίς όνομα στα νάματα του… σπαγγετιανού θρύλου του Σέρτζιο Λεόνε.

Καμία ποδοσφαιρική εικόνα πλησιάζει, σε οποιαδήποτε ζωτική και ζωογόνο διάσταση, εκείνη του Ντιέγκο Μαραντόνα απέναντι στους Άγγλους. Τα νοήματά της είναι κατακλυσμιαία και αφορούν στους πάντες. Από τους ποδοσφαιριστές των υπόλοιπων εθνικών ομάδων -ο Μίτσελ είχε ομολογήσει, τρεις μέρες μετά το εντυπωσιακό 5-1 της Ισπανίας επί της Δανίας για τη φάση των «16», ότι εκείνος και οι συμπαίκτες του γελούσαν κάτω από τα μουστάκια τους- έως τους απλούς φιλάθλους. Ο Μαραντόνα έριξε μια καρπαζιά, καθώς φαίνεται, στη Βρετανική Αυτοκρατορία, εκείνες τις Δυτικές Ινδίες που καταδυνάστευαν τον κόσμο. Η Φάση ήταν ο αγώνας του κατά του δυνάστη, κάτι που σε παραπομπή περίπου τον εξίσωσε με τον Μοντελέι Γκάντι. Ο Μαραντόνα, μόλις 166 εκατοστά από το έδαφος, βρυχήθηκε απέναντι στο τέρας -και στο τέλος το νίκησε. Ήταν εκείνος που περιγέλασε το τσάι, το βασιλικό στέμμα, τη Θάτσερ, τη σύμφυτη αλαζονεία στα αγγλικά πρόσωπα, την εμμονή με τη «μητέρα του ποδοσφαίρου». Πράσινες φανέλες στο Εδιμβούργο χαιρέτισαν την πανουργία του, μαύρες στη Σκωτία ξεκίνησαν να μιλούν ακατάληπτα ισπανικά, κόκκινες στην Ουαλία υποκλίθηκαν στο ζύθο και τη μαγιά του, ως δώρο για τη νιρβάνα στην οποία περιήλθαν.

 

Ο δρόμος προς τη θέωση

Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Μαραντόνα, πριν από αυτήν τη μέρα, που έγινε συνώνυμο της επαναστατικής πράξης, μιας συνέχειας του πολέμου των Φώκλαντς, λογιζόταν ενδεχομένως ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στον κόσμο, αλλά δεν είχε να επιδείξει κάτι: η Νάπολι δεν είχε πάρει ακόμη το πρώτο πρωτάθλημά της, η Αργεντινή είχε αποτύχει στο Copa America του 1979, που είχε δώσει το «παρών» και, βεβαίως, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 υπήρξε μια πανωλεθρία: η κλωτσιά στα αχαμνά του Μπατίστα, στο παιχνίδι της 2ης Ιουλίου στο γήπεδο «Σάρια» της Βαρκελώνης, την έδρα της Εσπανιόλ, ήταν η παραδοχή ότι η «αλμπισελέστε» ηττήθηκε 3-1 από μία καλύτερη ομάδα και πως ο ίδιος δεν το άντεξε.

Τα χαρίσματα του «Πελούσα» δεν έμοιαζαν παρά μόνο με δεξιότητες που δυστυχώς έπρεπε να «νταραβερίζονται» με το θερμό κεφάλι ενός χαμινιού. Ο ίδιος, πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο, είχε βάλει αυτό το κεφάλι στην γκιλοτίνα: ήταν κοινό μυστικό πως η αποπομπή του Ντανιέλ Πασαρέλα δεν είχε μόνο τη σφραγίδα του, αλλά ήταν δική του απόφαση εξ υπαρχής και επιθυμούσε να την στηρίξει. Μέχρι και το παιχνίδι με τους Άγγλους, ο Μαραντόνα ήταν ένας 25χρονος καταραμένος καλλιτέχνης, που η κλεψύδρα της χατιρικής αντιμετώπισης από τον κόσμο του ποδοσφαίρου και τους συμπατριώτες του άδειαζε επικινδύνως. Έπειτα από αυτό, είχε ανοίξει διάπλατο το δρόμο προς τη θέωση.

Άλλωστε, η Φάση φαινομενικά δεν ήταν μία, αλλά δύο. Η σκανδαλιά προς το κατεστημένο, το χέρι που ο ίδιος εν πλήρη συνειδήσει έτεινε για να στείλει την μπάλα στα δίχτυα του Πίτερ Σίλτον βρήκε τη διαδοχή της σε ένα γκολ που η συγκυρία το έκανε ξεχωριστό: άλλοι έχουν σημειώσει ωραιότερα, αλλά η σημειολογία του σλάλομ και η απόφαση να ντριμπλάρει τον τερματοφύλακα, κάτι που δεν έκανε σε αντίστοιχο σόλο πολλά χρόνια πριν, όταν φορούσε τη φανέλα της Μπόκα Τζούνιορς, μαζί με τη σημασία του παιχνιδιού, το έχουν φέρει στην πλέον περίοπτη θέση όλων των γκολ που έχουν σημειωθεί στην Ιστορία του ποδοσφαίρου. Αν δεν το έχει κάποιος στο top-5 του, είναι εμπάθεια.

Οι ξεδιάντροποι και το VAR

Όμως η Φάση είναι μία. Το μυαλό μεταβολίζει πολύ συγκεκριμένες εκφάνσεις της ανθρώπινης προσπάθειας. Η ιστορία του χεριού, η παρακίνηση του αρχηγού της Αργεντινής προς τους συμπαίκτες του να πανηγυρίσουν μαζί του ώστε ο Τυνήσιος διαιτητής Αλί μπιν Νασέρ να μην καταλάβει την παρανομία, είναι από μόνη της μια σπουδαία ιστορία. Η πρόκληση χρόνια μετά, να δείχνει το χέρι του όταν τον ρωτούσαν πώς έβαλε το γκολ με τους Άγγλους,  Αυτό, άλλωστε, έγινε μια αργεντινή παράδοση: ύστερα από εκείνο του Μάριο Κέμπες στο 2-0 επί της Πολωνίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, που αποσόβησε την ισοφάριση για τους ανατολικούς, αφού ο Ουμπέρτο Φιλιόλ έπιασε αργότερα το πέναλτι, πριν από το νέο δικό του στη γραμμή του τέρματος της Αργεντινής για το παιχνίδι με τη Σοβιετική Ένωση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, που οι Αργεντινοί νίκησαν επίσης 2-0 και, βέβαια, 21 χρόνια πριν από εκείνο που έκανε ο Λιονέλ Μέσι στο ματς για την προτελευταία αγωνιστική της Liga, όταν η Μπαρτσελόνα ήρθε ισόπαλη 2-2 με την Εσπανιόλ, αλλά το γκολ του διαδόχου του «Ντίες» μέτρησε. Το σόλο, από την άλλη, με τους αργούς Άγγλους αμυντικούς που δεν μπορούν να τον παρακολουθήσουν, μόλις 5 λεπτά ύστερα από το πρώτο γκολ, κάνει την ίδια την ιστορία απίστευτη: αν δεν είχε συμβεί, πιθανότατα ουδείς θα μπορούσε να την μαντέψει. Η αλληλουχία των απίθανων γεγονότων στο συγκεκριμένο παλκοσένικο κάνει το μυαλό να εκρήγνυται.

Μέσα σε πέντε λεπτά, από το 51’ έως το 55’, εκείνο το μεσημέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα σταμάτησε να είναι ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής: έγινε σπουδαίος και ανήχθη σε σύμβολο. Το μόνο που του έλειπε ήταν να κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Αν το έκανε αυτό, από τη μία μέρα στην άλλη θα έβαζε υποψηφιότητα για να λογίζεται ως ο κορυφαίος όλων των εποχών. Η Αγγλία, όμως, θα υπήρχε πάντα το θύμα μιας ζαβολιάς που δεν θα ποινικοποιούνταν και μιας τέχνης που δεν θα επαναλαμβανόταν. Οι Άγγλοι δεν το ξεπέρασαν, στο σημείο που μια μέρα μετά το θάνατό του υπήρξαν εφημερίδες που τιτλοφόρησαν, ξεδιάντροπα, με τη σημείωση ότι αν υπήρχε το VAR εκείνο το γκολ δεν θα μετρούσε.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News